Ελαιοκομικά Μνημεία και Μνημειακά Ελαιόδεντρα στην Κύπρο

24grammata.com/ φύση

γράφει ο Σοφοκλής Χατζησάββας, Αρχαιολόγος

Η ελιά συνυπάρχει με τον άνθρωπο σ’ όλους σχεδόν τους νεολιθικούς οικισμούς της ανατολικής Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Έτσι η ύπαρξη μνημειακών ελαιόδεντρων, λόγω ηλικίας ή φυσικών χαρακτηριστικών, είναι αναμενόμενη. Όσα δέντρα βρίσκονται εντός των ορίων των κρατικών δασών προστατεύονται από τον Περί Δασών Νόμο, ενώ μεμονωμένα δέντρα και συστάδες ελαιοδέντρων κηρύσσονται ως διατηρητέα με βάση τη νομοθεσία της Πολεοδομίας, μετά από εισήγηση της Δασικής Υπηρεσίας. Παρά το γεγονός πως αιωνόβια δέντρα βρίσκονται στα όρια χώρων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπως στην Καλαβασό, εντούτοις το αρχαιότερο δέντρο βρίσκεται στην Αγία Μαρίνα Ξυλιάτου με περίμετρο ύψους 13μ στο στηθαίο.

Τριφασική διαδικασία παραγωγής. Από την προϊστορική εποχή μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, το λάδι εξάγεται από την ελιά σε μια διαδικασία τριών φάσεων: τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου, τη συμπίεση του πολτού και το διαχωρισμό του λαδιού από τα άλλα συστατικά του καρπού.

Σε οικισμούς παλαιότερους της Ύστερης Εποχής του Χαλκού δεν έχουν εντοπιστεί ή αναγνωριστεί χαρακτηριστικές εγκαταστάσεις για την παραγωγή λαδιού όπως τις γνωρίζουμε σε μεταγενέστερες περιόδους. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητο, αφού το λάδι μπορεί να παραχθεί σχετικά εύκολα και με τη χρήση μιας πέτρινης λεκάνης μέσα στην οποία έσπαζαν τις ελιές. Με βράσιμο του σπασμένου καρπού ή την απλή προσθήκη καυτού νερού μπορούσε να παραχθεί το λάδι, που περιμάζευαν μέσα από την ίδια λεκάνη. Η απλή αυτή μέθοδος ικανοποιούσε τις ξεχωριστές ανάγκες κάθε νοικοκυριού.

Σύνθλιψη. Στο πρώτο στάδιο της παραγωγής η πρώιμη τεχνολογική εφαρμογή εισήχθη με δραματική καθυστέρηση, αφού μόλις τον 7ο π.Χ. αιώνα τεκμηριώνεται η χρήση κυλινδρικού λίθου για την πολτοποίηση του καρπού. Ο τρόπος λειτουργίας είναι απλός. Ο καρπός απλώνεται πάνω σε σκληρή επιφάνεια, συνήθως στο φυσικό βράχο, και ο κύλινδρος, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας σπόνδυλος κολόνας, σε δεύτερη χρήση κυλιέται πάνω στον καρπό.

Καλά χρονολογημένα παραδείγματα αποτελούν το ελαιοπιεστήριο στο κέντρο της σημερινής Λευκωσίας, με την υπερυψωμένη βάση που τοποθετείται στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο και αυτό του δίδυμου πιεστηρίου στα Στυλλάρκα της Πάφου, του οποίου η λειτουργία άρχισε επίσης κατά την ελληνιστική περίοδο. Υπερυψωμένη βάση παρόμοια με αυτή της Λευκωσίας έχει ανασκαφεί και στην Πραισό της Κρήτης.

Οι σπαστήρες σε σχήμα κόλουρου κώνου, που υπάρχουν διάσπαρτοι στα νησιά του Αιγαίου και η χρήση τους φτάνει μέχρι τις μέρες μας, αποτελούν μια ξεχωριστή περίπτωση που χρειάζεται περαιτέρω έρευνα. Ο κόλουρος κώνος σε σύγκριση με τον απλό κύλινδρο αποτελεί μια τεχνολογική ανέλιξη, αφού έχει τη δυνατότητα περιστροφής σε περιορισμένο χώρο. Με την κατάλληλη υποδομή μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ζωική δύναμη για την περιστροφή του.

Μοναδικό εύρημα σ’ ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου αποτελεί η ανεύρεση μιας μικρογραφίας Trapetum από ασβεστόλιθο, που βρέθηκε σε δίδυμο πιεστήριο του 2ου π.Χ. αιώνα στο Μαρί της Κύπρου. Πιθανό ν’ αποτελεί το πρότυπο για την κατασκευή σε κλίμακα 1/3 του πραγματικού Trapetum που ήταν σε χρήση μαζί με το πιεστήριο.

Συμπίεση. Ο πολτοποιημένος καρπός αποτελεί το προϊόν της α’ φάσης στην τριφασική διαδικασία παραγωγής ελαιολάδου. Η εισαγωγή του μοχλού στο δεύτερο στάδιο της παραγωγής αποτελεί την πρώτη και σημαντικότερη εφαρμογή της τεχνολογίας, αφού χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες μορφές από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 20oύ αιώνα. Η μέθοδος του μοχλού είναι απλή: το ένα άκρο της ξύλινης δοκού τοποθετείται σε εσοχή τοίχου ή σε κοίλωμα λαξευμένο στο βράχο ή σε οπή διάτρητου μονόλιθου ή σε ξύλινη κατασκευή, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως άγκιστρο.

Το ελεύθερο άκρο της δοκού είναι το σημείο εφαρμογής κάποιας δύναμης. Το σημείο του φορτίου τοποθετείται όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς το σημείο αγκίστρωσης. Η χρήση της δοκού ως μοχλού πολλαπλασιάζει την ασκούμενη δύναμη πάνω στο φορτίο, ανάλογα με την απόσταση μεταξύ σημείου αγκίστρωσης, φορτίου και μήκους της δοκού. Ο τρόπος λειτουργίας του μοχλού σε συνδυασμό με βάρη εικονίζεται σε μελανόμορφο Αττικό σκύφο του 6ου π.Χ. αιώνα., που βρίσκεται στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης. Η χρήση του όμως είναι γνωστή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού.

Η παρουσία πιεστηρίου στα αρχαιολογικά στρώματα καταμαρτυρείται από την ανεύρεση βασικών του στοιχείων, όπως η βάση συμπίεσης και τα βάρη. Οι βάσεις αυτές ανήκουν σε υψηλής αποδοτικότητας εγκαταστάσεις, που επινοήθηκαν για την ικανοποίηση των αναγκών της ανακτορικής οικονομίας ή της θρησκευτικής ελίτ. Στην Κύπρο και στη Συρία βρέθηκαν μέσα σε κτίρια με πελεκημένους λίθους, γνωστά ως Ashlar Buildings, και πάντοτε μέσα στα όρια των αστικών κέντρων.

Τυπική διάταξη θεωρείται η τοποθέτηση της βάσης συμπίεσης σε υπερυψωμένο επίπεδο κοντά σε τοίχο, ενώ σε χαμηλότερο από το δάπεδο επίπεδο βρίσκεται το αγγείο υποδοχής (υπολήνιο). Οι πρώτες βάσεις συμπίεσης τόσο στην Κύπρο όσο και στη Συρία έχουν ορθογώνιο σχήμα, ενώ στην Κρήτη είναι ελλειψοειδείς ως κυκλικές. Χαρακτηριστικό γα την εποχή είναι το ελαιοπιεστήριο που βρέθηκε στο Δωμάτιο 4 του «Κτηρίου με τις Πελεκημένες Πέτρες» στο Μαρώνι. Το δωμάτιο του πιεστηρίου έχει διαστάσεις 4×4μ. περίπου. Μια μεγάλη ορθογώνια βάση συμπίεσης είναι τοποθετημένη σε εξέδρα κτισμένη με ωμοπλίνθους, με κλίση προς τη μία πλευρά. Η βάση είναι πέτρινη, επίπεδη, εφοδιασμένη με κανάλια στις τρεις πλευρές. Τα κανάλια συναντιούνται σε μια προεξοχή στο κέντρο της στενής πλευράς, που φέρει εκροή έτσι που να διευκολύνεται το χύσιμο του υγρού σε ένα αγγείο τοποθετημένο στο δάπεδο. Το πιεστήριο έχει αποκατασταθεί λειτουργικά στο Μουσείο της Ελιάς και του Ελληνικού Λαδιού (ΜΕΕΛ) στη Σπάρτη.

Σε ένα άλλο χώρο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στην Καλαβασό (Άγιος Δημήτριος) ως βάση συμπίεσης χρησιμοποιήθηκε δάπεδο από βότσαλα και ως αγγείο υποδοχής τεράστια λεκάνη χωρητικότητας 2.000 λίτρων λαξευμένη σε μονολιθικό ογκόλιθο. Η δεξαμενή αυτή φέρει στο κέντρο ένα κυκλικό κοίλωμα για περισυλλογή των κατακαθήσεων, μια πρακτική που θα συνεχιστεί μέχρι και την ύστερη αρχαιότητα.

Τόσο στο Μαρώνι, όσο και στην Καλαβασό βρέθηκαν απλά βάρη που επιβεβαιώνουν τη χρήση του μοχλού από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Παρόμοια απλά βάρη βρέθηκαν επίσης στην Ουγκαρίτ της Συρίας. Η περαιτέρω παρακολούθηση της ανέλιξης της τεχνολογίας στη δεύτερη φάση παραγωγής βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη διαφοροποίηση που παρατηρείται στα βάρη.

Τα βάρη στην ανατολική Μεσόγειο μέχρι και την κλασική εποχή εξακολουθούν να έχουν μία μόνο οριζόντια οπή. Σταδιακά όμως γίνονται βαρύτερα και αποκτούν μία ακόμα κάθετη οπή, για διευκόλυνση της εξάρτυσης του βάρους στη δοκό. Κατά την ελληνιστική περίοδο στην Κύπρο παράλληλα με την εμφάνιση αυτών των βαρών εμφανίζονται για πρώτη φορά και βάσεις συμπίεσης με κυκλικό αυλάκωμα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα πιεστήρια στο Ιδάλιον, στη Λευκωσία και στο Μαρί.

Ένα πλήρες ελαιουργείο που συνδυάζει πολλά στοιχεία του κλασικού ελληνικού κόσμου βρέθηκε στο χώρο του αρχαίου Ιδαλίου, στο κέντρο της Κύπρου. Το πιεστήριο του αρχαίου Ιδαλίου παρουσιάζει όμως και πολλά κοινά στοιχεία με τα πιεστήρια της Παλαιστίνης, όπως για παράδειγμα η διάταξη των λεκανών υποδοχής σε σχέση με τις τάφρους τοποθέτησης των βαρών. Το ίδιο ισχύει για τις φακοειδείς μυλόπετρες με το μεγάλο τους πάχος καθώς και τα βάρη.

Η ανεύρεση τραπητή στην κλασική του μορφή στο Ιδάλιον, εάν επιβεβαιωθεί πλήρως και η χρονολόγησή του στον 4ο π.Χ. αιώνα, δημιουργεί νέες προϋποθέσεις και ερωτηματικά σχετικά με την πρώτη εφεύρεση του μηχανισμού. Θα πρέπει οπωσδήποτε να διερευνηθούν σε βάθος οι σχέσεις της Κύπρου με το μακεδονικό χώρο, πριν από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου στην Ανατολή.

Στο Μαρί, χωρίς αμφιβολία τα δοκάρια που χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλοί στο δίδυμο πιεστήριο θα ήταν πολύ μεγάλης διατομής για να ανταποκριθούν στο μεγάλο αριθμό βαρών που βρέθηκαν στο πιεστήριο και ήταν απαραίτητα για τις αυξημένες ανάγκες συμπίεσης, αφού τα κυκλικά αυλακώματα είχαν διάμετρο 85εκ.

Τη συνέχεια της τεχνολογικής ανέλιξης του πιεστηρίου τη γνωρίζουμε τόσο από την πλούσια συγκομιδή αρχαιολογικών καταλοίπων, όσο και από περιγραφές που μας άφησαν κυρίως οι λατίνοι συγγραφείς. Συγκρίνοντας τις δύο πηγές πληροφόρησης βλέπουμε ότι όλοι οι τύποι πιεστηρίου που λειτουργούσαν στη ρωμαϊκή επικράτεια πριν και μετά την καταστροφή της Πομπηίας συναντώνται με τον ένα ή άλλο τρόπο στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, όπως ερμηνεύεται από τον Drachmann, η πρώτη εφαρμογή του κοχλία, της γνωστής βίδας, στα πιεστήρια αποσκοπούσε στην αντικατάσταση του βαρούλκου που λειτουργούσε σε συνδυασμό με το μοχλό. Η εισαγωγή του κοχλία στην παραγωγή λαδιού τοποθετείται έναν περίπου αιώνα πριν από τη συγγραφή της Φυσικής Ιστορίας από τον Πλίνιο, δηλαδή στο τελευταίο τέταρτο του 1ου αιώνα, και αποτελεί, πάντοτε σύμφωνα με τον Πλίνιο, μια ελληνική επινόηση. Η παρουσία πέτρινων στηριγμάτων βαρούλκου, γνωστών ως stipites στην κλασική βιβλιογραφία, συναντώνται, τουλάχιστον σε πέντε πιεστήρια στη νοτιοδυτική Κύπρο.

Σε τέσσερις περιπτώσεις τα πιεστήρια λειτουργούσαν σε συνδυασμό με διάτρητους μονόλιθους, που αποδεικνύουν την υπαίθρια λειτουργία τους. Σε μία περίπτωση το βαρούλκο ήταν τοποθετημένο σε ορθή γωνία ως προς το μοχλό, όπως η παραδοσιακή πρόταση αποκατάστασης την οποία απέρριπτε ο Drachmann. Στις υπόλοιπες τέσσερις το βαρούλκο ήταν τοποθετημένο στον άξονα του μοχλού, αποδεικνύοντας την ορθότητα της εισήγησης του Drachmann για την ύπαρξη κοντινού και μακρινού στηρίγματος. Το μοναδικό λάθος του Drachmann είναι η εισήγησή του για μικρή απόκλιση από τον άξονα, που στην πραγματικότητα δεν υπήρξε. Σε μία περίπτωση τα κάθετα στηρίγματα του βαρούλκου αντικαταστάθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο με παραλληλεπίπεδα βάρη με πλευρικές εγκοπές, που επιτρέπουν την υποδοχή ξύλινων στηριγμάτων για το βαρούλκο. Τα βάρη αυτά ανήκουν στον Τύπο 3 της κυπριακής τυπολογίας και συναντώνται μόνο στη νοτιοδυτική Κύπρο. Παρόμοια βάρη είναι γνωστά από τη Βόρεια Αφρική, την Προβηγκία, την Ισπανία, τη Ρόδο, την Αμοργό και τη Δήλο. Είναι δηλαδή χαρακτηριστικά για την κεντρική και δυτική λεκάνη της Μεσογείου, αφού στην ανατολική Κύπρο, τη Συρία και την Παλαιστίνη είναι ανύπαρκτα, όπως άγνωστη ήταν και η χρήση του βαρούλκου.

Η εισαγωγή του κοχλία στη διαδικασία συμπίεσης του πολτού αποτελεί τη σημαντικότερη ανέλιξη στην τεχνολογία παραγωγής ελαιολάδου. Η χρήση του κοχλία, σε συνδυασμό με το μοχλό, επέτρεψε την εφαρμογή πολύ μεγαλύτερης δύναμης και ήταν φυσικό να αντικαταστήσει όλους τους προηγούμενους τρόπους συμπίεσης. Ένα πιεστήριο με κοχλία μπορούσε να λειτουργήσει το ίδιο αποτελεσματικά τόσο σε εσωτερικό χώρο όσο και υπαίθρια, αφού δεν ήταν απαραίτητος οποιοσδήποτε μηχανισμός για την ανύψωση του μοχλού.

Χρονολογικά ο κοχλίας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ελαιοπαραγωγή κατά τον 1ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τον Πλίνιο, ενώ στο «πλαισιωμένο άμεσο πιεστήριο» ή τα δίστυλα στις αρχές του 1ου μ.Χ. αιώνα. Στην ανατολική Μεσόγειο ο κοχλίας χρησιμοποιήθηκε, κατά τεκμήριο, για πρώτη φορά κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ από τη βυζαντινή περίοδο μέχρι και το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα αποτελούσε τον κατεξοχήν μηχανισμό μέχρι την εισαγωγή της πλήρους μηχανοποίησης και ιδιαίτερα την εισαγωγή της υδραυλικής πρέσας. Η παρουσία βαρών του Τύπου 2 αποτελεί άμεση μαρτυρία για τη χρήση του κοχλία.

Η τελευταία σημαντική ανέλιξη στην δεύτερη φάση παραγωγής, πάντοτε σύμφωνα με τον Πλίνιο, είναι το πιεστήριο χωρίς βάρη, όπου η δύναμη του κοχλία εφαρμόζεται απευθείας στον ελαιοπολτό. Τα πιεστήρια αυτά έχουν φτάσει μέχρι την εποχή μας με τη μορφή δίστυλων και δεν διαφέρουν ουσιαστικά από ένα γνωστό πρότυπο που βρέθηκε στην Πομπηία. Σ’ αυτή την περίπτωση ο μοχλός είναι ακίνητος και συγκρατείται σε καθορισμένο ύψος από δύο ξύλινους στύλους, στερεωμένους στην πέτρινη ή ξύλινη βάση συμπίεσης.

Διαχωρισμός. Για το διαχωρισμό του λαδιού από τα υπόλοιπα φυτικά υγρά χρησιμοποιήθηκε μια ποικιλία μεθόδων, όλων βασισμένων στην αρχή της βαρύτητας. Το λάδι ως ελαφρύτερο στοιχείο από το νερό επιπλέει, αφού πρώτα διαχωριστεί από μόνο του. Ο τρόπος συλλογής του λαδιού διαφέρει ανάλογα με το αγγείο υποδοχής και, φυσικά, το επίπεδο γνώσεων των παραγωγών. Η απλούστερη μέθοδος, την οποία περιγράφει ο Κάτων, είναι η περισυλλογή του λαδιού που επιπλέει σε ανοιχτό αγγείο με τη χρήση οστράκων. Ο Columella συστήνει τη χρήση σιδερένιου οστράκου, δηλαδή κουτάλας. Η απουσία ειδικών αγγείων-διαχωριστήρων από τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδηλώνει τον απλοϊκό αυτό τρόπο συλλογής του λαδιού.

Η δεύτερη μέθοδος, που είναι γνωστή από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, τουλάχιστον στην Κύπρο, προϋποθέτει τη χρήση ειδικών αγγείων-διαχωριστήρων. Τα αγγεία αυτά φέρουν στο κάτω μέρος τους, κοντά στο ύψος της βάσης, μια προχοή, που χρησιμοποιείται για τη διαδοχική απελευθέρωση των υγρών. Τα φυτικά υγρά που είναι βαρύτερα από το λάδι ρέουν πρώτα και στη συνέχεια συλλέγεται πάλι μέσω την προχοής το λάδι, που αποθηκεύεται σε αγγείο ή δεξαμενές για περαιτέρω καθαρισμό. Ένα τέτοιο αγγείο βρέθηκε στην τοποθεσία Βυζατζιά της Δρομολαξιάς κοντά στην Αλυκή της Λάρνακας. Βρέθηκε επίσης ένα μικρό τεμαχισμένο αγγείο με οπή στο ύψος της βάσης στον Άγιο Δημήτριο Καλαβασού μέσα στη δεξαμενή υποδοχής που αναφέραμε προηγουμένως.

Τα αγγεία-διαχωριστήρες αποκτούν κατά την κλασική και ελληνιστική περίοδο ένα ξεχωριστό σχήμα και μέγεθος. Φαίνεται πως και αυτά κατασκευάζονταν με βάση ειδικά πρότυπα που κυκλοφορούσαν σε μικρογραφία, όπως το παράδειγμα που βρέθηκε στα Κούκλια της Πάφου, ενώ το χρηστικό αγγείο που βρέθηκε στο Κίτιον περίπου σε απόσταση 100 χιλιομέτρων είναι πιστό αντίγραφο σε μεγέθυνση του πρώτου.

Αγγείο-διαχωριστήρας βρέθηκε και στο ελληνιστικό πιεστήριο της Λευκωσίας, που υποδηλώνει τη συνέχεια στη χρήση του. Μερικά εξαιρετικής κατασκευής πέτρινα δοχεία με οπή στο ύψος της βάσης βρέθηκαν επίσης στην περιοχή του αρχαίου Κιτίου. Ένα στο πιεστήριο των κλασικών χρόνων μαζί με το πήλινο αγγείο-διαχωριστήρα και ένα δεύτερο ως αφιέρωμα στον Κεραιάτη Απόλλωνα σε μικρή απόσταση από τη Λάρνακα.

Σε μια τρίτη μέθοδο διαχωρισμού το λάδι που επιπλέει μέσα στη δεξαμενή συλλογής διοχετεύεται μέσω λαξευτής διεξόδου, στο ύψος του χείλους, σε μία άλλη πλαϊνή δεξαμενή. Στα αρχαιολογικά κατάλοιπα η μέθοδος αυτή καταμαρτυρείται από την παρουσία δύο ή περισσότερων δεξαμενών που επικοινωνούν στο άνω μέρος. Ένα παράδειγμα αυτής της μεθόδου, που χρονολογείται στη βυζαντινή περίοδο, ανασκάφηκε στην κοιλάδα του ποταμού Κούρη. Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή τουλάχιστον από τη ρωμαϊκή περίοδο, αφού δεξαμενές που επικοινωνούν στο χείλος έχουν βρεθεί στη Μάλτα, στη Βόρεια Αφρική, την Καμπανία, τη Βόρεια Συρία και την Άνω Γαλιλαία, σε χώρους αυτής της περιόδου. Η μέθοδος αυτή, όπως και η προηγούμενη με τα αγγεία-διαχωριστήρες, φαίνεται ότι ξεχάστηκε με το πέρασμα του χρόνου, αφού στα παραδοσιακά λιοτρίβια μέχρι τα μέσα του αιώνα μας ο κοινός τρόπος περισυλλογής σ’ ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου ήταν η απλή συλλογή με τα χέρια ή με την κουτάλα.

Το λάδι που προέρχεται από οποιαδήποτε διαδικασία διαχωρισμού τοποθετείται σε αγγεία ή φιάλες καθίζησης για να «ηρεμήσει». Φιάλες καθίζησης βρέθηκαν σε αρχαία πιεστήρια που χρονολογούνται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι και το Μεσαίωνα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα των λίθινων αυτών αγγείων ή δεξαμενών αποτελούν τα κυκλικά κοιλώματα που έχουν στον πυθμένα, για τη συλλογή των κατακαθιών που αλλοιώνουν τη γεύση και το άρωμα του λαδιού .

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1.      Drachmann, A.G. 1932, Ancient Oil Mills and Presses, Copenhagen.
  2.       Eitam D., 1993, Oil and Wine Installations in Ancient Israel, M.C. Amoureti, J-P. Brun (eds).
  3.      1993, Selected Oil and Wine Installations in Ancient Israel, BCH Supplememt XXVI, 91-106.
  4.       1996, The Olive Oil Industry at Tel Miqne-Ekron During the Late Iron Age, 167-96 in Eitam and Heltzer (eds), 1996.
  5.       Eitam D. and Heltzer M. (eds.), 1996, Olive Oil in Antiquity. Israel and Neighbouring Countries from the Neolithic to the Early Arab Period, Padua.
  6.       Frankel, R., 1984, The History of the Processing of Wine and Oil in Galilee in the Period of the Bible, the Mishna and the Talmud. Tel Aviv, (In Hebrew).
  7.       1993, The Trapetum and the Mola Olearia, στο BCH Supplement XXVI. Paris 477-481.
  8.       Hadjikosti M., 1997, The Kingdom of Idalion in the Light of New Evidence, BASOR 308, 49-63.
  9.       Hadjisavvas S., 1992, Olive Oil Processing in Cyprus. From the Bronze Age to the Byzantine Period. SIMA Vol. XCIX. Nicosia.
  10.       1998, Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques a Chypre en 1997. BCH 122 (1998), 663-703.
  11.       Hadjisavvas S., 1992, Olive Oil Processing in Cyprus. From the Bronze Age to the Byzantine Period. SIMA Vol. XCIX, Nicosia.
  12.       1992(b), Olive Oil Production and Divine Proterction. Acta Cypria. Part 3. Acts of an International Congress on Cypriote Archaeology held in Goteborg on 22-24 August 1991. Jonsered.
  13.       1996, The Economy of the Olive, 127-38 in V. Karageorghis and D. Michaeilides (eds.), The Development of the Cypriot Economy from the Prehistoric period to the Present Day. Nicosia.
  14.       2001, Chronique des fouilles et decouvertes archeologiques a Chypre en 2000, BCH 125, 743-777.
  15.       Kloner, A. & N. Sagiv, 1993, The Technology of Oil Production in the Hellenistic Period at Maresha, Israel. Oil and Wine Production in the Mediterranean Area. BCH Supplement XXVI, 119-136.
  16.       Χατζησάββας, Σ. 1997, Μακεδονία-Κύπρος. Από τον Αλέξανδρο έως τη Ρωμαϊκή Κατάκτηση. Κύπρος και Μακεδονία. Σχέσεις μέσα στο χρόνο. Λευκωσία 13-65.