Η ΑΞΙΑ ΜΙΑΣ ΠΡΑΞΕΩΣ (το α΄μέρος του αφιερώματος στον Δημήτρη Λιαντίνη)

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

Ορισμένοι από το 24grammata.com έχουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο έργο του Δημήτρη Λιαντίνη, ενώ άλλοι το αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Ο Απόστολος Θηβαίος για παράδειγμα μελέτησε τον ιδιαίτερο στοχαστή Δημ. Λιαντίνη και μας παρουσίασε 4 μελετήματα,εκ των οποίων ένα δημοσιεύουμε σήμερα και τα υπόλοιπα στις εβδομάδες που ακολουθούν. Η Τέχνη και πολύ περισσότερο ο Ορθός Λόγος, όμως δεν έχει ανάγκη από μύθους και ινδάλματα. Γι αυτό και αποφασίσαμε να εκμεταλλευτούμε την περίπτωση του μοναδικού τούτου αφιερώματος του Απόστολου Θηβαίου και να δώσουμε την ευκαιρία σε όλους τους αναγνώστες για αναζήτηση και προβληματισμό Με αυτή τη σκέψη φιλοξενήσαμε και την αντίθετη άποψη (κλικ εδώ) του Κώστα Παπαχρήστου με την ελπίδα ότι θα γίνει η απαρχή για ένα γόνιμο και εποικοδομητικό διάλογο γύρω από το Δημ. Λιαντίνη. Θα γίνονται δεκτές και θα δημοσιεύονται, δίχως καμία παρέμβαση, οι απόψεις όλων των αναγνωστών, που θα σέβονται την ετερότητα

το α΄μέρος του αφιερώματος στον Δημήτρη Λιαντίνη

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Πολιτική είναι μια πράξη με αντίκρυσμα κοινωνικό, μια πράξη η οποία λόγω της φύσης, του τρόπου με τον οποίο εκτελείται ή ακόμα λόγω των συνεπειών και των αλληλεπιδράσεών της κατέχει έναν χαρακτήρα συλλογικότερο, που καλείται να ξεπεράσει την ατομική ή ομαδική φιλοδοξία. Ετούτα ίσως να μπορούν να ειπωθούν με χαρακτήρα πιο ακαδημαϊκό, μα είτε έτσι είτε αλλιώς, ως τέτοια θα πρέπει να λογίζεται μια πράξη πολιτική. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς πως ουδεμία από τις πράξεις και τις δράσεις του σύγχρονου ανθρώπου δεν είναι λιγότερο πολιτική, δεν διαθέτει δηλαδή λιγότερη ικανότητα να επιδράσει με τρόπο πομπώδη επάνω στο σώμα της κοινωνίας, να το διαβρώσει, να αφήσει πληγές ή σε περιπτώσεις σπανιότερες και κρισιμότερες να μεταβάλει τον ορίζοντα και την κατεύθυνσή της. Όμως, συνιστά μια ανομολόγητη πεποίθηση πως πάντοτε η ποιότητα, ο τρόπος μιας πράξεως ίσως να την αναδεικνύει σε ένα σημείο υψηλότερο από τη γνώριμη θέση των υπολοίπων. Πρόκειται για τις υψηλές, πολιτικές πράξεις των οποίων το μέγεθος συνήθως υπερβαίνει κατά πολύ το πρόσωπο, το οποίο τη διέπραξε, ακόμα και το περιεχόμενό της το ίδιο.
Η περίπτωση της οικειοθελούς αποδημίας του Δημητρίου Λιαντίνη συνιστά μία από εκείνες τις πράξεις με την πολλαπλή αλληλεπίδραση σε έναν ικανό αριθμό τομέων της κοινωνικής ζωής. Η πράξη του αυτή, αποτέλεσε μια πράξη πολιτική, καθώς δεν ήταν προϊόν εξαναγκασμού, μα μία απόφαση παρμένη κατόπιν ωρίμου σκέψεως, σχεδιασμένη εις το έπακρο. Θα αναρωτηθεί κανείς σε τούτο το σημείο και δικαίως θα το πράξει, αν τάχα η πράξη του Λιαντίνη, αποτέλεσε μια πράξη με ουσία και ενδιαφέρον για την κοινωνία, αν μετέβαλε κατά το ελάχιστον την κατεύθυνσή της, αν έθεσε έναν νέο ορίζοντα στις ασφυκτικές ενατενίσεις μας. Η απάντηση για πολλούς ίσως συνιστά μια εύκολη υπόθεση, η άρνησή τους όμως θα είναι αποτέλεσμα ενός πρόχειρου υπολογισμού με κριτήρια ατομικά, προσωπικά δηλαδή. Διότι αν κανείς συλλογιστεί πως ο Λιαντίνης με την πράξη του αποκάλυψε μία διαφορετική, υπαρξιακή πορεία, αν σκεφθεί κάποιος πως η απόφασή του πρότεινε έναν άλλο δρόμο προς το θάνατο, μια απόδραση από το πεπρωμένο, αν αναλογιστεί τη στέρεα βάση ενός έργου που τέθηκε στο φως της μελέτης, με σαφείς αναφορές στην ελληνική συλλογικότητα, τότε θα πρέπει να αναθεωρήσει ευθύς την αρχική του άποψη.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης αρνήθηκε να εκτεθεί στην οριζόντια επέκταση του χρόνου, αρνήθηκε να υποκύψει μοιρολατρικά στο ξόδεμα του καιρού, η στάση του, η φιλοσοφική της βάση ήταν αρκετή για να του αποδώσει το χαρακτηρισμό ενός ανθρώπου αναρχικού, ικανού να δομήσει, σε αντίθεση με τα σημεία τούτων των δικών μας καιρών, μια φιλοσοφική σκέψη, στέρεα υποδομή των επιλογών του. Ο Λιαντίνης αρνήθηκε να υποκύψει στην πιο βέβαιη και αναπόδραστη μοίρα, εκείνη του θανάτου, αποστασιοποιήθηκε από τέτοιες αφορμές ήττας και διαχειρίστηκε, πέρα από θεσμούς με βαρύνοντα λόγο, ακόμα και στο τόσο προσωπικό ζήτημα του θανάτου, με τον πιο επαναστατικό τρόπο την ατομική του ελευθερία. Περί τούτου πρόκειται, λοιπόν. Ο Λιαντίνης αισθανόταν και έπραττε ως ένας πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Το έργο του αντικατοπτρίζει διάφανα τη στάση του αυτή, η οποία προέβλεπε την απαξίωση του σύγχρονου ελληνισμού, τη βαθύτατη αποδόμησή του από μία «λατρευτική», σχεδόν αποδοχή των δυτικών προτύπων, προέβλεπε ακόμα μια ενσυνείδητη στροφή προς τις αρχαίες, ελληνικές διδασκαλίες, γεγονός που στοίχισε την περιφρόνησή του από τους μαχητικούς και δογματικούς κόλπους της ελλαδική εκκλησίας. Η ανατολική του προέλευση δεν τον εμπόδισε να αντικρύσει με ψυχρότητα την καταγωγή του, να κρίνει τον τόπο του, την πατρίδα του, να καυτηριάσει με έναν λόγο, βαθύτατα ελληνικό, χιουμοριστικό άλλοτε, μα εκκωφαντικά, τραγικό την ίδια στιγμή την ελληνική πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης ενταφιάστηκε στον Ταΰγετο. Η κρύπτη του τάφου του ευρέθηκε, κατόπιν ενδελεχών ερευνών. Τα οστά του τοποθετήθηκαν σε μνήμα σε προάστιο της Κορίνθου. Κάπως έτσι ολοκληρώθηκε ο μύθος, με τον οποίον ταλανίστηκε για εύλογο, χρονικό διάστημα η κοινή γνώμη. Το έργο του παρέμεινε όμως σιωπηλό, ανεκμετάλλευτο. Η περίπτωσή του μοιάζει κατά τρόπον, με εκείνη του Αξελού, για τον οποίο η ελληνική πραγματικότητα προέβλεπε το αγγελτήριο του θανάτου του, υπονοώντας μια μορφή λύτρωσης για το χαμό κάποιου που θα μπορούσε να συντρίψει τη στρεβλή, ελληνική πραγματικότητα, ενός που διέθετε το ενστικτώδες προτέρημα της σκέψεως. Ίσως έπειτα από χρόνια, βρεθεί κάποιος φωτισμένος νους, που με τόλμη και παρρησία θα καταστήσει την κρύπτη του Λάκωνα στοχαστή εστία φωτός, ελληνικού, μεταφυσικού, σύνδεσμο της φυσικής, λαμπρή θεώρησης του κόσμου, με την οποία ο αρχαίος πρόγονος ερμήνευσε ψύχραιμα και με ευρύτητα το περιβάλλον του. Ο θάνατος για τον Λιαντίνη υπήρξε μια δοσμένη αφορμή εκ μέρους του ίδιου. Ουδείς εννόησε λοιπόν την πράξη του;