Γνωριμία με την ποιήτρια Τζίνα Μουκριώτη.

24grammata.com/ Σύγχρονοι Λογοτέχνες

αποκλειστικά στα 24grammata.com

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η Τζίνα Μουκριώτη γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε χημικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Σήμερα εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι μητέρα ενός παιδιού.
Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Του έρωτα και του πηλού» (εκδόσεις Ενδυμίων, 2008) από την οποία παρατίθενται τα κατωτέρω ποιήματα.
Ο ερωτικός σπαραγμός κυριαρχεί στη γραφή της η οποία χαρακτηρίζεται από μια έντονη εξωστρέφεια συναισθημάτων. Γιώργος Πρίμπας

Έπρεπε να αρκεί
Θα μασούσαμε μαζί πικραμύγδαλο
σε παράθυρο ανοικτό στο πέλαγο.
Γιατί περιμέναμε να χιονίζει γιορτές
με τους ανέμους ν’ αποκοιμιούνται,
κρεμασμένοι απ’ το κατάρτι
δίπλα στο παγωμένο του βορά φιλί

Ξέρεις, μου υπαγόρευαν έτσι
να σε φωνάζω, εξόριστοι άγγελοι
κι ας έσπαζαν τα κύματα
τρεις συλλαβές το όνομά σου
– να σε προφέρω εύκολα πιότερο
Α – γα – πη, ήταν,
έπρεπε ν’ αρκεί
αφού υπέγραψα Άνθρωπος

Κλείδωσε τώρα καρδιά μου
καθώς σαλπάρω να μην πικρίζω
τη θαλασσογερμένη ελπίδα.
Ο Ποσειδώνας γιορτάζει γυμνός
χωρίς πυξίδες και αστρολάβους
πάντοτε στις τρικυμίες

Στο χαρτοδρόμο
Ω, πόσα ρολόγια σπάζουν το είδωλο σου
στων ματιών μου τα δάχτυλα, αγαπημένε.
Μορφή διάφανη με λόγο πορφύρας ντυμένη
και στων χεριών τα μάτια ανέγγιχτη,
διάφανη άμμος μέσα στον καθρέφτη
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

Αυτήν την Άνοιξη
τα δάκτυλα δεν τρέχουν σε λιβάδια
καπνίζοντας χόρτο μεθυσμένα
τον Μάρτη – αχ! τώρα, τον Μάρτη
η γλώσσα μου πνίγει
κρεμασμένη στα πόδια της νύχτας.
Στάζει αθόρυβα στην άμμο του καθρέφτη
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

Περπατούν στο χαρτί τα δάκτυλα
στο δρόμο,
το χαρτοδρόμο

Πηλός
τα χέρια – να πλάθουν
τα χέρια – είδωλα
ακατέργαστα
στο τζάμι και κάτω
το τσιμέντο

Η ηλιοθεραπεία
Γλιστρούσε στο σκοτάδι
με σαράντα καλοκαίρια κρυμμένα
μες του λαιμού της το σημάδι.
Λύνονταν τα γόνατα γδαρμένα.
Έξω απ’ τη σήραγγα
χειμωνιάτικο κύμα το μέταλλο χτυπούσε.
Λιωμένο παγωτό οι λέξεις
μεταμφιεσμένες στο στήθος χύνονταν
κι οι γλώσσες που πριν της σφύριζαν
«το συμφωνητικό! το συμφωνητικό!»
τώρα σιωπούσαν
βουλιάζοντας στης ρόγας την τελετουργία

Κι αυτή,
με χείλη στη δίψα ραμμένα
και χειμώνες στη ράχη να ουρλιάζουν,
μέσα στη γύμνια της υπέγραψε
χαράσσοντας στο μέλλον τα νύχια
χωρίς μια λέξη απάγκιο να τεντώσει
σε τούτη την ηλιοθεραπεία

Τα σημάδια
Ποιος θα τολμήσει να κρίνει τα πουλιά;
Ανέμελα πετούνε
και στο τραγούδι τους βουλιάζουν.
Επιστρέφουν για λίγο πάνω μας
κι αφήνουν τα περιττώματα τους
σημαδεύοντας μ’ εγκατάλειψη το χρόνο

Όμως,
μια λέξη αν άφηνα να φτερουγίσει
σε ποια μελωδία θα ταξίδευες
καταδυόμενος σε ψευδαισθήσεις
ως ότου έρθει του φευγιού η στιγμή
να στιγματίσει το όμορφο μπλε σου;

Μη με κρίνεις, μάτια μου,
δεν αφήνουν οι λέξεις σημάδια πουλιών.
Μόνο χρωματίζουν μ’ ανεξίτηλους ήχους
απόγνωσης, οδύνης
στεναγμών και φόβων,
κλωθογυρίζουν στα κεφάλια μας
τσιμπολογώντας τη σκέψη μας
αναπαράγονται για να πεθάνουν

Και μετουσιωμένες ανακυκλώνονται
γδέρνουν τις σάρκες
τρυπούν τα μαλακά μας μόρια
κατασκευάζοντας υποδοχές,
δημόσια αποχωρητήρια
παραδόξως λεηλατημένα

Καμπάνες, σιγήστε
Ω! εσείς καμπάνες σιγήστε
εδώ κατοικεί μονάχα η μνήμη
εδώ τα πουλιά πετούνε τρομαγμένα
αφήνοντας νεκρό το πούπουλο
δίπλα στο σκαλισμένο μου ρόδο

Φεύγουν… φεύγουν τα πουλιά
με ασπρόμαυρα σταλάγματα φτερών.
Υπογράφουν με τίτλο επιστροφής
της αντιστροφής το ολάνοιχτο μάτι
που λήγει σ’ όλες τις γλώσσες ίδια

Τόσες γλώσσες που δεν τις πρόφερα
ούτε καν τις πρόσφερα θυσία
στης ομορφιάς το σκάλισμα, άναμμα
εγώ, η ντυμένη των περιστάσεων
η γυμνή των λέξεων, εγώ

Ω! καμπάνες τη θλίψη σας σιγήστε.
Γι’ αυτό του ρόδου μου το ράγισμα
κρυμμένη έχω πικρή μια μελωδία
αφρό γδαρμένων ξοδεμάτων, εδώ
στου στήθους μου την ξενιτιά

Κάρμα
Θα ποζάραμε με χέρια αγκαλιά
για αναρτημένη φωτογραφία τοίχου
– ποια ομίχλη ξεθάρρεψε απόσταση,
Αγαπημένε

Κατακαλόκαιρο και βρέχει
σ’ εγκαύματα εφήμερων δωματίων
υποσχέσεις στιγμές και δακτυλίδια,
μονογράμματα σπασμένων ονείρων

Γιατί ακόμη δε βυζάξαμε τα γιασεμιά.
Στράγγιξε η σάρκα σύννεφα ντροπή
κι ένας Θεός ακροβατεί επάνω τους,
τινάζοντας μας απ’ τα μανίκια

Με χέρια ποια να στύψουμε λάθη;
Τούτος ο μανδύας κρεμά τη γύμνια μας
όλο στενεύοντας λαιμό – τοίχος γεμάτος
και κάρμα αδημοσίευτο στο στήθος

Απολογισμός
Αφού την Άνοιξη άντεξες να πιεις,
από φωνές των αηδονιών να ξεδιψάσεις
με τη θηλιά στα χέρια σου πλεγμένη
σ’ αλλοτινού καλοκαιριού άσπρο λαιμό

κι αφού τόσο αρκετό φαινότανε το λίγο,
το προεόρτιο ενός μέλλοντος διδύμου
μες του Ναρκίσσου κρυστάλλινη πηγή

για πες μου, τώρα
εσύ, που γιασεμιών αρώματα
συμπύκνωνες σ’ ανάσα πέτρα

ποιος απ’ τους παιδεμούς απέμεινε
μες το κορμί σου φλέβα να κυλά,
ούτε ένας στίχος, μια μουσική

– βρε, αδερφέ! μια, έστω, φωνή –

μήτε ένα χέρι τη θηλιά να σφίξει
το καλοκαίρι που μαράθηκε
ένα πρωί του Μάη να σβήσει