Η γέννηση του Σκεπτικισμού, του Αγνωστικισμού και της θεωρίας της Σχετικότητας.

24grammata.com/ αρχαιότητα

Το κείμενο που ακολουθεί είναι εισαγωγή του ηλεκτρονικού βιβλίου ΔΙΟΓΕΝΗΣ  ΛΑΕΡΤΙΟΣ, Βίοι  Φιλοσόφων (Πύρρων και Τίμων), σε εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια και παραρτήματα του Αθανάσιου Α. Τσακνάκη. Το πλήρες ηλεκτρονικό βιβλίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην ψηφιακή μορφή του από το 24grammata.com

 

Εισαγωγή
«Πύρρωνα, τούτο ποθεί ν’ ακούσει η καρδιά μου: πώς, ενώ είσαι άνθρωπος, εύκολα ζεις με ησυχία, μόνος εσύ, απ’ τους ανθρώπους, που ακολουθεί θεϊκό τρόπο ζωής;».

Ο Διογένης ο Λαέρτιος έζησε στον 3ο μ.Χ. αιώνα, σε μία εποχή έντονων αντιπαραθέσεων και μεγάλων αναθεωρήσεων, τόσο στον πολυτάραχο χώρο τής ελληνικής κοινωνίας, όσο και στον πολυδαίδαλο χώρο τής ελληνικής φιλοσοφικής αναζήτησης και θρησκείας. Ο Διογένης υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους μελετητές τής αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους ερευνητές τής ιστορίας τής φιλοσοφίας. Το περίφημο έργο του «Βίοι Φιλοσόφων» αποτελεί μία από τις πληρέστερες και εγκυρότερες περιηγήσεις σ’ έναν εξέχοντα τομέα τής ελληνικής πνευματικής δημιουργίας. Τα κείμενά του – χωρισμένα σε δέκα βιβλία – δεν φιλοξενούν μόνον τις βιογραφίες των μεγαλύτερων στοχαστών τής ελληνικής αρχαιότητας, διανθισμένες με χαριτωμένα στιγμιότυπα τού προσωπικού και τού δημόσιου βίου τους, αλλά εμπεριέχουν και σημαντικότατες αναφορές στην διδασκαλία των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών.
Στο ένατο βιβλίο των «Βίων» του συναντούμε την εκτενή βιογραφία τού Πύρρωνα, τού ιδρυτή τού Σκεπτικισμού, καθώς κ’ εκείνη τού Τίμωνα, τού επιφανούς μαθητή και διαδόχου του. Ένα μεγάλο τμήμα τού πρώτου κεφαλαίου, εκείνου που αφιερώνεται στον Πύρρωνα, καταλαμβάνεται από μία εμβριθή σύνοψη των βασικών αρχών τού Σκεπτικισμού, η οποία συνοδεύεται από ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικές με την διαμάχη που αναπτύχθηκε μεταξύ των οπαδών τού Σκεπτικισμού και των οπαδών των άλλων φιλοσοφικών σχολών.
Από το ύφος τής συγγραφής μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Διογένης ο Λαέρτιος, εάν όντως δεν ήταν σκεπτικιστής («Σκεπτικός»), όπως υποστηρίζουν αρκετοί μελετητές τού έργου του, τότε ήταν τουλάχιστον θαυμαστής τής πυρρώνειας διδασκαλίας. Τα δύο κείμενά του, λοιπόν, είναι γραμμένα με ιδιαίτερη προσοχή και ακριβολογία, ενώ διασώζουν πολλές πολύτιμες πληροφορίες γιά τον Σκεπτικισμό και τους πρωτεργάτες του, ώστε ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να γνωρίσει επιτυχώς και να κατανοήσει σε βάθος τις κυριότερες αρχές τής Σκεπτικής κοσμοθεωρίας. Σε αρκετά σημεία των κειμένων του, ο βιογράφος κάνει ονομαστικές αναφορές και στις πηγές του, δηλαδή σ’ εκείνα τα συγγράμματα των Σκεπτικών φιλοσόφων, τα οποία μελέτησε πριν συντάξει τις δύο βιογραφίες. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά δεν σώζονται στις μέρες μας.
Είναι γνωστό κ’ επιβεβαιωμένο το γεγονός ότι ο Πύρρων υπήρξε ο ιδρυτής τού Σκεπτικισμού, αλλά συχνά αγνοείται – εκούσια ή ακούσια – το γεγονός ότι ο Πύρρων, οι μαθητές, οι οπαδοί και οι διάδοχοί του υπήρξαν, επίσης, οι θεμελιωτές τού Αγνωστικισμού και τού Σχετικισμού, γνωστού και με την ονομασία «θεωρία τής Σχετικότητας». Οι κυριότερες αρχές και των τριών κοσμοθεωριών εντοπίζονται μέσα στην πυρρώνεια διδασκαλία.
Ο Σκεπτικισμός διδάσκει την «αναστολή τής κρίσης», καθώς και την «επιφυλακτικότητα έναντι τής λήψης μιάς απόφασης σχετικής με την αληθινή φύση των όντων». Ο σκεπτικιστής περιορίζεται στην παρατήρηση των φαινομένων, αλλά αρνείται να κρίνει την φύση τους αυτή καθαυτήν. Ο Αγνωστικισμός, εξάλλου, υποστηρίζει την αδυναμία τού ανθρώπου να γνωρίσει – να κατανοήσει πλήρως – την πραγματική φύση των όντων. Ο αγνωστικιστής δηλώνει ότι αγνοεί την αλήθεια, καθώς και τον τρόπο ή την μέθοδο μέσω των οποίων θα μπορούσε να την γνωρίσει. Ο Σχετικισμός, τέλος, ισχυρίζεται ότι τα πάντα είναι σχετικά, οπότε ο σχετικιστής δεν εκδηλώνει την βεβαιότητά του γιά καμμία σταθερότητα ή μονιμότητα. Καμμία γνώση, καμμία αλήθεια, καμμία πραγματικότητα δεν έχει απόλυτο – βέβαιο και αμετάβλητο – χαρακτήρα, αλλά τα πάντα βρίσκονται σε συνεχή συσχετισμό με τα πάντα, και ως τέτοια πρέπει να γίνονται αντιληπτά από τον ανθρώπινο νου.
Αυτές οι τρεις φιλοσοφικές διδασκαλίες εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία, ενώ και οι τρεις πηγάζουν μέσα από την πυρρώνεια κοσμοθεωρία. Αυτή η θέση δεν έχει ως σκοπό της να υποβιβάσει ή να αγνοήσει την – μικρή ή μεγάλη – συμβολή των νεώτερων ερευνητών στην βαθύτερη μελέτη τού Κόσμου μας μέσω αυτών των τριών φιλοσοφικών συστημάτων. Ωστόσο, η επίμονη απόκρυψη των ονομάτων, τής καταγωγής, τού βίου και τής τεράστιας πνευματικής παραγωγής των πρωτεργατών τού Σκεπτικισμού, τού Αγνωστικισμού και τού Σχετικισμού, δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ακόμη «έγκλημα κατά τής επιστήμης», ένα «έγκλημα» που παραμένει «προκλητικά ατιμώρητο».
Εάν στον χώρο τής φιλοσοφίας η λέξη «πατέρας» όντως υπονοεί – μεταξύ άλλων – και τον «δημιουργό» μιάς νέας επινόησης (μιάς νέας «ιδέας»), τότε «πατέρας» τού Σκεπτικισμού, τού Αγνωστικισμού και τού Σχετικισμού είναι ο Πύρρων, ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος, από την Ηλεία τής Πελοποννήσου. Οι μετέπειτα σφετεριστές των διδασκαλιών του – αυτή η νύξη αφορά μόνον όσους δεν μνημονεύουν ποτέ τ’ όνομά του, καίτοι συνεχίζουν το δικό του έργο, βασισμένοι μέχρι σήμερα στις αρχές τής δικής του σχολής – εκτελούσαν ή εξακολουθούν να εκτελούν απλώς καθήκοντα «πατριών», και μάλιστα πατριών με έντονα «συμπλεγματικό» χαρακτήρα.
Πέρ’ απ’ αυτά, οι τρεις ομογάλακτες φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες αποκτούν – στην εποχή μας – ολοένα και περισσότερους οπαδούς, ιδιαίτερα στον χώρο τής νεολαίας. Και ενώ είναι πολύ ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι ανατρέχουν (επιτέλους!) στον φιλοσοφικό στοχασμό, περισσή απογοήτευση γεννά στον εχέφρονα άνθρωπο η διαπίστωση ότι η πλειψηφία των «νεοφιλοσοφούντων» σημειώνει μεγαλύτερες επιδόσεις στην υποκρισία, παρά στην φιλοσοφία αυτή καθαυτήν.
Ο Αγνωστικισμός, λοιπόν, κατάντησε ν’ αποτελεί ένα πολύ βολικό ένδυμα, κάτω από το οποίο οι «νεοαγνωστικιστές» κρύβουν τον αξιοθρήνητο φόβο τους και την εκούσια άγνοιά τους. Φοβούνται να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, επειδή φοβούνται τον οικογενειακό, κοινωνικό ή πολιτικό περίγυρό τους, από τον οποίον εναγωνίως περιμένουν κάποια μικρή ή μεγάλη αμοιβή έναντι τής προσεκτικής σιωπής τους ή τής εσκεμμένης άγνοιάς τους. Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι «νεοαγνωστικιστές» καλύπτονται πίσω από την άγνοιά τους, όχι γιατί αυτή είναι η φιλοσοφική τοποθέτησή τους, αλλά γιατί η διαδικασία τής απόκτησης γνώσεων ταράζει την απύθμενη οκνηρία και την απέραντη ραθυμία τους.
Ο Σκεπτικισμός, πάλι, υποφέρει από τους δήθεν «νεοσκεπτικιστές», οι οποίοι είναι απολύτως βέβαιοι – «δογματικά» βέβαιοι – γιά τα δικαιώματα και τα συμφέροντά τους, αλλά «αναστέλλουν την κρίση» τους όταν πρόκειται ν’ ασχοληθούν με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, ή με τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των συνανθρώπων τους. Έτσι, λοιπόν, πολλοί «νεοσκεπτικιστές» παρουσιάζονται «επιφυλακτικοί έναντι τής αλήθειας», εκτός εάν η τελευταία είναι «βολική» και αφορά αποκλειστικά και μόνον τα μικροσυμφέροντά τους.
Ο Σχετικισμός, εξάλλου, ο οποίος είναι – κατά κοινή αποδοχή – «πολύ τού συρμού» (πολύ «τής μόδας»), βάλλεται κυρίως από τους ίδιους τους «νεοσχετικιστές», η πλειοψηφία των οποίων θεωρεί ότι «τα πάντα είναι σχετικά», αρκεί να μην τίθενται σε αμφισβήτηση τα «απόλυτα» κεκτημένα δικαιώματά τους. Ενώ, λοιπόν, κατά την θεωρία τής Σχετικότητας, «ένα είναι απόλυτο: ότι τα πάντα είναι σχετικά» ή απλώς «τα πάντα είναι σχετικά», κατά τους περισσότερους «νεοσχετικιστές», «μάλλον τα πάντα είναι σχετικά, αρκεί να μην χάσουμε την ησυχία μας».
Παρ’ όλ’ αυτά τα τραγικά φαινόμενα, η εποχή μας γεννά και λαμπρές διάνοιες, ανθρώπους ιδιαίτερα εργατικούς και ευφυείς, άγνωστους στο ευρύ κοινό, ορισμένοι από τους οποίους αφιερώνουν μεγάλο μέρος τού καθημερινού βίου τους στην φιλοσοφική αναζήτηση. Στα πλαίσια αυτής τής αξιέπαινης αναζήτησης συναντούν τον Σκεπτικισμό, τον Αγνωστικισμό ή τον Σχετικισμό. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους – κυρίως – απευθύνεται η παρούσα έκδοση, σκοπεύοντας να συμβάλει, όσο μπορεί, στην διευκόλυνσή τους κατά την συναρπαστική πορεία τους μέσα στις ατραπούς τού υπέροχου κόσμου τού αρχαίου ελληνικού στοχασμού.
Η νεοελληνική μετάφραση τού παρόντος βιβλίου στηρίζεται στο πρωτότυπο αρχαιοελληνικό κείμενο των ακόλουθων εκδόσεων: Cobet C. G., Diogenis Laertii vitae philosophorum, Paris, 1850, και Long H. S., Diogenis Laertii vitae philosophorum, O. C. T., Oxford, 1964. Σκοπός της είναι – στο μέτρο τού ευλόγως δυνατού – να διατηρήσει την βασική φιλοσοφική ορολογία, να διασώσει την νοηματική δομή και να διαφυλάξει την επικοινωνιακή ποιότητα τού πρωτότυπου έργου, χωρίς να προδίδει τις ανεξάντλητες συντακτικές και εκφραστικές δυνατότητες τής νέας ελληνικής γλώσσας.
Η μετάφραση συνοδεύεται από περίπου διακόσια διευκρινιστικά σχόλια, καθώς και από τέσσερα σχετικά παραρτήματα, τα οποία φιλοδοξούν να την καταστήσουν σαφέστερη και διαυγέστερη. Η τελική κρίση επαφίεται στις αναγνώστριες και στους αναγνώστες τού βιβλίου, των οποίων οι καλοπροαίρετες παρατηρήσεις θα είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες.