Α’ Νεκροταφείο Αθηνών: η Πολιτεία των Αθανάτων

Από την Σταματουλίτσα στον Βάρναλη και το Βουτυρά μέσα από το υστερόβουλο πείσμα μας.

Ο σκηνοθέτης Μανώλης Δημελλάς περιφέρεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και αναζητά τη μνήμη, την ατομική και τη συλλογική,  ανάμεσα στα μνήματα: ” …Πώς να παλέψω με την άκρατη οργή, με την εσωτερική ανάγκη του γείτονα να είναι κάποιος, όταν στο πραγματικό δεν είναι τίποτε;
Το φως έπεσε στο νεκροταφείο και οι σκέψεις μου χαλάνε την αρμονία, τη σειρά που μας έδειξαν όλοι ετούτοι, μα ηθελημένα αγνοούμε.
Το ταξίδι  μας είναι μοιραίο, μα η παραμονή μας εδώ ας κάνει στάση στην ουσία, που δεν είναι άλλη από την γνώση, την εξέλιξη μας σε καλύτερους, πιο ουσιαστικούς ανθρώπους. Το οφείλουμε άλλωστε σε όλους αυτούς που δείχνουν, φωνάζουν ακόμη, να μείνουμε στο στρωμένο δρόμο”.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

του ιδίου

Την ψάχνω, αναζητώ την ιστορία της μα δεν υπάρχει, σταμάτησε να χτυπά η καρδιά της πριν 150 χρόνια. Όχι, δεν είναι παραμύθι.
Σήμερα πιάνει μια άκρη σε ένα ξεχασμένο τοίχο, άβαφο, που περιμένει γλέντια και χορούς για να κυβερνηθεί, να μαζευτεί, και μοιραία να βρεθεί το σάπιο κάδρο της στα σκουπίδια.
Έτσι θα ολοκληρωθεί  και η ιστορία της Σταματουλίτσας που πέρασε από την ζωή σχεδόν αθόρυβα, ή μήπως όχι; Αναρωτιέμαι, μα απαντήσεις δεν μπορώ να βρω.
Στις επίμονες ερωτήσεις μου, πουθενά απόκριση. Οι άνθρωποι ζουν στιγμές, ανταλλάσσουν χρόνο, μα στο τέλος ο λογαριασμός δεν έχει το όνομά τους.
Στους μικρούς τόπους, τα ονόματα έχουν μνήμη, φέρνουν στο παρόν πρόσωπα, όπως η γυναίκα που με ξεσήκωσε, μου πήρε το μυαλό.
Ακαθόριστες φήμες συνοδεύουν την αστρική της σκόνη, κάτι σαν σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Την συναντώ ή μου φαίνεται πως έρχεται στο ύπνο μου και χαμογελά, ταιριάζοντας τα θέλω της με τα δικά μου. Δείχνει πόσο λίγο, εμείς οι άνθρωποι, έχουμε προχωρήσει, πόσο λίγο έχουμε αλλάξει την παρασκιά του χαρακτήρα μας.
Πάνε χρόνια που δεν έχει ούτε τάφο. Δεν υπάρχει παρά σε μια ρετουσαρισμένη εικόνα. Το όνομα της δεν προχώρησε, αφού κάποιος γαμπρός έσπασε την παράδοση. Ήθελα τόσα να ρωτήσω, μα δεν άφησε πίσω τίποτε που να οδηγεί στη διαδρομή της.
Η έξοδος του πατέρα μου- πριν δυο χρόνια- με έκανε να τριγυρνώ στα νεκροταφεία με μια σχετική άνεση. «Έχω δικούς μου πια εκεί κάτω», έλεγα και ξανάλεγα, ώσπου το περιβάλλον μιας νεκρόπολης μου  φαίνεται οικείο.
Στην μεγαλούπολη, την Αθήνα, με βγάζει τακτικά ο δρόμος στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών. Άβολο να μιλάς για το μοναδικό ταξίδι χωρίς εισιτήριο  επιστροφής, μα τόσο αληθινό.
Εκεί λοιπόν, τα δεδομένα αλλάζουν, αν η Σταματουλίτσα άφησε μια στεγνή από δάκρυα, φωτογραφία, οι σκιές στο πρώτο είναι φασαριόζικες.
Χτισμένο γύρω στο 1835, με μόνιμο πληθυσμό που ξεπερνά τους 13000, έχει μια πρωτιά. Μιλά στον περαστικό, στον άσχετο από συναισθήματα, διαβάτη. Τα δέντρα που κρύβουν το φως, τα ταλαιπωρημένα αγάλματα, μα και τα μαδημένα στεφάνια, ίσως προδιαθέτουν για μια πεσιμιστική διάθεση.
Μα είναι έτσι η πόλη που τουλάχιστον, εδώ παλεύεις μονάχα με την μοναξιά,  και συναντάς σε κάθε γωνιά μια φωνή που δείχνει φωτεινά μονοπάτια.
Στο βήμα μου συναντώ ένα σωρό ονόματα από ανθρώπους που  υπήρξαν αυτόφωτοι, στο σύντομο πέρασμα τους άφησαν πίσω μια κληρονομιά ανεκτίμητη.
Δεν μπορώ να σταθώ σε όλους, μα είναι τέτοια η στιγμή, η δικιά μας εποχή, που ο ποιητής Κώστας Βάρναλης με πιάνει, με τραβά, από τον ώμο.
Δεν γνώρισα τα χρόνια του, που φαίνεται πως, αν και πιο δύσκολα, ήταν περισσότερο ουσιαστικά από τα δικά μας.
Η ζωή του ένα ταξίδι, ένας αγώνας, αφού στάθηκε με δυναμισμό στην τέχνη του λόγου που αφυπνίζει, και δεν χαιδεύει τον λαβύρινθο του έσω αυτιού μας.
Ο δημιουργός γράφει στους «Μοιραίους»:

-Φταίει τὸ ζαβὸ τὸ ριζικό μας!
-Φταίει ὁ θεὸς ποὺ μᾶς μισεῖ!
-Φταίει τὸ κεφάλι τὸ κακό μας!
-Φταίει πρώτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τὸ κρασί!
«Ποιὸς φταίει; Ποιὸς φταίει;…
κανένα στόμα
δὲν τὅβρε καὶ δὲν τὄπε ἀκόμα.

Αν κάτι απομένει είναι ο λόγος, η γνώση, που εδώ φρέσκος σαν ψάρι που σπαρταρά στα βράχια, περιμένει να τον καταβροχθίσουμε πριν ξεκοιλιάσουμε καλά καλά τα σπάργανα.
Και κάπου πιο κάτω μας ξαναχτυπά:

Ξαφνικὰ μοῦ φασκιώνουνε τὰ μάτια
γιὰ νὰ βλέπω τὸ φῶς τὸ ἀληθινό!
Μὲ καρυδώνουν, γιὰ νὰ μὴ φωνάζω:
«Ὄρσε, Ἑλλάδα Γραικύλων ἀντιχρίστων!»
Ἄχερα μὲ μπουκώνουν κάθε μέρα.
Καὶ ποιοί; Τοῦ σκλαβοπάζαρου ἡ σαβούρα.
Καὶ πῶς;
Ἔχουν ἀφέντη τὰ σκυλιὰ
καὶ δαγκάνουν τὰ πόδια σου, Ἱστορία.
Λίγο παρακάτω και μέσα στην πολυλογία της σιωπής ψίθυροι με κάνουν να γυρνώ, δεν είναι από τα έξω, μα το μέσα μου φωνάζει να σταθώ, είναι ο Δημοσθένης Βουτυράς που τριγυρνά κάπου εδώ κι αυτός. Από την Κωνσταντινούπολη κατέληξε στον Πειραιά, κοινός τόπος, έτσι τον φέρνω τακτικά στο μυαλό μου.
Διηγηματογράφος της φτωχολογιάς, μέσα από μια δύσκολη ζωή, περιθωριακή, έβγαζε, γεννούσε λέξεις, που δίναν με τη σειρά τους ιστορίες που ενώ για χρόνια τις αποφεύγαμε σήμερα φαίνονται πιο πολύ από κάθε άλλη φορά ζωντανές κι ας μην τις διαβάζουμε.
Παρακάτω ο Τσιτσάνης, ο Παλαμάς , ο Κροντηράς, η Λαμπέτη, ο Λογοθετίδης, η Βουγιουκλάκη, μα και ο Μανδηλαράς, ο Πετρουλάς, ο Κατράκης, ο Φίνος.
Τι να πω για τη Βέμπο που στέκει δίπλα στον Κολοκοτρώνη παραπίσω ο φιλικός Ξάνθος. Τα χάνω με όλο το μελίσι που άοκνα πάλεψε για μένα. Για μας.
Εμείς στεκόμαστε στην περιγραφή μιας μίζερης καθημερινότητας περιμένοντας αστραπές, καταιγίδες στη θλιβερή μας κατρακύλα.
Οι επικήδειοι ετοιμάζονται από διάφορους νεόκοπους αγωνιστές, άλλοι για την δημοκρατία και άλλοι, αρκετοί πια, δαγκώνοντας τους περαστικούς και κακόμοιρους μετανάστες κερδίζουν χρόνο μέσα στον χαμένο χώρο μας.
Αν χάθηκε η Σταματουλίτσα, ήταν γιατί δεν άρθρωσε λέξη από όλα εκείνα που μπορούσε να αμφισβητήσει. Όμως εκείνη έζησε μια εποχή που ο ήλιος έδινε και έπαιρνε τη μέρα της. Έχει δικαιολογίες.
Από την άλλη ο Βάρναλης και οι υπόλοιποι φίλοι του, μέσα από την γνώση πάλεψαν την ανθρώπινη αδυναμία.
Πώς να σταθώ σε μια εποχή που κατρακυλάμε προς τα κάτω αν δεν ανοίξω τα τσιμπλιάρικα μάτια μου, αν  δεν μάθω να διαβάζω και ταυτόχρονα να αμφιβάλλω για την σειρά των γραμμάτων;
Πώς να παλέψω με την άκρατη οργή, με την εσωτερική ανάγκη του γείτονα να είναι κάποιος, όταν στο πραγματικό δεν είναι τίποτε;
Το φως έπεσε στο νεκροταφείο και οι σκέψεις μου χαλάνε την αρμονία, τη σειρά που μας έδειξαν όλοι ετούτοι, μα ηθελημένα αγνοούμε.
Το ταξίδι  μας είναι μοιραίο, μα η παραμονή μας εδώ ας κάνει στάση στην ουσία, που δεν είναι άλλη από την γνώση, την εξέλιξη μας σε καλύτερους, πιο ουσιαστικούς ανθρώπους. Το οφείλουμε άλλωστε σε όλους αυτούς που δείχνουν, φωνάζουν ακόμη, να μείνουμε στο στρωμένο δρόμο.

 

οι φωτογραφίες είναι του Μανώλη Δημελλά