Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, δημιουργό του ανυπέρβλητου «Ανατολικού»

24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίαςΕμπειρικος  24γραμματα

ΕΝΔΟΧΩΡΕΣ
Για τον Ανδρέα Εμπειρίκο, δημιουργό του ανυπέρβλητου «Ανατολικού»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Έπειτα από πολλά έτη, το θαρραλέο υπερωκεάνειο θα φτάσει κάποτε στον προορισμό του. Ένα υπέροχο λιμάνι, μια έκταση απερίγραπτη, ξαφνική έκταση στο μέσον της θαλάσσης. Το πλήθος θα επευφημεί για το τέλος του ταξιδιού, τις τρομερές τοπογραφίες, μαρτυρήθηκαν πράγματα και γεωμετρίες σχεδόν απρόσιτες, η απρόσμενη γη λάμπει μες στον άνεμο και τον μαύρο ήλιο.Οι ταξιδιώτες, ερωτικοί νέοι που δεν απώλεσαν στο ελάχιστο το σφρίγος και τις εσωτερικές ροπές τους, γνέφουν εμπρός στο κύμα, καθώς το υπερωκεάνειο καταφτάνει ολόφωτο. Η στιγμή προσομοιάζει με εκείνες τις καθελκύσεις, τις παρθενικές προσθαλασσώσεις πελώριων πλοίων, στο βάθος κόκκινες, σωστικές φωτοβολίδες, τα κορίτσια του λιμανιού εγκαταλείπουν τις εμπορίες, τα λατινικά, έντονα φιλήματα, ανασύρουν από τα μεγάλα βάθη κάτι κομμάτια ατόφιας νεότητας και παραδίδονται σε αλλόφρονες πανηγυρισμούς. Ως το επόμενο πρωί θα έχουν τελειώσει οριστικά με τις σκοτεινές περιπτύξεις, ως αγίες νεκρές εδώ και αιώνες ή σαν τις κόρες της Μπερνάντα Άλμπα, τα κορίτσια εκείνα πλημμυρίζουν τους κυμματοθραύστες, στέκουν καθώς πελώρια πουλιά πάνω στα νερά, η γενεολογία αυτών των κοριτσιών επαναφέρει στο προσκήνιο μια λησμονημένη θεολογία. Γυμνάζουν τα φτερά τους και έπειτα ξεχύνονται στον αττικό ουρανό, οι ποιητές μιλούν για θεάματα, όπως ιδέες, στέγες, ορμές και επιθυμίες. Το πελώριο πλοίο, με τις ναυτικές σημαίες και τους επαρχιακού τύπου προβολείς εισέρχεται στα αβαθή του αγνώστου λιμένος. Πρόκειται για μια στιγμή μαιναδικής χαράς, οι ερωτοτροπούντες στέκουν στα κιγκλιδώματα με τα υπόλευκα, κλινικά σεντόνια, αγκαλιάζονται και η νεότητά τους κατασπαράζει την απέραστη ωμότητα των ημερών. Φέρουν σημάδια πάλης, κρατούν στις αγκαλιές τους τα παιδιά του μέλλοντος, καρπούς παθιασμένων ερώτων, τότε που η προοπτική της ξηράς έστεκε ακόμη μια φανταστική υπόθεση. Ο άνεμος φυσά τα πρόσωπά τους και έτσι μπορεί να πει κανείς πως θολώνονται οριστικά οι προσωπογραφίες του , συνιστώντας έτσι ένα εξαίσιο δείγμα της ζωγραφικής τεχνοτροπίας του Γουναρόπουλου, παρασιτικά πρόσωπα στο βάθος των εικόνων. Δεν προσμένει κανείς. Ο λιμένας είναι από καιρό εγκαταλειμένος, δεν πίστεψε κανείς πως το φοβερό, επιβατηγό πλοίο θα καταφτάσει δοξαστικό στην αγκαλιά των βραχιόνων. Μια τέτοια ώρα, όσα ειπώθηκαν, όσα τολμηρά γίνηκαν μες σε εκείνο το πλοίο συνιστούν μια ιστορία, μια πράξη πίστης δηλαδή, η κιβωτός του έρωτος, μια λάμψη μες στις  σαθρές στιγμογραφίες του παρόντος. Και ο Ανδρέας, μες στο ναυτικό κοστούμι του, με το φωτογραφικό φακό ανά χείρας, λαμβάνει τις τελευταίες λήψεις των επιβατών. Υπέροχα κορίτσια με τα πέτρινα πρόσωπα, οι άνδρες με τους γυμνούς κορμούς, οι στύλοι των οριζόντων, γυμνά πέλματα και σφιχτοί εναγκαλισμοί, εσωτερικοί κόσμοι και ευτυχισμένες εισβολές. Όσοι εγκαταλείπουν το υπερωκεάνειο γερνούν ξαφνικά, γέρνουν και θρηνούν πάνω στο σώμα μιας πανάρχαιας, αμμουδερής παραλίας, θρηνούν και μες στα μάτια τους τα λαμπιόνια και οι ανεμικές, τούτο το πλοίο δεν ανήκει σε καμιά πατρίδα, μήτε θα τελειώσει το ταξίδι του στα άγνωστα νερά. Ο Ανδρέας δείχνει κατά την ανατολή, ευτυχισμένες οι θάλασσες και οι θύελλες, ο Ανδρέας τώρα καπνίζει σκεπτικός και λυπημένος, το τέλος των θερμών καλοκαιριών και των γυμνών τόπων, ο θάνατος των αγαλμάτων και των κενταύρων το τέλος, τα λησμονημένα σχήματα και οι άνεμοι λύκοι. Οι στάσεις των σφριγηλών σωμάτων στο πλάι του Ανδρέα, σώματα νέα με άλλες επιφάνειες και άλλους όγκους, τα πάχη τους, ένας μη πειθαρχημένος ερωτισμός,αυτός των σωμάτων σε κατάσταση πτητική, διάχυτη με τις συναντήσεις του τυχαίου, τις ηδονές τους, τις χωρίς υπολογισμό, τις στρεβλές γλώσσες, χαμένες διαλλέκτους, η ήπειρος του πλοίου, μια καθ΄όλα προσιτή εικονογραφία, ένας στυγνός ρεαλισμός, καθώς οι συνήθεις προσαράξεις στους λιμένες, μα υφίσταται πάντα το στοιχείο του συμβολισμού, το προικισμένο με την προσωπική μυθολογία. Καθώς εξελίσσεται το δράμα ή κατ΄άλλους το φυσικό και δίκαιο τέλος ενός ταξιδιού, εξέρχονται του πλοίου φοβερές μορφές, άλλες οικείες, άλλες με χαμένα τα μάτια τους ολότελα, μα με όλη την τρυφερότητα που προσεγγίζει ως επιστέγασμα τον χρόνο. Οι άνθρωποι των κιγκλιδωμάτων ομιλούν γλωσσικές ειδικεύσεις, πάει να πει στην τεχνική ορολογία υφίσταται το κατάλληλο υλικό για να περιγραφεί πάντα η ανθρωπιά, τον ουρανό διαπερνούν υψίσυχνα ρεύματα, βραδιάζει και ο άνεμος εντείνεται, η βιβλικότητα των μορφών κρίνεται αδιαμφισβήτητη και απρόσιτη, όλοι αναμένουν ένα θαύμα, η στιγμή κρίνεται μεγαλειώδης και ορισμένοι νέοι προσδίδουν στην ονομασία του ίδιου του πλοίου τα στοιχεία της εντάσεως και της κατευθύνσεως. Και ο Ανδρέας με την ανταύγεια ενός Παρθενώνος στο βλέμμα, συντρίβει λοιπόν τα παλιά θεμέλια, προσκυνά με ευλάβεια τα ερωτικά μνημεία, ο Ανδρέας είναι λοιπόν ένας άγιος που ακυρώνει οριστικά την απόλυτη ορθοδοξία των πραγμάτων.
Σε λίγο το πελώριο πλοίο αποχωρεί. Η λάμψη, τα σκοτεινά νερά, φεγγάρια και διάσπαρτα, κάτωχρα δεμάτια ξύλα, ο Ανδρέας μας χαιρετά, τραβώντας κατά την Άνδρο, η εποχή του φοβερού υπερωκεανείου δεν θα λήξει ποτέ. Τι και αν καούν οι σοδειές μας, τι και αν διαμελιστούν οι πόλεις και οι ανισότητές τους, τι και αν πνιγούν οι ήλιοι μας μες στις άδειες στέρνες, ο Άνδρέας με τους ερωτομανείς νέους τραβούν κατά τη νήσο Άνδρο, μιλώντας μια γλώσσα άγνωστη, γλώσσα του Αιγαίου. Και είναι χάρισμα το μυστικό, εκείνων μονάχα που φέρουν τα ζωηρά μάτια των αμαρτωλών, που αδιαφορούν επιμόνως εμπρός στην εργασία του θανάτου και εφορμούν στον ουρανό, προσδοκώντας μια ανακάλυψη που επίκειται μα ποτέ δεν θα συντελεστεί στο συνολικό της μέγεθος, συντηρώντας το μύθο του αισθητικού φαινομένου. Ο Ανδρέας, υπάρχοντας ακμάζει.