Γνωριμία με τον ποιητή Ανδρέα Τσιάκο

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο Γιώργος Πρίμπας

Ο Ανδρέας Τσιάκος γεννήθηκε το 1979 στο Άργος. Έχει κυκλοφορήσει τις ποιητικές συλλογές: «Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;» (2007) και «Ασκήσεις Αναπνοής» (2011) στην οποία περιλαμβάνονται και σκίτσα του Κυριάκου Μακρή, από τις εκδόσεις Χαραμάδα. Επίσης διατηρεί το ιστολόγιο http://tsiakos.blogspot.com/.
Κατωτέρω παρουσιάζονται τρία πεζά του ποιήματα από τη συλλογή «Ασκήσεις Αναπνοής» στην οποία ο ποιητής εκφράζεται μέσω μίας τελείως διαφορετικής γραφής σε σχέση με την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Πόσα ποιήματα χωράει ο σάκος;», από την οποία παρατίθεται ενδεικτικά το ποίημα με τίτλο: «Κρίση».

Στη θέση διαδοχικών εικόνων ή έστω προτάσεων που τότε δίνονταν λακωνικά φιλοδοξώντας να στηρίξουν την κατακλείδα των ποιημάτων έχουμε πλέον ένα ποίημα να αναπτύσσεται χωρίς περιττές επιτηδεύσεις μέσα σε μία μόνον πρόταση, αποδίδοντας εν τέλει μία συνεκτική ιστορία στην ο αναγνώστης καλείται να δώσει την προσωπική του ερμηνεία.

Η Ελπίδα
Δεν απόρησα όταν, χρόνια μετά, εκείνη η βιτρίνα θα ήταν γι’ αυτόν η αρχή μιας μελωδίας, που σαν νέος πρώτες βροχές, πονάνε τα κόκαλα, αλλάζει χρώμα η μοναξιά και από μωβ έρχεται ορμητικά σαν ποτάμι να σε πλημμυρίσει το μαύρο και τίποτα πια δεν σε γεμίζει, παρά μονάχα ο ήχος από τα λάστιχα που γλιστρούν στην βρεγμένη σου καρδιά και σε κάνει να πιστεύεις πως το θέατρο νέος ζωής μπορεί κάλλιστα να αυτοσχεδιάσει χωρίς να ρωτήσει τι ώρα είναι, τι ημέρα είναι και βεβαίως σε τι κατάσταση θα είσαι όταν εμφανιστεί, πλαγιάζοντας σαν γυμνό καλώδιο σ’ ένα λεωφορείο σύννεφα έτοιμα με την πρώτη ευκαιρία να αφήσουν στην πόρτα σου μπροστά τόνους βροχή και εσύ με καλοκαιρινά παπούτσια να προσπαθείς να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται, πως μάλλον βούλωσαν πάλι οι αποχετεύσεις ή πως κοιμήθηκες λίγο παραπάνω ένα βράδυ και τώρα που ξύπνησες έχουμε περάσει στον χειμώνα και εκεί που νέος διώξει όλα τα νερά, ακουμπάς κουρασμένος το γυμνό καλώδιο που περίμενε χρόνια τώρα να το χαϊδέψεις και ένα ανεξίτηλο σημάδι ζωγραφίζεται στην κενή από εικόνες σκέψη σου και με μια δοξαριά γκρεμίζει τον λαθραίο μετανάστη που είχε, χρόνια, εγκατασταθεί στο μυαλό σου.

Νέος Οδηγός
Σπρώχνω το φορτηγό των ονείρων μου, στην μεγάλη ανηφόρα να το ανεβάσω θέλω, εκεί που γέρνει η πινακίδα προς τα κάτω, μηδέν χλμ, η μηχανή σβηστή, όχι, τα φρένα λειτουργούν κανονικά, άψογα μπορώ να πω, έτοιμα να γδάρουν τα λάστιχα είναι, οι καθρέφτες είναι λίγο σπασμένοι αλλά εντάξει έχω συνηθίσει χωρίς να τους κοιτάζω, μια αντανάκλαση είναι όπως τα περισσότερα πράγματα στην ζωή, έλα μην στα λέω εγώ τώρα τα ξέρεις, κρεμάω πάνω τους τουλάχιστον ένα χαϊμαλί, μια φωτογραφία, όλα χρησιμεύουν και για άλλους σκοπούς και ομορφαίνω την καμπίνα μου, τα καθίσματα σχεδόν καινούρια, δεν έχω καθίσει πότε στην θέση του οδηγού, ακυβέρνητο ήταν το φορτηγό μου και τα όνειρά μου στοιβαγμένα πίσω στην καρότσα, σαν ποιήματα στο συρτάρι ή σαν έπιπλα που τα μετακομίζεις από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι με το νάιλον τυλιγμένα, άθικτα, νέος οδηγός είμαι αν κατάλαβες, για χρόνια κοβόμουν στα σήματα, μπέρδευα τις πινακίδες, έλεγα προτεραιότητα αριστερά εκεί που έπρεπε να στρίψω δεξιά, γι’ αυτό με βλέπεις τώρα να σπρώχνω από μπροστά, να το ανεβάσω θέλω με την όπισθεν και να το αφήσω να τρέξει στην κατηφόρα με ταχύτητα εθνικής οδού.

Η Μοναξιά
Την νιώθεις όταν γεννιέσαι να σου σκουπίζει το πρώτο σου κλάμα, στα πρώτα σου γενέθλια σβήνει το κεράκι της τούρτας -τα χνώτα της μυρίζουν πιοτό και πείνα– στον πρώτο σου εφιάλτη κάνει άλματα στο κρεβάτι ανάμεσα στα σεντόνια σου, επιμένει να κράτα την πρώτη θέση ακόμα και στον πρώτο σου έρωτα αλλά και μετά, πολύ μετά από αυτόν, σε περιμένει στη γωνία όταν μεθάς και σου κρατά το ποτήρι, στα τραγούδια εμφανίζεται στις πρώτες μελωδίες και χορεύει μαζί σου ιδρωμένη και τυφλή η χαζή, πολιορκεί τα φεγγάρια, ταξιδεύει στον καπνό του τσιγάρου σου και ζωγραφίζει νότες στο σκοτάδι, μακιγιάρεται στα μάτια σου, ξαπλώνει στον καναπέ πριν έρθουν οι φίλοι σου να σε δουν, -τολμώ να πω ότι σε προσέχει σαν μάνα- είναι το κατοικίδιο που χαϊδεύεις στο μπαλκόνι τα ζεστά απογεύματα του Ιουλίου ενώ στο δρόμο δραματοποιείται το παιχνίδι του χειμώνα, τα βράδια συζητά με τον χρόνο κι αυτός από γεννησιμιού πολυλογάς και ξεχασιάρης, παραμελεί την ώρα (που ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν κάνει χωρίς αυτόν) και κοντοστέκεται η πεισματάρα στην ίδια θέση, όσες βόλτες κι αν κάνεις στο σαλόνι, όσους αναστεναγμούς κι αν αθροίζεις μέχρι να έρθει πάλι και να σε κοιμίσει στην φριχτή αγκαλιά της, ώσπου να γεράσεις και να κλείσεις τα μάτια, θα κρατά τα κλειδιά της ζωής σου στον ανεμοδείκτη της καθημερινότητας.

Κρίση.
Καμπυλωμένα φρύδια σκεπάζουν
υποτονικούς οφθαλμούς

Ο χορός έλαβε τέλος, εδώ
στη χώρα
του επιτραπέζιου καρναβαλιού.
Οι κριτές
–δείκτες που τρέμουν την ανυπαρξία-
παίζοντας ζάρια και καπνίζοντας
σαρκάζουν την πολυτέλεια της επιλογής.
Ιστορίες και μύθοι που μεταφέρονται
από στόμα σε στόμα η καθημερινή αλήθεια.
Καλοστημένες φωτογραφίες αρχείου
διαδέχονται η μία την άλλη
στο κολάζ της ουτοπικής μαλθακότητας.
Είναι η ψευδαίσθηση που μας
κάνει παρήγορους
ή
η τραμπάλα των άστρων
στα γιοφύρια της πλάνης;