Γνωριμία με τη Ματίνα Μόσχοβη

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η Ματίνα Μόσχοβη είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης. Έχει σπουδάσει Φωνητική, Τραγούδι και Υποκριτική. Τελείωσε τη Δραματική Σχολή του Πέλου Κατσέλη με άριστα και παρακολούθησε μαθήματα, την ευθύνη των οποίων είχε η Νέλλη Καρρά, σχετικών με την οργάνωση θεατρικών εργαστηρίων σε σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης. Για το έργο της περισσότερα στην ιστοσελίδα : http://www.facebook.com/topic.php?uid=66186325867&topic=7601

_______________________________

Τα ποιήματα που παρατίθενται (εδώ σε μονοτονικό) προέρχονται από τη συλλογή ποιημάτων της «Εικόνες καταστάσεως θαλάσσης». Γιώργος Πρίμπας

(από την πρώτη εικόνα)

Μονάχα πού εδάμαζα εσπερινά
πουλιά και δεν είχα παρά έναν
μονάχα χείμαρρο για να ποτίσω
την κίχλη στο στέρνο του έρωτα σου
και δεν είχα παρά μία μονάχα
ανταύγεια ευφρόσυνη για να
καθησυχάσω τον λέοντα που
κατοικεί μες στα μαλλιά σου
και δεν είχα παρά έναν μονάχα
αλάλητο αλέκτορα για να κερδίσω
την αυγή πού έπεφτε απ’ τους
πλανήτες της ομορφιάς σου

… … … … … … …

και θα λάβω πάλι
το έμψυχο αίνιγμα
να το φέρω στα όρη
όταν ή μαύρη ακρίδα
του σώματος αργά
θ’ αποσύρεται στο χιόνι
όταν εσύ θ’ ανθοφορεί

Θραύσματα
κέλτικα μες στο
βασίλειό σου

Δωρικές
νύχτες
καταπάνω μας

Το στόμα
του Αδύνατου
τραυλίζει: «Δυνατό»

(από τη δεύτερη εικόνα)

Ό,τι αγαπήσαμε θα αρθεί από ερείπια
ναών κι επάνω σε πυρόλιθο για πάντα
θα χαράξει την παραμονή μας
Νύχτα θα παγιδεύει τη μορφή μας
με πειθαρχία θα κλαδεύει τα ανήλικα
χέρια μας και τους στενούς ορίζοντες
της όρασής μας…
Σε χερσονήσους ψευδαισθήσεων φατνώματα
με απανθρακωμένα κήτη, δεν είναι τίποτα
ανεπαίσθητες του φωτός παρεκκλίσεις
δεν είναι τίποτα, χάσματα μικρά, αθώες
ρωγμές κυκλώπεια τείχη…
Ό,τι αγαπήσαμε θα αρθεί από υψίπεδ
σιωπής και το πλήκτρο της πλάνης
θα αφοπλίσει

Έρωτα
ρωγμή και
προαιώνιε μώλωπα

Με δωρίζει ο
ίμερος με θηρεύει
ο θάνατος

Μεσάνυχτα στα
ξυλοπόδαρα του νου
και ξεπαγιάζεις

(από την τρίτη εικόνα)

δεν είμ’ εγώ φίδι της αγιοσύνης σου
δεν είμαι μαύρη γύρη στο δέντρο του
χιονιού κι ό,τι ήρθε με σπασμό πάνω
στη γη εξαντλήθηκε κι ό,τι απέκτησε
σώμα επί της γης παραποιήθηκε και
ο προορισμός μας αστείο αλήθεια
μία παγίδα πού ό θεός αποποιήθηκε

για ζωή μόνον ήμουν παράφορη κι αν
δεν ήμουν θνητή θα γινόμουν θαλάσσιος
άνεμος, θα έσκυβα τότε πάνω απ’ το κύμα
του άπειρου για ν’ ανταμείψω τον θάνατο
με μιαν άνοιξη, άλλα εσύ τι περιμένεις
αλάλητε κάνθαρε, να εξουθενώσεις μήπως
τη θάλασσα;

(από την τέταρτη εικόνα)

πλύνε τη μοναξιά σου με θολό νερό
με δύο κόκκους χώμα με δυο λυγμούς
απ’ το παρόν και δύο από το μέλλον
κι αν μένει πάλι μοναξιά τότε μισή
θα ‘ναι της θάλασσας κι ή άλλη μισή
για μένα

Σείω το δέντρο και
εισακούομαι
ίσως
από τον
ουρανό

επειδή πάντα οι λέξεις κρύβουν μέσα τους
λίγη έρημο άδικου το μικρό θηρίο του άδειου
και μισή εξορία παράδεισου γι’ αυτό θα παρα-
μείνω ακόμη ανάμεσα σας γιατί εκεί οπού άδει
το χάος περνά ό δικός μου ό άνεμος θωπεύει
τα χρώματα κι αργά ανασηκώνονται από την
άβυσσο