Βαγγέλης Αθανασόπουλος, “Από το διήγημα στο μυθιστόρημα”

24grammata.com – Στρατής Τσίρκας

Στη λειτουργία του μυθικού χρόνου είχε καταφύγει ο Τσίρκας ήδη από τα πρώτα του διηγήματα, αλλά εκεί αυτή η λειτουργία δεν αποτελούσε τόσο μια διάσταση του χρόνου όσο μια ποιότητά του που έδινε συχνά τον τόνο και δημιουργούσε την ατμόσφαιρα του διηγήματος. Στο μυθιστόρημα όμως ο μυθικός χρόνος επιφορτίστηκε με μια σπουδαιότερη αποστολή: την εξυπηρέτηση της πλοκής. Με τον μυθικό χρόνο ο Τσίρκας τεμαχίζει τον ιστορικό χρόνο και μαζί του, φυσικά, τη μακροαφηγηματική χρονική λειτουργία˙ με τον τρόπο αυτό προβάλλει την ασυνέχεια του μυθιστορηματικού χρόνου –που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της Τριλογίας– ως προγραμματική. Το γεγονός μάλιστα πως στην υπηρεσία αυτής της ασυνέχειας θέτει ανάλογες αφηγηματικές τεχνικές, συντελεί στην παρουσίαση αυτής της ασυνέχειας ως νόμιμης, και στην κατοχύρωση της αφηγηματικής της μορφής ως αισθητικού αποτελέσματος.
Αλλά και με τον μυθικό χρόνο επιδιώκει ο συγγραφέας και κάτι παραπέρα, κάτι που σε μια πρώτη ματιά φαίνεται αντιφατικό ως προς τον προηγούμενο σκοπό: να καθολικεύσει τα περιστατικά, τους χαρακτήρες, τις καταστάσεις. Θέλοντας, λοιπόν, ο Τσίρκας να γράψει μυθιστόρημα ξεκίνησε από κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία που λειτούργησαν σαν πυρήνες της μυθοπλασίας, παρότι στο τελικό αποτέλεσμα μπορεί πολλά από αυτά τα στοιχεία να μην είχαν μια τέτοια θεμελιακή σημασία-λειτουργία, να μην καταξιώθηκαν δηλαδή και σαν πυρήνες της αφήγησης. Επιχειρώντας να κάνει από τη ζωή του ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας ένιωσε επιτακτική την ανάγκη ενός μέσου αναγωγής του προσωπικού στο διαπροσωπικό, και σαν τέτοιο μέσο χρησιμοποίησε την Ιστορία που σαν ένα αντικειμενικό χρονικό πλαίσιο προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Τη λύση άλλωστε αυτή έκανε νόμιμη και ο προβαλλόμενος σκοπός του μυθιστορήματος που ήταν «η κατάθεση μιας μαρτυρίας για το δράμα της Μέσης Ανατολής».
Μια εξολοκλήρου όμως καταφυγή σε αυτό το μέσο αναγωγής θα έδινε στο μυθιστόρημα έναν αποκλειστικά ιστορικό χαρακτήρα, πράγμα που ο συγγραφέας φαίνεται πως δεν το ήθελε. Έτσι, το επόμενο πρόβλημα που αντιμετώπισε ήταν ο έλεγχος ή περιορισμός της ιστορικής διάστασης του έργου, περιορισμός όμως που δεν θα υπονόμευε την αρχικά επιδιωχθείσα λειτουργία της αναγωγής του προσωπικού στο διαπροσωπικό. Ο μόνος τρόπος που προσφερόταν για κάτι τέτοιο ήταν όχι μια αναίρεση της πρώτης αρχικής αναγωγής, αλλά μια παραπέρα ευρύτερη αναγωγή, που θα διέσωζε το έργο από το να πάρει καθαρά ιστορικό χαρακτήρα, αλλά παράλληλα θα εξασφάλιζε την αναγωγή από το προσωπικό στο διαπροσωπικό.
Ο τρόπος αυτός βρέθηκε στο στοιχείο της επανάληψης –της θεμελιακής κυρίως αλλά συνεπικουρούμενης και από τις συνήθεις παραλλαγές της εμφανούς ή επιφανειακής επανάληψης– που αντιπαρατιθέμενο στην ιστορικότητα κλίνει προς μια αναγωγή του ιστορικού στο μυθικό. Λέει ο Τσίρκας για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες στην «Ειδοποίηση» που προτάσσει στη Νυχτερίδα: «Δεν είναι αυτοβιογραφία […] Δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα με τη στενή έννοια, δηλαδή χρονικό» (σ. 7)˙ και δεν νομίζω πως κανείς μπορεί να αμφισβητήσει αυτή τη διαβεβαίωση του συγγραφέα. Και ίσως από εδώ ξεκινά και η ιδιοτυπία της Τριλογίας: στο γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν θέλει να κάνει ούτε μόνο το πρώτο, ούτε μόνο το δεύτερο, αλλά ότι θέλει να κάνει ιστορικό μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικό υλικό από το ένα μέρος, και ψυχογραφία από το άλλο η οποία υπερβαίνει τα πλαίσια της αυτοανάλυσης και διεκδικεί και μια καθολικότητα μέσω της ένταξής της μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο – ή και, ακόμα, περισσότερο, μέσω της αναγωγής της στο μυθικό.
Αυτή η παρουσία του μυθικού χρόνου στην Τριλογία, πέρα από ένα μέσο οριακής διεύρυνσης του πλαισίου αναφοράς της αφήγησης δεν φαίνεται πως αποτελεί εκδήλωση νοσταλγίας του συγγραφέα για ένα αρχέγονο πολιτισμικό ή και προπολιτισμικό παρελθόν, νοσταλγία που ίσως υπάρχει, για παράδειγμα, στο «Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη. Ακόμη, αυτό που με την Τριλογία προτείνει ο Τσίρκας δεν είναι μια απομάκρυνση-παραίτηση από τον στίβο της Ιστορίας και μια φυγή στον κλειστό κόσμο της στενά προσωπικής πραγματικότητας, αλλά μια δυναμική συνάντηση του ατόμου με την Ιστορία, μια ενεργητική –αλλά και αυθεντική ταυτόχρονα– συμμετοχή στην ιστορική πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό και η παρεμβολή του μυθικού χρόνου όσο προχωρούμε προς το τέλος της Τριλογίας γίνεται όλο και πιο μετρημένη, ώσπου καταλήγει να γίνει δυσδιάκριτη. Αυτό πρέπει να οφείλεται στο γεγονός πως, πλησιάζοντας προς το τέλος, ο σκοπός που έχει θέσει ο Τσίρκας για την Τριλογία διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης. Αυτή η σταδιακή συρρίκνωση του μυθικού χρόνου ίσως φανερώνει και κάποιο προβληματισμό του συγγραφέα σχετικά με την έκταση και το βαθμό της αναγωγής του ιστορικού στο μυθικό, γιατί μια συνεχής –ή σε κάθε ευκαιρία– και ανεξέλεγκτη εφαρμογή αυτής της μεθόδου θα υποβάθμιζε αυτόν τον έστω και ελεγχόμενο ιστορισμό του Τσίρκα σε μια μυθολογία του˙ αλλά αυτό δεν αποτελεί επιδίωξη του συγγραφέα, μια και γι’ αυτόν η Ιστορία δεν παίζει στην Τριλογία το ρόλο ενός απλού πλαισίου αναφοράς της αφήγησης.
Αυτός ο πιθανός προβληματισμός του Τσίρκα σχετικά με την παρουσία του μυθικού χρόνου ίσως θα πρέπει να μας υποψιάσει ως προς τη σημασία που είχε αυτός στη συνείδηση του συγγραφέα. Πιστεύω δηλαδή πως η αντιπαράθεση ή συνεργασία του μυθικού με τον ιστορικό χρόνο ανταποκρίνεται και αντιστοιχεί στο δίλημμα του βασικού χαρακτήρα της Τριλογίας, του Μάνου Σιμωνίδη, ανάμεσα στη Δράση από το ένα μέρος και στην Τέχνη από το άλλο.

Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Από το διήγημα στο μυθιστόρημα (ή από την ατμοσφαιρική στη συνθετική και αναγωγική λειτουργία του μυθικού χρόνου)», Διαβάζω, τχ. 171/1987, σσ. 74-76.