«Ευγενής έρωτας και επίγειος έρωτας στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου»

24grammata.com- ιστορία της Λογοτεχνίας

αποκλειστικά στα 24grammata.com

γράφει η Μαρία Χριστίνα Κατάλδο – Χαλκιώτη
(μετάφραση Θεοδώρου Αλεξέλλη)

Για να διαβάσετε το κείμενο στην Αγγλική γλώσσα κλικ εδώ

Κυρίες και κύριοι,
Σήμερα χαίρομαι που θα μιλήσω για την Ιταλία, την χώρα απ’ όπου προέρχομαι, τη χώρα της ποίησης και του έρωτα! Από την αρχή του 13ου αιώνα συναντάμε την θαυμάσια Σικελική παραγωγή της Αυλικής ποίησης (Poesia Aulica)· στη συνέχεια, η τοσκάνικη τοπική διάλεκτος αναλαμβάνει με την Ευγενή Ποίηση (Poesia Cortese) του Δάντη και τα σονέτα του Πετράρχη. Πίσω από ένα τέτοιο θαύμα υπήρχε πάντα μια γυναίκα ως πηγή έμπνευσης και ως το πιο δελεαστικό αντικείμενο επιθυμίας. Το μάτι του ποιητή μπορούσε να τη μεταμορφώσει είτε σε άγγελο του παραδείσου είτε σε άγγελο θανάτου! Αλλά ήταν ποτέ πραγματικά άγγελος;

Αφού η ποίηση δεν μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, δεν πρόκειται να μιλήσω για έναν ποιητή. Θα προτιμούσα να σας συστήσω το μαύρο πρόβατο της λογοτεχνίας, εκείνον που δεν ακολούθησε το ρεύμα, εκείνον που παρουσίαζε αληθινές γυναίκες με σάρκα και αίμα· παρακαλώ, γνωρίστε την Αυτού Υψηλότητα, τον Τζιοβάννι Μποκάτσιο (εξελληνισμένα, Βοκκάκιος)!

Μόνο 48 χρόνια μετά τη γέννηση του Δάντη Αλιγκιέρι (Dante Alighieri) και 10 από αυτή του Πετράρχη, ο μοναδικός Τζιοβάννι ήρθε στον κόσμο στο Τσερτάλντο, ένα χωριό κοντά στη Φλωρεντία. Ήταν 1313. Ο πατέρας του ήταν ένας έμπορος που λειτουργούσε την επιχείρηση του μαζί με μία από τις πλουσιότερες οικογένειες στη Φλωρεντία: τους Μπάρντι. Η μητέρα του Τζιοβάννι είναι άγνωστη, ίσως λόγω της ταπεινής της καταγωγής. Όπως έθεσε η Κείτλιν Γουίλιαμς σε ένα δοκίμιο για τον Βοκκάκιο και τις γυναίκες «αυτός ανατράφηκε κυρίως από τη μητέρα του […] και αντιμετώπιζε τον πατέρα με κάποια περιφρόνησηi». Η δυσαρέσκεια προς τον πατέρα του μεγάλωσε όταν αυτός παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα. Απ’ όσο γνωρίζουμε ο νεαρός Τζιοβάννι απέρριπτε την κώδικα ηθικής του πατέρα του, παρ’ όλο που στην προσωπική του ζωή, ο Τζιοβάννι έσπειρε πολλά νόθα παιδιά. Ισχύει όντως το ρηθέν ότι το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει!

Ο Τζιοβάννι μεγάλωσε στη Νάπολη, όπου έδρευε η επιχείρηση του πατέρα του. Ο νεαρός άνδρας ήταν περικυκλωμένος από εμπόρους. Το πεπρωμένο του ήταν ήδη προκαθορισμένο, παρ’ όλο που οι επιχειρήσεις δεν του ταίριαζαν καθόλου! Αντίθετα, ήταν τρελός για την λογοτεχνία. Διάβαζε κάθε ίχνος λογοτεχνίας που μπορούσε να βρει, ολομόναχος, χωρίς καμία καθοδήγηση. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η αντισυμβατική εκπαίδευση έκανε τον Τζιοβάννι μοναδικό, αν και μετάνιωνε όλη του τη ζωή το ότι δεν είχε λάβει επίσημη Παιδεία. Το 1340, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανούκλας στη Φλωρεντία, ο πατέρας του πέθανε. Αυτό το συμβάν έδωσε στον Giovanni την ελευθερία να ακολουθήσει το λογοτεχνικό του όνειρο και την έμπνευση να γράψει ένα από τα μεγαλύτερα παγκόσμια αριστουργήματα: το Δεκαήμερο.

Ο Τζιοβάννι Μποκάτσιο ήταν ερωτευμένος με την ελληνική γλώσσα και κατάφερε να τη μάθει. Η ονομασία Δεκαήμερο προέρχεται από τη φράση Δέκα Ημερών και αναφέρεται στις ημέρες κατά τις οποίες αφηγούνται τις ιστορίες που ονομάζονταν νουβέλες τρεις άνδρες και επτά γυναίκες, που βρήκαν καταφύγιο σε μια εξοχική έπαυλη έξω από τη Φλωρεντία για να ξεφύγουν από την απειλή του Μαύρου Θανάτου. Αυτή η ομάδα νέων ανθρώπων, που ονομαζόταν “brigata”, αποφάσισε να αφήσει πίσω της όλους τους κοινωνικούς περιορισμούς των αυστηρών ηθών και αισθάνθηκε ελεύθερη να διηγηθεί ιστορίες γεμάτες από τολμηρές σεξουαλικές αναφορές.

Πρόθεση μου είναι να περιγράψω την κύρια δομή του Δεκαήμερου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιθυμώ να εξηγήσω την απόσταση μεταξύ των γυναικείων χαρακτήρων και του Αριστοκρατικού προτύπου του μεσαίωνα.

Η δομή του Δεκαήμερου είναι περισσότερο περίπλοκη απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Υπάρχει ένας εξωτερικός αφηγητής, ο οποίος συστήνει τα κύρια συμβάντα κάθε ημέρας με τη μορφή «σύντομων κηρυγμάτων». Υπάρχουν 10 επίσημοι αφηγητές: Η Παμπινέα, η Φιλομένα, η Νεφέλη, η Φιαμμέττα, η Ελίσα, η Λαουρέττα, η Αιμίλια, ο Φιλοστράτο, ο Ντιόνεο και ο Πάμφιλο, οι οποίοι περιστασιακά συναντιούνται στην εκκλησία Σάντα Μαρία Νοβέλλα στη Φλωρεντία και αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη παρέα. Κάθε ημέρα, για 10 ημέρες, ένας από τους συμμετέχοντες εκλέγεται βασιλιάς ή βασίλισσα και αυτός ή αυτή αποφασίζει το θέμα των ιστοριών που θα αφηγηθούν. Ο μόνος συμμετέχων στον οποίο επιτρέπεται να πει μια ιστορία εκτός θέματος είναι ο Ντιόνεο, επειδή οι ιστορίες του είναι οι πιο τολμηρές!

Με λογοτεχνικούς όρους, η δομή του Δεκαήμερου είναι ένα “cornice”, ένα πλαίσιο όπου μια σειρά ξεχωριστών στοιχείων στοχεύουν να δημιουργήσουν μια αντίληψη ομοιογένειας, μια ειδυλλιακή βουκολική σκηνή όπου όμορφοι συμμετέχοντες συντρώγουν, γελούν και συζητούν για έναν ιδανικό κόσμο. Ο Βοκκάκιος ήταν συνεπαρμένος με τον αριστοκρατικό τρόπο ζωής που οι πλούσιοι έμποροι είχαν υιοθετήσει ως μέσο για να ανέλθουν στην κοινωνική ιεραρχία. Όπως ο Βιττόρε Μπιάνκα ευφυώς παρατήρησε, ο Βοκκάκιος δημιούργησε την «εποποιία των εμπόρωνii» (epopea dei mercatanti), δηλαδή μια πραγματική εποποιία για τους αυτοδημιούργητους άνδρες που είχαν αντικαταστήσει τις παλιές αριστοκρατικές αξίες με νέες υλιστικές.

Το Δεκαήμερο περιγράφει τα πάθη και τις αρετές των εμπόρων, επειδή αντιπροσωπεύει τη νέα λογοτεχνία της μπουρζουαζίας που έχει τη δυνατότητα να αγοράσει βιβλία, αλλά δεν μπορεί να διαβάσει λατινικά. Ο Βοκκάκιος γράφει στην τοπική διάλεκτο, την ομιλούμενη της Τοσκάνης. Ας θυμηθούμε ότι τα βιβλία που κυκλοφορούσαν τον 14ο αιώνα ήταν χειρόγραφα και η περισσότερη από τη γνωστή λογοτεχνία είχε γραφεί στα λατινικά. Η τοπική διάλεκτος θεωρούταν μια φτωχή γλώσσα, χωρίς γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, ενώ τα Λατινικά γράφονταν και μπορούσαν να κατανοηθούν από μια μικρή μειοψηφία λογίων.

Ο Βοκκάκιος χρησιμοποιεί τον Έρωτα και την Τύχη ως κυρίαρχα θέματα, αλλά σε αυτά τα θέματα χρεώνονται νέες σημασίες. Για παράδειγμα, ο έρωτας αντιμετωπίζεται ως κάτι μπουρλέσκ και η ονομασία «έρωτας» εφαρμόζεται σε απλή σεξουαλική ικανοποίηση. Η Τύχη γίνεται αντιληπτή με την ευρεία έννοια του «πεπρωμένου», το οποίο δίνει και παίρνει υλικά αγαθά απ’ τους πρωταγωνιστές των ιστοριών, παρά τις προσπάθειες που καταβάλλουν για να αποφύγουν τις κακοτοπιές. Αφού το Δεκαήμερο είναι γραμμένο για ένα νέο είδος αναγνώστη που θέλει να ψυχαγωγηθεί και να διασκεδάσει, ο Βοκκάκιος συλλέγει υλικό από την προφορική παράδοση, όπως συνθήματα, παροιμίες και αστεία, τα οποία είναι μια άμεση πηγή ψυχαγωγίας.

Το Μεσαίωνα η λέξη «πνευματική ιδιοκτησία» (copyright) δεν είχε ακόμη εφευρεθεί. Ο Βοκκάκιος δεν κλέβει ιστορίες που κυκλοφορούν στην εποχή του, αλλά τις χρησιμοποιεί για να μας γνωστοποιήσει τη δική του άποψη για τον κόσμο και τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις. Αλλά τις προτιμήσεις του δεν μοιράζονται και οι συνάδελφοι του. Για παράδειγμα ο Πετράρχης διάβασε το Δεκαήμερο και το έκρινε ως χαμηλής ποιότητας λογοτεχνία, εκτός από τη νουβέλα για την Γκριζέλντα, που είχε δημιουργηθεί από τον ίδιο το Βοκκάκιο. Ο Πετράρχης μετέφρασε τη νουβέλα στα Λατινικά και την έκανε διάσημη στο βαθμό που ο Τζέφρυ Τσώσερ τη συμπεριέλαβε στους Θρύλους του Κάντερμπερι (Canterbury Tales), με έναν πρόλογο που αποδίδει αυτή τη θαυμαστή νουβέλα στον Πετράρχη! Ο χρόνος επέστρεψε την πατρότητα της νουβέλας στο νόμιμο γονέα της, ο οποίος την είχε χάσει χωρίς αντίδραση.

Το εντυπωσιακό στοιχείο του Δεκαήμερου είναι ότι οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι σε απόλυτη πλειοψηφία σε σχέση με τους άνδρες. Όμως, όπως δείχνει η αφήγηση των ιστοριών, οι γυναίκες χρησιμοποιούν την ίδια τολμηρή γλώσσα με τους άνδρες συναδέλφους τους και την ίδια οπτική γωνία! Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την περιγραφή της συνουσίας και των ευαίσθητων λεπτομερειών μεταξύ των δύο φύλων. Αυτό επίσης υποδεικνύει ότι η κοινωνική θέση των γυναικών στη συγκεκριμένη αυτή κοινωνία περιορίζεται σε ευρέως γνωστά στερεότυπα όπως η ομορφιά, η παρθενία, η υποταγή στην ανδρική θέληση, ο αποκλεισμός από την κοινωνική ζωή και η ακόρεστη σεξουαλική όρεξη!

Παρ’ όλ’ αυτά, στην αρχή της πρώτης ημέρας, οι επτά κυρίες παρουσιάζονται σύμφωνα με τους κανόνες του «μοντέλου κορτέζε», το οποίο επέβαλλε μια αυστηρή διάκριση των φύλων, στο βαθμό που θα ήταν άκομψο να προσκαλέσουν έναν άνδρα ή ακόμη και να του μιλήσουν δημοσίως. Η ακραία αυτή επιταγή κάνει τις νεαρές γυναίκες να διακινδυνεύσουν την υπόληψη τους, επειδή είναι πεπεισμένες ότι είναι εύθραυστα πλάσματα. Η Φιλομένα, μια από τις αφηγήτριες, λέει στην εκκλησία:

«Θυμηθείτε ότι είμαστε όλες γυναίκες, και κάθε νεαρή κοπέλα μπορεί να σας πει ότι οι γυναίκες δεν γνωρίζουν πώς να επιχειρηματολογήσουν σε μια παρέα όταν είναι χωρίς την καθοδήγηση κάποιου άνδρα που να γνωρίζει πώς να τις ελέγχει. Είμαστε επιπόλαιες, εριστικές, καχύποπτες, ντροπαλές και δειλές και εξαιτίας αυτού υποπτεύομαι ότι αυτή η συντροφιά σύντομα θα διασπασθεί, χωρίς τιμή για κανέναν μας, εάν δεν βρούμε έναν καθοδηγητή άλλον από τους εαυτούς μας. Καλά θα πράτταμε εάν επιλύαμε αυτό το ζήτημα προτού αναχωρήσουμε».

Η Ελίσσα, που φαίνεται να είναι η νεαρότερη, προσθέτει:

«Οι άνδρες είναι πράγματι οι ηγέτες των γυναικών, και χωρίς την καθοδήγηση τους, οι πράξεις μας σπάνια καταλήγουν σε επιτυχία. Άλλα πώς θα βρούμε αυτούς τους άνδρες;»

Η Παμπινέα, η μεγαλύτερη, βρίσκει το κουράγιο να πλησιάσει τους τρεις άνδρες στην εκκλησία, επειδή ο ένας από αυτούς είναι συγγενής της. Ας παρατηρήσουμε την αντίδραση των ανδρών:

«Αρχικά οι νεαροί άνδρες πίστεψαν ότι παίζει μαζί τους·»

Δεν μπορούσαν να πιστέψουν στ’ αυτιά τους! Μια κυρία να ζητά τη συντροφιά τριών κυρίων ήταν κάτι το εντελώς ασύλληπτο,  ακόμη και όταν ο μισός πληθυσμός της πόλης είχε πεθάνει!

Ο Βοκκάκιος δηλώνει στο προοίμιο του Δεκαήμερου ότι το έργο του απευθύνεται κυρίως στις γυναίκες, επειδή οι άνδρες βρίσκουν ικανοποίηση εκτός οικίας, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν άλλους περισπασμούς για να περνούν το χρόνο τους. Και τι είδους περισπασμό προσφέρει;

Θα σας παρουσιάσω τις κύριες θεματικές που είναι παρούσες σε συγκεκριμένες ιστορίες και την επανεμφάνιση γυναικών στο ρόλο του αφηγητή σε κάθε τμήμα, σύμφωνα με την ιστοσελίδα Decameron Webiii:
Οι θεματικές που συνέλεξα αφορούν τα παρακάτω ζητήματα:

Έρωτας μεταξύ εραστών
Έρωτας εξωσυζυγικός
Άνδρες που αποπλανούν γυναίκες
Γυναίκες που αποπλανούν άνδρες
Κληρικοί που αποπλανούν γυναίκες
Μοιχεία
Πορνεία

Φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν μιλάμε για το Γκαλατέο (το βιβλίο της καλής συμπεριφοράς) του Μονσινιόρ ντελλα Κάζα. Ο Βοκκάκιος χρησιμοποιεί τις νουβέλες του ως παραδείγματα που θα βοηθήσουν τις γυναίκες να επιβιώσουν της ανδρικής ηγεμονίας. Οι στρατηγικές δεν υπαγορεύονται από θρησκευτικές συμπεριφορές, αλλά προέρχονται από την εμπειρία της αποτροπής του χλευασμού που επιφέρει η εξαπάτηση.

Βρήκα ενδιαφέροντα αποτελέσματα σχετικά με τις θεματικές «άνδρες που αποπλανούν γυναίκες» και «εξωσυζυγικός έρωτας». Στην πρώτη περίπτωση, οι νουβέλες που αφηγούνται γυναίκες δείχνουν μια κυριαρχία των ανδρών, οι οποίοι επιχειρούν να κλέψουν κάτι από αυτές, είτε την παρθενία τους, είτε την καλή τους πίστη. Ενώ οι ιστορίες στις οποίες δεσπόζουν οι αρσενικοί αφηγητές δείχνουν ότι οι άνδρες δεν απαξιώνουν τον έρωτα σαν ένα ζήτημα σαρκικό. Σε αυτή τη συλλογή δεκατρείς ιστορίες αφηγούνται άνδρες και μόνο δώδεκα γυναίκες! Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι οι αρσενικοί ομιλητές ήταν μόλις τρεις!

Σίγουρα δεν άρεσαν στον Βοκκάκιο η πορνεία και η αποπλάνηση γυναικών από κληρικούς, επειδή είναι ανήθικοι και απατηλοί τρόποι για να αντλήσει κανείς ικανοποίηση. Ο Βοκκάκιος ήταν εξαιρετικά ειρωνικός απέναντι σε κληρικούς που προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τις αφελείς θρήσκες γυναίκες.

Συνοψίζοντας την ταπεινή μου συνεισφορά σε μια καλύτερη κατανόηση του Δεκαήμερου και των γυναικείων χαρακτήρων του, θα ήθελα να κάνω μια τοποθέτηση για το θέμα που συζητούμε σήμερα απευθύνοντας μια ανοικτή ερώτηση στην οποία θα εκτιμούσα τη βοήθεια σας για να βρω την απάντηση. Η ερώτηση είναι: Η ερωτική λογοτεχνία θεωρούταν πάντα ένας χαμηλής ποιότητας κλάδος της επίσημης λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να δημοσιεύεται και να διαβάζεται. Τι την κάνει τόσο ιδιαίτερη και τι είδους αναγνώστες προσελκύει σήμερα;

Στην περίπτωση του Βοκκάκιου μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι εμπνεύστηκε να γράψει ένα “libro galeotto” (βιβλίο εξαπάτησης) κατά τον πέμπτο κύκλο της Κόλασης του Δάντη, όπου η Φραντσέσκα αναφέρεται σε ένα βιβλίο για το πάθος της μοιχείας μεταξύ του ιππότη Λάνσελοτ και της Γκουίνεβηρ και το κατηγόρησε ως την αιτία για τη δική της μοιχεία με τον Πάολο, τον αδερφό του συζύγου της. Η Φραντσέσκα ήταν καταδικασμένη να παραμείνει για πάντα στην κόλαση, παρ’ όλο που παντρεύτηκε τον Τζιαντσιόττο Μαλατέστα χωρίς καν να τον γνωρίζει. Ο Πάολο είχε σταλεί στον γάμο σαν εκπρόσωπος της οικογένειας. Δεν έσφαλε πέρα από το να ερωτευτεί το λάθος άτομο!

Στις γυναίκες δεν επιτρεπόταν να διαλέξουν αυτόν που θα αγαπούσαν, αλλά ο Βοκκάκιος κατά κάποιον τρόπο διόρθωσε αυτό το λάθος δίνοντας στις γυναίκες ένα είδος αξιοπρέπειας και δύναμης να υποτάξουν το πεπρωμένο τους. Η κληρονομιά του Δάντη είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του αγώνα ανάμεσα στο ηθικό και το ανήθικο. Όσα συνήθως κρίνονται καταδικαστέα από την εκκλησία, αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικά στο Δεκαήμερο.

Όσο για το ερώτημα σε ποιόν απευθύνεται αυτή η λογοτεχνία, μπαίνω στον πειρασμό να πω, σε όλους, επειδή ο Βοκκάκιος ενδιαφερόταν για την φύση του ανθρώπου. Όπως το έθεσε ο Φραντσέσκο Ντε Σάνκτις, το Δεκαήμερο είναι η «Επίγεια Κωμωδία» σε αντίθεση με τη «Θεία». Αντιπροσωπεύοντας την εποχή του, ο Δάντης άντλησε από τους φόβους, τα μυστήρια και την ασκητική έκσταση που έδρευαν στο μεσαιωνικό πνεύμα. Ο Βοκκάκιος διαμόρφωσε τη δική του εποχή ακολουθώντας μια επικούρεια οδό, όπου η ικανοποίηση έπρεπε να επιτυγχάνεται στη γη. Η Τύχη (Fortuna), η ρωμαϊκή θεότητα της μοίρας, ήταν το μόνο υπερφυσικό πλάσμα που μπορούσε να επηρεάσει την επίτευξη παντός είδους ικανοποίησης!

Θα θυμόμαστε αυτόν τον άνθρωπο ως μια άβολη εξαίρεση, ο οποίος ακόμη υποτιμάται για λόγους που δεν συνδέονται με τη λογοτεχνική του αξία. Στον τάφο του ο Τζιοβάννι ήθελε την ακόλουθη επιγραφή: “Studium fuit alma poesis”, που σημαίνει «Το πάθος του ήταν η ευγενής ποίηση». Αυτή η δήλωση ακούγεται σαν ένα είδος απολογίας, η τελευταία προς την κοινωνία λογίων που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το ταλέντο του. Μετάνιωσε δημόσια πολλές φορές για τη συγγραφή του Δεκαήμερου, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να το γράφει και να το διορθώνει, επειδή του άρεσε, όπως αρέσει και σε εμάς σήμερα!