Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .
Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ
Ιστορία 5η.
Με τον μαντρακά στο χέρι και τις μύγες να διαδηλώνουν φωναχτά και δαγκώνοντας, την πείνα τους, μέσα στο λιοπύρι, μονολογεί, μακριά πια από φουρνέλα, εκείνους τους δυναμίτες που σκίζουν την πέτρα, την χωρίζουν, την κάνουν να πονά, να παραμιλά, τόσο δυνατά που ακούγεται πιο πέρα κι από τον δικό τους χρόνο.
Ο Αλέξης, στα 74, μόνος μα όχι έρημος, με μνήμες σμιλεμένες στο καλέμι και το πιο βαρύ σφυρί. Εκείνο που του έδινε το καθημερινό γλυκό ψωμί, γιατί για εκείνον μοναχά το γλυκό μα με ιδρώτα ψωμί δεν μπαγιατεύει, δεν χαλά, είναι που έμαθε σε όλα να βλέπει την ψυχή, το δάκρυ σε ο,τι δεν είναι ζωντανό είναι πιο δυνατό.
Στο Ξερόκαμπο, τον Μαρταπρίλη του 1938, θα τον φέρει η μάνα του σε κόσμο. Επτά αδέλφια, ζώα, οργώματα, γέλια, αγκαλιές στις λύπες.
Όλα τα μαζί, ξυπόλητοι, με 3 δάχτυλα πέτσα στην πέλμα του ποδιού, βαδίζανε το δρόμο. Σχολειό είχε τα πρώτα χρόνια, τα μικρά, για 4 χειμώνες. Το βουνό, τα ζώα, θέλουν φροντίδα για σταθούν στην πείνα και να γεμίσουν το άδειο από αρχή πιάτο.
Πέρασαν τα πρώτα δίχως μεγάλες μνήμες. Είναι που έρχεται μπροστά, θυμάσαι, το μάτωμα στο βήμα, όταν πατάς μονάχος δεν ησυχάζεις στην φωνή που τρώει τις στιγμές σου, ούτε χαρίζεις το όνειρο για μια αλήθεια, μα για μια τόσο δα μικρή στιγμή ειρήνης, είναι που το παλεύεις.
Λάστιχα αυτοκινήτου για παπούτσια, τόσο που γεμίζαν πληγές τα δάχτυλα που μάθαν λέφτερα να προσκυνούν στο ήλιο, μαζί με το πρώτο γκρί κουστουμάκι του Ρετσίνα, ήταν το δώρο του πατέρα στα είκοσι του.
Μαζί με το εισιτήριο για την Αθήνα, μαζί με την ανέχεια που είχε φωλιάσει στην πιο ψηλή κορφή, κουνούσε χέρια πόδια, κάνοντας αν είναι δυνατόν, ερωτική την φτώχεια.
Είναι στο Μαραθώνα που συναντά, πέφτει στις μεγάλες του αγάπες πάνω. Εκείνες που θα τον συντροφεύουν και στην πιο δύσκολη στιγμή, σε εκείνη που άλλοι, άκριτα, αβασάνιστα, ορίζουν μεγάλη μα είναι κάποιοι πιο σοφοί που δίνουνε το χρώμα, λέγοντας πως στις μικρές, στις πιο μικρές στιγμές, ξεχωρίζει το φως από το σκοτάδι.
Άλλος ο κόσμος στην Αθήνα, κρύβει, από τότε τη χαρά, μοιράζεται μια σκέψη μα δεν αφήνει την στιγμή που θέλει να αγκαλιάσει.
Εργάτης στην εξόριξη μαρμάρου, στον Μαραθώνα, βρήσκει ρόλο.
Ό,τι τραβάμε πιο πολύ δείχνει τον χαρακτήρα, έτσι κι ο Αλέξης, παντρεύεται την πέτρα, μπαίνει σκόνη μέσα στο αίμα και δίνει τέμπο σε όλο τον μέσα κόσμο.
Είναι ζωντανά εκείνα τα χρόνια, στα άλογα λένε για τα χρόνια των αγώνων. Έτσι για τον Αλέκο εκείνες οι στιγμές, οπλές που σκίζουν άνεμο.
Έτυχε πάνω σε άλλες εποχές κρυφές και τίμιες, παράδοξο που φαίνεται μα όλα μπορούσαν να γίνουν μα μέσα στο μυαλό, στις πάνω στροφές τις σκέψης το μάτι έβλεπε το όνειρο, ίσα με κεί η δράση.
Σμιλεύει τώρα έναν σταυρό, ακόμη σε μια πέτρα που δίνει μάτια, με τα χέρια, χοντροδουλειά, μα φαίνεται, ψηλά-ψηλά στο στήθος του μαρμάρου η ανάσα από το στήθος του.
Ζωντάνεψε ο γέρος το άμορφο, την ξεχασμένη μάζα.
Μονολογεί :“ τα μάτια τάχουν να θωρούν,
μα κάνουν κι άλλη χρήση
μιλούν εκεί που δεν μπορεί
Το στόμα να μιλήσει”.
Συχνά μιλά μόνος του, στην ντοπιολαλιά είναι που καταλαβαίνει και η πέτρα η μαζεμένη από τον δικό του τόπο. Παραπονιέται για την μοναξιά, για την γυναίκα που έφυγε νωρίς, για τα παιδιά που όσο ήταν στο σχολείο, μικρά έτρεχε κόντρα στο χρόνο, όπως πάντα, μα τώρα που έφυγαν όλοι από γύρω σαν να άλλαξε η ώρα κόπηκε στο μισό η εποχή και ο λεπτοδείχτης του ρολογιού που πέταξε μια νύχτα, έτρεχε, μετρούσε δευτερόλεπτα αντί για τα λεπτά.
Το μάρμαρο, η πέτρα έχει ψυχή, λένε πως έχει χρόνο, αναπνέει, μεγαλώνει, βγάζει καημό στο πρώτο το νερό της.
Με ένα κοίταγμα γνώριζε που πονά, έπιανε που θα κόψει για να το κάνει ανώδυνο το χωρισμό, το σχίσιμο της πέτρας.
Γλεντούσε τα βράδια του στα καφενεία, έπαιζε λύρα και τραγουδούσε για τον έρωτα που ακόμη δεν τον είχε βρει, δεν τράκαρε στον χρόνο του με την γυναίκα αράχνη.
Η καρδιά του μαρμάρου συνέχιζε να συντροφεύει, να συγκινεί την δικιά του. Άλλωστε και μετά που παντρεύτηκε, έκαμε παιδιά, ποτέ δεν σταμάτησε να χτυπά στο ρυθμό της πέτρας.
Αν ήταν θηλυκό το μάρμαρο σίγουρα θα τον είχε ξεμυαλίσει.
Στο βουνό ξεκινούσε η δουλειά στον κρυμμένο ακόμη όγκο.
Βλέπεις κάτω από τα δέντρα, πίσω από το χρώμα, έξω από το παραμύθι του φωτός.
Με το μυαλό αλλάζει την εικόνα, μια ζωγραφιά που μπαίνει τραβώντας βίαια τον πραγματικό, στημένο, χωροχρόνο. Όπως βίαια θα βγει το μάρμαρο, θα σκιστεί η πέτρα κάνωντας αναβαθμίδες, λόρους, σκαλοπάτια στο βουνό σαν να οδηγούν καρφωτά, στην σκέψη των θεών.
Συρματόσχοινα τραβούν βίαια το μάρμαρο σαν αποξύσεις ζωντανών παιδιών από την μοιραία μάνα μας, τη γη.
Ένα μολύβι στο αυτί, γράμματα στις πέτρες, υπολογιστές Αντικυθήρων, που σβήνουν στη πρώτη πρώτη στάλα χρόνου.
Το κάθε κυβικό φτάνει τους τρεις τόνους, μέχρι τα 8 κυβικά, τι μπέρδεμα κι αυτό, τόσο να κόβουμε που να τα χωρά το κάρο, το σάπιο φορτηγό.
Μα το φιλέτο του μαρμάρου είναι αυτό; η στέκει περιμένει πιο κάτω, σαν νάναι άλλη γέννηση, το δεύτερο ή μήπως τρίτο, τέταρτο παιδί. Στο τέλος γράφεται το μέλλον, πάνω στους ασπαχνούς, στις σφάκες και μέσα στο κυνηγητό από τις άγριες μέλισσες που κάνουν σπιτάκια, τους πιδιακούς μοναχικούς, στον τόπο του Αλέξη, μα σε άλλους φορτωμένους, σε πιο πράσινες γωνιές, στήνουν μαζί τα φτερωτά φωλιές.
Ο ορίζοντας πάλι ξεγελά, ξέρει πως είναι να το λες. Αντικατοπτρισμός, τα σύμφωνα σπάνε πέτρες. Μα στο μέσα του μυαλού, εκεί που δίνει μάτι το συναίσθημα, είναι η χώρα αλλού, η χώρα που αληθινά μας αγάπησε πιο πάνω κι από μας, ο τόπο που θα θέλαμε να σβήσουμε για πάντα.
Κοιτά, στοχάζεται τις λέξεις δεν ήταν μοναχά το μάρμαρο, η πέτρα που πήρε έχτισε το μυαλό του, έμαθε από μικρός να τραγουδά μα μοναχά έναν σκοπό, ένα ποίημα από τα παιδικά του.
Ο Σταύρος Ματσάγκος, αυτός που μέσα στο γράμμα του μαρμάρου στέκει πια, τού τον γνώρισε, έβαζε στοίχημα στον πιτσιρίκο Αλέξη, ακόμη ξυράφι δεν έπιανε στο τρυφερό του μάγουλο, να διαβάζει, στην αρχή, μα μετά όλο και μάθαινε απέξω, να απαγγέλνει φωναχτά, όλη την ιστορία.
10.052 στίχοι, και να που ο Κορνάρος ζωντανεύει, μα πως αλλιώς, πεθαίνει ο ποιητής που έγραψε τις λέξεις; μια στάμπα, μια ξεφτιά, μές τις ρωγμής το μέλλον.
Αργά έμεινε το αντρόγυνο στην κάμαρα εκείνη
Που ήταν αρχή και μπήκανε στις αγάπης την οδύνη.
Σήμερα ας λογιάσουνε όσοι κι αν έχουν γνώση
Εκείνα που γινήκανε μέχρι να ξημερώσει…
Όσο μεγαλώνει τόσο και γράφει τα λόγια του Κορνάρου στο μυαλό, τόσο γίνονται σκληρά σαν το ζωντανο μάρμαρο, την δικιά του πέτρινη, αναπνέουσα, μνήμη.
Έρχεται ο γάμος, η στιγμή που ο γείτονας γίνεται πεθερός, τον διάλεξε γιατί στους τόπους που γνωρίζεις την γενιά, που ξέρεις τα πατρογονικά, μπορείς να είσαι σίγουρος για εκείνο που ταιριάζει.
Όλοι τριγύρω δείχναν το κορίτσι και ζήλευαν την τύχη που έκατσε μέσα στην αγκαλιά του, κι εκείνος, ο Αλέξης, στεκόταν ανοιχτά, χαμογελαστά με μια καρδιά όλα, έτσι του έδειξε ο πατέρας που όλα όσα είχε ένα χαμόγελο τα σκέπαζε. Έτσι επαναλαμβάνουμε, ξαναγράφουμε την ιστορία. Με την γραμμένη στιγμή που παίζουμε σαν πάρουμε την θέση του μοιραίου πρωταγωνιστή, όσο κραττά απαγγέλουμε τους μαθημένους από τα μικρά μας, κρυφούς στίχους.
Στην Έυβοια, έξω από το Αλιβέρι κοντά 20 χρόνια, παιρνούν, κόφτουν σαν νερό, καθαρό, κρύο, τρεχούμενο νερό τα χρόνια που δεν στέκονται παρά μονάχα στη θύμηση μιας ξεχασμένης θλίψης.
Τόπος σκληρός, που έβρεχε το μάρμαρο κάθε που άναβε το φιτίλι, μεροκάματο για τα σκληρά χέρια, αντίτιμο σκληρών χρόνων.
Επιστροφή στην Κάρπαθο, ο γεννηθείς τη φυλακή τη φυλακή λογάται, είναι που κάνει την στιγμή αιώνια. Στο νησί πλέκει σωρό τσιγάρα, τότε ακόμη πήγαινε τον καπνό κάτω, στα τρίσβαθα πνεμόνια, κατάπινε μαζί της αναμνήσεις μιας ζωής.
Η σύντροφος, στο μεταξύ, αλλάζει κατοικία, κατεβαίνει πιο κάτω στα δύσκολα, στα σιωπηλά, τον αφήνει μόνο να ζει με το τραγούδι, το γλέντι που δεν πρόλαβε να κάνει.
Έρχεται και θυμάται, πότε-πότε, εκείνο τον ρόλο, το μικρό ρολάκι, που είχε κομπάρσο στην Κόρινθο στις αρχές του ΄60.
Στην επική ταινία “ο λέοντας της Σπάρτης” έπαιζε τον στρατιώτη που κουβαλούσε τα χρυσά φλουριά, βαρειά που είναι τα βαμένα δίφραγκα, στον Εφιάλτη.
Ένα πέρασμα έκανε στην αμερικάνικη ταινία, ένας μουγγός, αδιάφορος ρόλος, μα που τον ακολουθεί στα φανερά όνειρα, εκείνα που γίνονται με ανοιχτά τα μάτια και που κοιτούν τον ουρανό μα βλέπουν φουρτουνιασμένο πέλαγο και εμάς καπεταναίους.
Στο γύρισμα πάνω της ζωής, τι μένει περισσότερο από το μικρό το λίγο, που είναι το πολύ, όταν ξεδιψά το πάθος, αναρωτιέται ακόμα
πως γίνεται ο μαντρακάς και το καλέμι να κάνουν την καρδιά του να ραγίζει. Μα να, είναι που άλλοι πιστεύουν στο βόδι και άλλοι στον κόρακα, κι εκείνος ένα γράφει στην ξωπορτιά του το τελευταίο, τελευταίο ταξείδι να είναι ανώδυνο, αναίσχυντο, ειρηνικό.
Μια καλή απολογία κρατά για τα λογής λάθη που έγραψε στο πέρασμα του και παρακαλεί για έναν ωραίο θάνατο.
Ωραίο που θα πει σύντομο δίχως ωδίνες, αγωνίες και τρομάρα.
Ο φόβος όταν παραμεριστεί κάνει εκείνα τα θεόρατα, τα μεγάλα, απίστευτα μικρά σαν τα μικρά παιγνίδια κοριτσιών που κάνουν τις κυρίες, πιατάκια, κουταλοπίρουνα μικρά, κουζινικά που στα παιδικά μάτια κατακτούν όλο τον κόσμο. Έτσι κι εμείς, βάζουμε σχήματα μπροστά που γεννούν συναισθήματα, πνίγοντας τα στα δάκρυα μιας αέναης προσμόνης, αδημονούμε στα γυαλιστερά κόκκινα μάτια του φόβου μας.
Ο θόρυβος από το πελέκημα της πέτρας περνά ψηλώτερα από τον αέρα, φτάνει στο χωριό και κάνει φωνή τη μοναξιά του.
Δύσκολα παγώνεις την στιγμή, μα είναι φορές που θέλεις να τρέξει περισσότερο να πιάσει το τελευταίο της όριο, την άκρη, άκρη.
Το μάρμαρο, η ζωντανή πέτρα στέκει και κάνει αγάλματα μέσα στο μυαλό του, αγάλματα όλων των στιγμών που έγιναν στα κρυφά δικές του, όπως θεριά κάνουμε όλοι την πράξη που αναθρέψαμε.
Στο τραγούδι της Αρετούσας σβήνει ξανά, ακόμη μια φορά, τον μοιραίο πόνο που τον έφερε στο τώρα.
Στο τέλος, γράφει, με τα λόγια: “αχ, ας ήξερα εγγλέζικα, κι ας είχα ένα μάτι..”.
Είναι η μοίρα μας, να κάνουμε κύκλους μέσα στην ανθρώπινη αδυναμία, που δεν είναι άλλη από την ανάγκη για επαφή για νοιάξιμο και μοίρασμα, για το κοινό τραγούδι.
Σαν την σπασμένη καμπάνα έτσι στέκεται κι ο Αλέξης, που είπε σκοπούς από τραγούδια, έκανε σωρό ανθρώπους να σταθούν, μα τώρα σιωπηλή έχει τον αέρα που ερωτοτροπεί μοναχά μαζί της, αφήνει έναν ξέπνεο ήχο, μια κραυγή, κάθε που ο περαστικός μπονέντης την χαϊδεύει.