Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Νυχτοπερπατήματα, νουβέλα

%cf%87%cf%89%cf%81%ce%af%cf%82-%cf%84%ce%af%cf%84%ce%bb%ce%bfΔημήτρης Παπακωνσταντίνου

 

Νυχτοπερπατήματα

νουβέλα

24grammata.com- free ebook

[κατέβασέτο / download]

Τίτλος: “Νυχτοπερπατήματα”

Συγγραφέας: Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

H φωτογραφία του εξώφυλλου είναι του συγγραφέα

ISBN: 978-960-93-8429-2

Επίλεκτες Ψηφιακές Εκδόσεις: 24grammata.com

Σειρά: εν καινώ, Αριθμός σειράς: 163

Τόπος και Χρονολογία πρώτης έκδοσης: Κοζάνη, 2016

Μέγεθος Αρχείου: 1,2 Mb

Σελίδες: 60

Μορφή αρχείου: pdf

Γραμματοσειρά: calibri

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση δίχως την έγγραφη άδεια
του δημιουργού ή του εκδότη

Στη Μαρία, την Ελένη και την Κατερίνα-Νεφέλη

 

Στον ποιητή Γιώργο Δελιόπουλο, τον αδελφικό φίλο και συνοδοιπόρο

 

Στους αγαπητούς συναδέλφους μου του 2ου ΕΠΑΛ Κοζάνης , για τη στήριξη και την αγάπη τους.

 

Σημείωση για τον αναγνώστη.

 

Ποιος είναι τελικά ο μυστηριώδης Φάνης Παπασταύρος;

 

Είναι ο χαρισματικός παραμυθάς, ο ευφυής κι επινοητικός βολεψάκιας, ο πολυμήχανος καιροσκόπος, ο αμφισβητίας αναρχικός, ο φαντασιόπληκτος επιδει-ξιομανής ή ένας κοινός ψεύτης κι απατεώνας; Και πώς τα καταφέρνει να ξεγελά, να ξεγλιστρά, να ειρωνεύεται και να σαρκάζει τους πάντες και τα πάντα;

Είναι ο ασυνείδητος κι ανώριμος άνθρωπος που όποτε θέλει καταργεί κάθε έννοια νομιμότητας και κάθε έννοια ηθικής; Είναι ένας θρασύδειλος που ζει με τα χρήματα των άλλων, ένας μυθομανής που περιφρονεί ακόμα και τους φίλους, ένας ελεεινός φαλλοκράτης που προσεγ-γίζει πάντα τις γυναίκες με την ίδια ζωώδη διάθεση;

Μήπως είναι μόνο ένας κακομαθημένος νεαρός που θα βρει κάποτε το δρόμο του;

 

Μα ποιος είναι τελικά ο μυστηριώδης Φάνης Παπασταύρος;

 

Αν επικροτώ τις σκέψεις και τη δράση του ή του επιστρέφω τον κυνικό σαρκασμό του, θα το αποφασίσεις εσύ, ο αναγνώστης…Πάντως, σε καλώ να μη σταθείς μόνο στα ευτράπελα που διαδραματίζονται, γιατί ο αστεϊσμός ήταν για μένα το μέσο κι όχι ο σκοπός.

 

Καλή ανάγνωση!

 

Δ.Π

 

Κεφάλαιο I

 

 

Είμαι ο Θεοφάνης Παπασταύρος, ή σκέτο “ Φάνης” και πριν από οτιδήποτε άλλο, θεωρώ υποχρέωσή μου να σου εξηγήσω πως είμαι παιδί διαμάντι! Θα σου έλεγα “το καλύτερο του χωριού”, αλλά δεν ξέρω πόσο ακριβώς πληθυσμό έχει το χωριό σου και δεν θα ‘θελα να φανώ υπερβολικός, αφού -ως γνωστόν- η σεμνότητα είναι ένα από τα εκατοντάδες χαρίσματά μου!

Τώρα, πώς την πάτησα, πώς έμπλεξα, πώς έπεσα στη λούμπα, είναι ένα ζήτημα που ελπίζω να το αποκαλύψει κάποτε η επιστημονική έρευνα. Αν ήμουν μικρόψυχος και συνηθισμένος ανθρωπάκος, θα έλεγα πως μου την είχε στημένη ο ανάδρομος Ερμής, έτσι για να μου τη σπάσει και να με εκθέσει ή θα το έριχνα στην ατυχία, κοινώς στη γκαντεμιά. Αυτή η τελευταία λέξη πάντως, ποτέ δεν μου άρεσε! Με τη χρήση τόσων συμφώνων, απλώς δε …συμφωνώ! Είναι μια λεκτική υπερβολή, για να καλύψει κανείς το γεγονός ότι το κεφάλι του είναι κούφιο κι ακούγεται αντίλαλος!

Δε συμφωνώ επίσης με τον όρο “αστάθμητοι παράγοντες”, λες και υπάρχουν και άλλοι “σταθμισμένοι” και σίγουροι! Γι’ αυτό ακριβώς στεναχωριέμαι και δυσκολεύομαι: Αν ένας άνθρωπος έξυπνος και ευέλικτος σαν γάτος στα κεραμίδια μπορεί να πάθει ζημιά στα καλά καθούμενα, φαντάσου -λέει- τι θα μπορούσε να συμβεί σε κάποιον που είναι κολοκύθας! Είπαμε όμως…Η επιστήμη κάποτε, θα λύσει το μυστήριο!

Σημασία έχει πάντως πως κάπως τα βόλεψα πάλι! Πάντα κάπως τα βολεύω, μα δεν θέλω να σου φανεί αυτό εγωιστικό και κενόδοξο. Η κενοδοξία είναι για τους άλλους! Όταν μιλάμε για τον Φάνη, απαιτούνται πιο μεγαλοπρεπείς και πιο εύηχες λέξεις…

Για να μη μακρυλογούμε όμως, και καθώς μισώ πραγματικά τη φλυαρία, πάμε κατευθείαν στα γεγονότα εκείνης της παράξενης νύχτας. Κατέβαινα την οδό Σίνα και στη γωνία με τη Σόλωνος έξω από τη Νομική Σχολή, νιώθω ξαφνικά κάτι μαύρο να κινείται πίσω από τον κάδο και το σωρό των σκουπιδιών. Μέχρι να πω “δικέ μου, μας την πέσανε” και να κάνω ένα μικρό αλλά εξαιρετικά χαριτωμένο σάλτο, ο τύπος με πλησίασε σβέλτα, άφησε στα χέρια μου ένα μικρό στραπατσαρισμένο πακέτο κι έστρεψε το σώμα του προς την άλλη μεριά να φύγει.

“Δεν έχει άλλα, πες τους! Τα τελευταία! Άκουσες;” είπε καθώς χανόταν στο σκοτάδι.

“Τι λες, ρε” πήγα να πω, αλλά και να το έλεγα, θα το άκουγα μόνος μου, γιατί ο τυπάκος είχε γίνει άφαντος. Δεν ξέρω αν σου έχει μπει ποτέ στο δικό σου μυαλό, αλλά εγώ είμαι πια σίγουρος πως διαθέτω κάποιον αόρατο μαγνήτη και τραβάω από μακριά όλους τους “κατεστραμμένους”, τους “καμένους”, τους “βλαμ-μένους” και τους “χαμένους”…

Σκέφτηκα πως κάποιο διαφημιστικό υλικό μου έδωσε, αλλά και πάλι, το σχήμα του πακέτου με παραξένεψε. Απ` έξω, αντί για άλλο περιτύλιγμα, υπήρχε αυτό το κιτρινοπορτοκαλί χαρτί που έχουν μερικοί φάκελοι μεγέθους Α4, μόνο που αυτός εδώ ήταν διπλωμένος κι είχε πάρει το σχήμα μικρού τούβλου, μάλλον λόγω του περιεχομένου.

Βαδίζοντας έφτυσα πρώτα την τσίχλα μου κι έπειτα με τα δόντια έκοψα τη γωνία, για να δω τι στην ευχή είχε μέσα. Αν κι ήταν μισοσκόταδο, το περιεχόμενο μ` έκανε να γουρλώσω τα μάτια και αυτομάτως, χωρίς δεύτερη σκέψη, αφού κοίταξα εξεταστικά γύρω μου να βεβαιωθώ πως ήμουν μόνος, την έκανα προς την Ακαδημίας και χώθηκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά. Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και μ` είχε λούσει κρύος ιδρώτας, παρόλο που αλάνια σαν κι εμένα δεν ξέρουν τι πάει να πει φόβος. Αυτά είναι για τους άλλους! Εγώ γεννήθηκα για όλα έτοιμος! Ας πούμε όμως πως συνέβαινε για πρώτη φορά, μια που οι εξαιρέσεις χρειάζονται πάντα για να επιβεβαιώνουν τους κανόνες.

“Πού πάμε;” ρώτησε ο ταξιτζής κοιτάζοντας λοξά στον κεντρικό καθρέπτη.

Ξέχασα να σου πω ότι είχα στο μεταξύ χώσει το πακέτο μέσα από το μισοκουμπωμένο μου μπουφάν κι είχε από μέσα τουρλώσει κι έδειχνε την κοιλιά μου σαν γυναίκας γκαστρωμένης στον πέμπτο μήνα. Ιδρώτας έτρεχε από τα μάγουλά μου ασταμάτητα…

“Στον Πειραιά”, είπα χωρίς να το σκεφτώ.

“Πού στον Πειραιά, ρε δικέ μου; ξαναρώτησε ο ταξιτζής κοιτώντας ξανά πιο εξεταστικά την ιδρωμένη μούρη μου στον καθρέφτη.

“Φιλαράκι, οπουδήποτε κοντά στις στάσεις του μετρό”, είπα και ένιωσα πως γλίτωσα από λόγου του για την ώρα.

Μετά, άρχισε το ρίγος στην πλάτη μου…”Έτσι και με πιάσουν, δεν τη γλιτώνω με τίποτα!” Από την άλλη όμως, τι μπορούσα να κάνω και δεν το έκανα; Καλά, μπορούσα να πετάξω το πακέτο στον πρώτο κάδο, αλλά μετά, την άλλη μέρα τι θα έλεγα στον εαυτό μου; Πάμε καλά; Στα χέρια μου το έδωσε ο τυπάκος! Δεν το έκλεψα κιόλας! Ας πούμε πως ήταν ένας σνόμπ δισεκατομμυριούχος που είχε χόμπι να μοιράζει λεφτά στα φτωχαδάκια. Δεν θα ήταν αχαριστία να τα πετάξω; Πλάκα κάνεις;