Ενθύμια τραγουδιών

«Στην όχθη της καρδιάς μου», 1984 24γραμματαΕΝΘΥΜΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ
Τα καλοκαιρινά τραγούδια του 24grammata.com (μια μικρή ιστορία για τα   αγαπημένα τραγούδια που τα ακούμε όλο και πιο σπάνια. Ακολουθούν και άλλα τραγούδια)

 Πρωινό τσιγάρο (Στίχοι: Άλκης Αλκαίος.Μουσική: Νότης Μαρουδής)
Πρώτη εκτέλεση: Χορωδία (Κώστας Θωμαΐδης, Γιώργος Μεράντζας, Ανδρέας Μικρούτσικος, Σάκης Μπουλάς, Θανάσης Νικόπουλος, Γιάννης Σαμσιάρης) στο δίσκο «Στην όχθη της καρδιάς μου», 1984
Ο Αύγουστος είναι μήνας σκληρός για τις πόλεις. Έτσι έρημες, ήσυχες, δίχως το πλήθος που τις συνθέτει προσμένουν μια αναπαλαίωση. Με τους αδειανούς τους δρόμους, τις κλειστές βενζίνες και τα ψιλικά που διανυκτερεύουν. Τότε είναι που οι οπλαρχηγοί, τα νησιά, τα τρομερά παιδια της αρχαιότητας, οι θρύλοι των πεδινών περπατούν με τόσο θάνατο και τόσο καλοκαίρι μες στα δυο τους χέρια. Αυτοί ονομάζουν τους δρόμους στους αιώνες και καθιστούν πιθανές τις ταχυδρομικές απόπειρες. Εκείνες οι νεκρές, οι γεμάτες ομορφιά μέρες είναι λοιπόν ο καιρός των τραγουδιών. Γι΄αυτά θα σας μιλώ μέχρι να γεμίσουν τα φεγγάρια. Μ΄ένα τραγούδι πάντα, με το σωσμένο του ρεφραίν ίδιο όπως οι μυθικές, οι σκονισμένες διασταυρώσεις και όσα απ΄τις πόλεις ποτέ ξανά δεν θα κατοικηθούν.
Όταν λοιπόν,
Χαράζει η μέρα και η πόλη έχει ρεπό
στη γειτονιά μας καπνίζει ένα φουγάρο
κι εγώ σε γυρεύω σαν πρωινό τσιγάρο
και σαν καφέ πικρό

Άδειοι οι δρόμοι δεν φάνηκε ψυχή
και το φεγγάρι μόλις χάθηκε στη δύση
κι εγώ σε γυρεύω σαν μοιραία λύση
και σαν ανατολή

Βγήκε ο ήλιος το ράδιο διαπασών
μ’ ένα χασάπικο που κλαίει για κάποιον Τάσο
κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο
σ ένα καρέ τυφλών

Εκείνες τις ώρες σε θυμάμαι, νύχτες γεμάτες φώσφορο και αγωνία, ολόκληρη σφαγμένη στο τέλος του δρόμου να χαιρετάς με τους είκοσι, ζωντανούς παλμούς σου. Και ακόμη σε βλέπω τις ώρες που φθάνουν οι θερινές καταιγίδες με το ίδιο, ανθισμένο φόρεμα και μια απαλή απόχρωση νησιού στο τέλος του λαιμού. Ποτέ στο φως δεν μπόρεσα να σ΄αντικρίσω, αφού μες στο κούφωμα των ευβοίκών φτερών ποτέ δεν φτάνει φως και νερό. Έπειτα θυμάμαι πως δεν θα φανείς και πως ό,τι απέμεινε από σένα είναι το νυφικό σου πρόσωπο στην προθήκη του φωτογραφείου. Μετρώ την ηλικία σου μ΄ήλιους και φεγγάρια, μετρώ τ΄ανάστημά σου μ΄ίσκιους και μπορώ έτσι το περίγραμμά σου να σχηματίζω. Τέτοιοι πόνοι μαίνονται πάντα στη διαπασών. Οι χρησμοί και οι ευχές μες στους καπνούς, τα τυχαία ονόματα που αιωρούνται στους ανέμους, μέσα από στόματα και τυφλωμένα μάτια, μνημεία της μέρας σε πλατείες και εργοτάξια. Να΄ταν η Αθήνα από κιμωλία ή λάδια στα χαρτόνια των ζωγράφων, να είχα το δικαίωμα και την ελευθερία ξανά να σε πλάσω τώρα που γνώρισα σε βάθος την ουσία του σώματός σου. Και την οδύνη του. Ανάμεσα στ΄αποσπάσματά σου μπόρεσα ως τώρα και υπήρξα (Απόστολος Θηβαίος).