Εις μνήμην Μανώλη Αναγνωστάκη, ελεύθερου ποιητή.

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνιας

«Ο ΣΗΜΑΤΩΡΟΣ»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ο αγαπητός φίλος μάθαμε πως σκοτώθηκε νωρίς. Εκτελέστηκε, είπαν το απόγευμα, κάτω από τα μεγάλα δέντρα του σιδηροδρομικού σταθμού. Έπειτα φάνηκαν εκείνοι που μεριμνούν για τους νεκρούς. Έκλεψαν τα ρούχα του, τα τιμαλφή τα έπαιξαν στα ζάρια, εκεί πάνω στο αίμα του. Έπειτα φύσηξαν άγρια χρόνια και έφτασαν ασθενείς ακόμη οι αντικατοπτρισμοί των σημάτων από τους ακραίους σταθμούς. Οι εργάτες αποχώρησαν μεθυσμένοι προς τη θάλασσα. Μάλιστα τοποθέτησαν στο σημείο της ταφής έναν σταυρό από ξεχασμένα σίδερα και γύρισαν την πλάτη τραβώντας ίσια προς ότι έχει απομείνει από τη ζωή μας. Σημείωσαν ένα όνομα, το χάραξαν με τις πέτρες, τρυφερά, άλλοτε πάλι βάλθηκαν να στιγματίσουν τη χριστιανική, εκείνη κατασκευή. Και ύστερα έπεσε το βράδυ άγριο, έσταζε από τα ψηλά κυπαρίσσια το βράδυ, χίλιες γυναίκες σκορπισμένες στα χωράφια είναι οι νύχτες μας. Κατεβήκαν και τα λυσσασμένα ζώα, μύρισαν το αίμα και τώρα σκάβουν το χώμα, βάζουν τα δυο, αδύναμα πόδια τους και σκάβουν λάκους, όλο αφοσίωση στους ανθρώπους και τις εποχές εκείνα τα αδέσποτα κτήνη.

Αργά τη νύχτα, κι ήθελε ακόμη πολύ να ξημερώσει,ακούστηκε η βαριά μηχανή του σιδηροδρόμου. Τα κλειστά εμπορικά βαγόνια περνούν από εκείνο το σημείο με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μεταφέρουν μοτοσικλέτες, μηχανές εσωτερικής καύσεως, όπλα, κιβώτια με αδιανόητο υλικό, μετανάστες που επαναλαμβάνουν το ίδιο, δηλητηριώδες ταξίδι, μάρμαρα για τα καινούρια κοιμητήρια των επαρχιών, σιδηροτεχνίες και άλλα πράγματα που αντέχουν βεβαίως στο χρόνο και τις υψηλές ταχύτητες. Τότε ήταν που ξύπνησε ο νεκρός. Είχε χώματα μες στο στόμα, παρόλα αυτά όμως μπορούσε να ανασάνει, μπορούσε να συλλογιστεί ό,τι εχάθη για πάντα. Βάδισε μέσα από τα ανθισμένα χώματα, οργώνοντας με τον καημό του τη γη. Οι φωλιές του νερού στερεμένες, δεν έχει τόπο για το διψασμένο, συλλογίστηκε και δάκρυσε μέσα από τα άδεια του μάτια. Πέρα έκαιγαν φωτιές, το ανθρώπινο κοπάδι που σπάραζε τον συντάρραξε και τότε ο νεκρός έστρεψε το βήμα του προς εκείνους τους, άλλοτε ήμερους τόπους. Κράτησε τη σημαία του καθώς άλλοτε, σφιχτά από τα χωμάτινα χέρια και λυπήθηκε πως οι πληγές μας είναι πάντοτε αλλόφρονες. Στο μέσον της φωτιάς, καθώς φόρτωναν οι άνθρωποι στάχτες στις αρχαίες βάρκες τους, έστησε τη σημαία και ορκίστηκε πως θα παραμείνει θαρραλέος και πως δεν θα υποχωρήσει ακόμα και όταν θα φανούν όσοι στραγγαλίζουν τα οράματά μας, όσοι πνίγουν τα σπαραχτικά πρωινά τα αγέννητα παιδιά τους. Πλάι του, πίσω, εμπρός του τα χρόνια και οι σκοτωμένοι με τα κομμένα τους χέρια, τα σπασμένα κρανία, τα παιδιά που ρίχτηκαν ζωντανά μες στις γεμάτες στέρνες, ακέφαλοι κούροι και ιδρωμένες κόρες, άνθρωποι όλοι τους που την πιο κρίσιμη στιγμή γίνηκαν αγάλματα και διέσωσαν έτσι για πάντα τη λυπημένη τους όψη. Ο νεκρός είχε για μάτια δυο απορίες, είχε δόντια παντού σε όλο το πρόσωπο, είχε αρπαχτικά χέρια και ήταν ολόκληρος μια ελεύθερη ήπειρος. Τότε φάνηκαν ξανά στο βάθος οι λυκοθηράρχες, κράδαιναν τα όπλα τους, τίναζαν το χώμα και έστηναν αυτοσχέδιες παγίδες σε ανύποπτα μέρη. Ο νεκρός ήταν όμως πια γέρος και σοφός αρκετά για να γνωρίζει τι σήμαιναν όλοι εκείνοι οι πεθαμένοι που έστεκαν σαν τοίχοι, ήμερα ζώα που ζητούν το χάδι σου οι νεκροί Μανώλη. Και έτσι περήφανος, κοιτώντας από βρώμικους φεγγίτες, με το φως όλο δηλητήριο και σκουριά δεσμεύτηκε για την επανάληψη του φόνου, ορκίστηκε πως γνωρίζει ορισμένα, ασυγχώρητα αμαρτήματα και πως θα συνιστά για πάντα μια αιχμή μες στα ανυπόφορα μεσημέρια, μες στα πεδία με τις ραγισμένες πέτρες και τους σκληρούς χειμώνες. Ο Μανώλης τήρησε στο ακέραιο την υπόσχεσή του. Ακόμη θέλει πολύ να ξημερώσει και είναι εύκολο πολύ να νικηθείς και είναι εύκολο να τρομάξεις εμπρός στη φωνή σου που καίει σαν τριζόνι και σπαράζει.

Η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη συνιστά ένα καταφύγιο πλήρους διανόησης. Και τούτο διότι συνεπάγεται την τυποποιημένη σκέψη, την άτυπη, τη διαίσθηση και όλες τις πνευματικές λειτουργίες, τις οποίες απαιτεί η ποίηση για να αποκαλυφθεί ακέραια εμπρός μας, καθώς οι ήπειροι στα βλέμματα αρχαίων σηματωρών. Η οσμή της αγωνίας στην ποίηση του Αναγνωστάκη συνιστά ένδειξη αλήθειας, διότι από τέτοιο υλικό φτιάχνεται πάντοτε η ελευθερίας μας.