Η Γειτονικαί Πόλεις, Κωμοπόλεις, και Χωριά του Σαμμακοβίου

24grammata.com-Θράκη/ ιστορικά ταξίδια

ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ Π.ΚΙΑΚΙΔΟΥ

Τώρα που γυρίζαμε άπ’ τις άλλες κωμοπόλεις καί τά χωριά, όπου οί δρόμοι μας είχαν οδηγήσει, σκέφθηκα, πώς δεν μπορούσα, μιλώντας και γρά­φοντας γιά τό Σαμμάκοβο νά αγνοήσω καί νά μή κάμω μιά μικρή, άλλα τόσο απαραίτητη, παρένθεσι γιά τά γύρω απ το Σαμμάκοβο χωριά καί πό­λεις.

Είναι σάν νά γράφης τήν βιογραφία ένος άνθρόπου και νά άντιπαρέλθης χωρίς νά σταθής στους φίλους, στούς εχθρούς καί στους άνθρώπους, τέ­λος πάντων, με τους οποίους είχε ο βιογραφούμενος σχέσεις. Τί λογής βιο­γραφία θα ήταν;

Ναι αυτό θά ήταν αδυναμία, αν επρόκειτο γιά τήν βιογραφία μιας ανθρώπινης ψυχής, εδώ όμως έχουμε μιά κωμόπολι. Τί σημασία θά είχε αν άναφέρη κανείς τις άλλες κωμοπόλεις καί τά χωριά με τά όποια είχεν αύτη σχέσεις; Μεγάλη σημασία. Η ψυχή μιας πόλεως, γιατί έχει ψυ­χή, ασχέτως αν αποτελείται από πολλές, είναι τό ίδιο με τόν άνθρωπο. Δη­μιουργεί σχέσεις εξ ανάγκης. Δεν μπορεί νά μην ελθη σ’ επαφή με τις άλ­λες πόλεις, όπως δεν μπορεί νά ξεκόψη ό άνθρωπος άπ.’ τήν κοινωνία. Κι αν πάλι τύχη και άποσπασθή της κοινωνίας ό άνθρωπος στην πραγματικό­τητα, αύτή ή άπόστασις είναι επιφανειακή. Συνεχίζει νάχη κάποια σχέσι. Οί ανθρώπινες σχέσεις είναι λογής – λογής. Εμπορικές συναλλαγές, φιλικές συνεντεύξεις, φιλάνθρωπος συμπαράστασης, έκμετάλευσις, ενοχλήσεις, έχθροπάξειες, μίσος ή αγάπη πραγματική, πού τήν γεννά ή συναίσθησις τών συγγενικών δεσμών, ή επίγνωσης της καλοσύνης ή ομορφιά της ψυχής, όπως καί τό αντίθετο, γεννιέται άπ τό κακώς εννοούμενο συμφέρον, άπ τό φθόνο ή τήν αγανάκτηση.

Έτσι κι οί πόλεις έχουν τις ίδιες σχεδόν σχέσεις με τους ανθρώπους. Μπορεί μίά πόλης νά έχθρευεται μιαν άλλη πόλι, επειδή υπερη­φανεύεται, νά τήν ένοχλή ή πρόοδός της, ή καί νά την μισή επειδή ή έτε­ρα ζή εις βάρος της. Μπορεί όμως καί νά τήν άγαπα γιά την συμπαράσταση της, γιά τήν καλοσύνη της, γιά τις άνημποριές της καί τήν δυστυχία της, κι’ ακόμη γιά τις ομοιότητες καί συγγένειες πού έχει μαζί της. “Ετσι. καί τό Σαμμάκοβο ήταν πάντα πολύ κοντά με τους γύρο τόπους. Δεν ήταν δυνα­τό νά ξεκοψη άπ’ τις αδελφές πόλεις καί τά όμοαιμα χωριά. Τους συνέδεαν τά πάντα. Οί χαρές, οί λύπες, ό τούρκικος κοινός ζυγός, ή γλώσσα, η θρη­σκεία, τά ήθη καί έθιμα, οί ίδιες ελπίδες, οί αυτοί σκοποί καί προσπάθειες. Κι οί σχέσεις ήταν πάντα αγαθές καί καλές. “Ετσι λοιπόν νοιώθετε πόσο εί­ναι ανάγκη νά μιλήσωμε γιά τά γύρο χωριά καί πόλεις που οί δρόμοι τοΰ Σαμμακοβίου, οδηγούσαν σ’ αυτές σαν αρτηρίες της καρδιάς που συνδέουν τά μέλη μ’ αυτήν. Τότε ή περιγραφή θά είναι ολοκληρωμένη.

ΤΡΟΥΛΙΑ
Τό πιο κοντινό χωριό προς τό Σαμμάκοβο ήταν ή Τρουλιά, με τήν ο­ποία ήτο πολύ συνδεδεμένο, τόσο πολύ που ή Ιστορία της, μετά τήν ‘ιδρυσι και τόν εποικισμό τοΰ Σαμμακοβίου, συνταυτίζεται με τήν δική του. Άνηκε στην Υποδιοίκησι Σαμμακοβίου, κι οί άνθρωποι της δούλευαν σ’ αυτό, οπως κι οί Σαμμακοβΐτες στά χωράφια καί τά λινοτριβεία τής Τρουλιας. Οί επιγαμίες ήσαν κάτι τό συχνό κι έτσι οί Σαμμακοβΐτες είχαν συγγενείς Τρουλιανούς καί τό αντίθετο. Απέχει μιά ώρα δρόμο καί βρίσκεται προς βορράν του Σαμμακοβίου, μέσα σέ λαμπρότατη, τοποθεσία. Λέγεται, χωρίς νά είναι απολύτους βέβαιον, ότι κτίσθηκε διακόσια χρόνια πρίν τουρκοκρατηθή ό τό­πος δηλαδή περί τό 1.200 περίπου μ. Χ. από κατοίκους τής γύρω περιοχής. Τό ονομά της πιθανόν, είναι παραφθορά τής λέξεως λειτουργία, (Λειτουργία λειτουργία, Τουρλιά, Τρουλιά). “Ηκμαζε πρίν άπ’ τό Σιδηροχώρι, κατεχουσα τά δάση καί τους αγρούς μέχρι τής Θυνιακής ακτής, οπου πλήθος α­πό γελάδες καί άλλα ζώα, τά όποια διέτρεφον οί Τρουλιανοί, βόσκοντας τα έκεΐ. Καλλιεργούσαν επίσης τό λινάρι άπ’ τό όποιο έβγαζαν άφθονο λινέ­λαιο, (μπεζίρι), τό όποίο χρησιμοποιείτο διά τόν φωτισμό, ακόμη καί τήν μαγειρική. Έφωδίαζαν μ’ αυτό ολα τά γύρω χωριά. Διά τήν εξαγωγή τοΰ λινελαίου από τό λινάρι χρησιμοποιούσαν μεγάλα ελαιοτριβεία (Μπεζιρχανέδες). Ήσαν επτά τόν αριθμόν καί σοζονται ακόμη σήμερα πελώριοι λίθοι α­πό αυτά, σέ διάφορα μέρη εντός τοΰ χωριού. Γύρω άπ’ τή Τρουλιά εύρίσκον­το χωριά, πού κατεγίνοντο με τήν εξαγωγή καί εκμετάλλευση τοΰ χαλκού καί τοΰ σιδήρου, καί τών οποίων, οί κάτοικοι μετώκησαν εις αυτήν μαζί με τήν ασχολία τους. Τούτο αναφέρεται υπό τής παραδόσεως άλλα κι’ άπ’ τις σκου­ριές πού φαίνονται σέ πολλά μέρη τής Τρουλιας. Υπέστη πάρα πολλά δεινά κατά τάς τότε έπιδρομάς τών Βουλγάρων. Έλεηλατήθη καί επανειλημμέ­νως έπυρπολήθη. Υπάρχει παράδοσης ότι κατελήφθη υπό Γενιτσάρων με τουμπελέκια (στρατιωτικά τύμπανα), οί οποίοι έφθασαν από τήν Θυνιάδα καί τήν Κρυφοκαλύβα, (Κορφοκολύμπι). Καί τήν μετωνόμασαν σέ Τρουλιά Κασαμ-πασή. Τήν βρήκαν ανθούσα, γεμάτη από σιτάρια, κρασιά, λινέλαια, ζώα καί μέταλλα. Στην αρχή έπροστάτευσαν τους κατοίκους, επειδή τους εξυπηρετού­σαν.

Αργότερα όμως υπέστησαν πολλά, ιδίως περί τό 1.500 όταν απεστάλη, υπό του τότε Σουλτάνου, ‘Αστυνομικός διοικητής (Ζαπτιέ), ό όποιος ήτο πολύ άκοινώνητος καί άξεστος. Λυτός κυριαρχούσε κι’ εξουσίαζε τά πάντα. Τότε, επειδή έχρειάζετο γιά τό κτίσιμο, ή καί γιά τήν μικροεπισκευή ακόμη, τής εκκλησίας, σχετική άδεια άπ’ τόν Σουλτάνο, αυτός ύ ίδιος πήγαινε από καιρού εις καιρόν, νύχτα εις τόν Νάρθηκα τής εκκλησίας και. έβγαζε τά πα­λιά κεραμμύδια και τοποθετούσε καινούρια γιά νά φαίνεται οτι έγινε νέα επισκευή. Τήν επομένη καλούσε τους κατοίκους καί ζητούσε νά δώσουν λόγο, τους ήλεγχε διά τό γεγονός αυτό, οτι δήθεν ενήργησαν άνευ σχετικού φιρμανίου Σουλτανικού καί εν τέλει κατέληγεν όλη ή απόθεσης σέ βαρύτατο πρόστι­μο, τό όποιον καί κατεβάλλετο αμέσως. “Εκοβε τά μουστάκια εκείνων, πού ήσαν αρειμάνια, μέ ψαλίδι. Επίσης συχνά ήρχοντο Κρισεβτάδες (είδος πε­ριπόλου), οί οποίοι έδιδαν τά τσαρούχια τους στους κατοίκους νά τά σέρ­νουν, σημείων περιφρονήσεως. Αυτοί έφιλοξενούντο υπό τών Τρουλιανών, και μετά απ το φαγί καί τό πιοτό είσέπραττον καί φόρον, τόν περίφημο ν (ντισπαρασή) φόρον τής μασέλας, όπως τόν έλεγαν. (Ντίς τουρκικά θαπή δόντι). Οι “Έλληνες έλεγαν ειρωνικά στους Τούρκους: «Βέβαια, αφού φιλοξενήθηκαν κι’ έφαγαν τον περίδρομο, ζητούσαν χρήματα διά τόν κόπο που υπεβλήθησαν τά δόντια τους». Έτράβηξαν δε περισσότερα υπό τών Κιρτζαλίδων Τούρκων, (θά μιλήσωμε άλλου γι’ αυτούς), οί όποιοι κυριολεκτικά εβασάνισαν, λήστεψαν, καί σκότωσαν, σκορπώντας τήν φρίκη καί τόν τρό­μο. Σώζονται μάλιστα λίγοι στίχοι από ενα λυπητερό τραγούδι τής εποχής τοΰ 1800.

Ηρτε Μάης καλοκαίρι, πάτησε ή Κριτζαλιά
επατήσαν τά χωριά μας, κατάστρεψαν τήν Τρουλιά
Σφάξαν νηούς, επήραν νέες, ξεκεφάλιασαν παιδιά…
Μες τής πύλης τά σοκάκια, παίζουν άτια μέ σπαθιά
και στή δόλια τήν Τρουλιά, κλαίνε μάννες γιά παιδιά.

Κατά την Ελληνική Επανάστασι τοΰ 1821 ρετίφια (έφεδροι) Τούρ­κοι, καλούμενοι Μπασιμποζούκοι, φέροντες μαχαίρια στο στόμα προς έκφοσισμόν, έβαζαν φωτιά στά σπίτια αν δεν τους έδιδαν ο,τι ζητούσαν. Υστερα από τόσας φρικτάς πιέσεις και βανδαλισμούς, οί φιλήσυχοι κάτοικοι άπογοητεύθησαν τελείως κι’ απεφάσισαν νά μεταναστεύσουν. Τις παραμονές όμως του ξεσηκωμού γιά μετανάστευσι, τό Πατριαρχείο Κωνστ/πόλεως πληροφορηθέν τά καθέκαστα και τήν απογοήτευση τόσων κατοίκων, έστειλε τόν τότε Μητροπολίτη Βιζύης, γιά νά σταματήση αυτόν τόν εκπατρισμό, τόν εκούσιο. Τους πρόλαβε πού έφευγαν, τους συνεβούλευσε, τους υπεσχέθη οτι θά έπαυαν πλέον τά δεινά τους, διότι τό Οικουμενικό Πατριαρχείο ε­νεργούσε προς τόν Σουλτάνο γιά νά αποστείλη πλέον προς αυτούς διοικητάς εγγραμμάτους και κάπως ευγενείς, και έτσι τους παρώτρυνε νά αλλάξουν γνώμη, εγκαταλείποντες τήν απόφασι πού πήραν. Τότε ένας προύχων Τρου-λιανός ρώτησε μέ τήν διάλεκτο τοΰ τόπου

«Αγι’ Δεσπότη! Τούρκοι άνε αύτοι πού άρτουσι;».
«Τούρκοι, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, αλλά καλοί άν­θρωποι, εγγράμματοι», απήντησε ό Δεσπότης, ευλογώντας τό πλήθος.
«”Εγ, τότε τράβα, παιδί μ’ Νικόλα, τράβα!!!» ειπεν ό πατέρας στό γυιό πού κρατούσε τό πρώτο κάρρο μέ τά πράγματα γιά τόν εκπατρισμό. Ετσι λοιπόν τό 1829 έφυγαν άπ’ τήν πατρίδα τους. Αρκετοί πήγαν στό Γαλάτσι τής Ρουμανίας οπου σήμερα ακόμη υπάρχει ή Τρουλιανή συνοικία. “Οσοι από­μειναν, μετά τήν προτροπή τοΰ Δεσπότη, συνέχισαν νά καταγίνωνται στην άνθρακοποιΐα, στή γεωργία, και στή κτηνοτροφία, ζώντας πιο ήσυχα, εως τό θλιβερό ξερρίζωμα όλης τής Ανατ. Θράκης. Αυτή πάνω κάτω είναι ή ιστο­ρία τής γειτονικής Τρουλιας, μέ τις τόσες ομορφιές. Τό Σαμμάκοβο κι’ οί κάτοικοι του αγαπούσαν τους Τρουλιανούς και τους πονούσαν σαν δικούς τους. Τής είχαν βγάλει καί στιχάκι γιά νά δείξουν τήν συμπάθεια τους και το θαυμασμό τους, νά πούμε έτσι:

Τρουλιά μου τά χωράφια σου
Τρουλιά μου τά νερά σου
Τρουλιά μου οί Κοπέλες σου,
Τρουλιά μου τά καλά σου.

“Ομως πολλές φορές οί Σαμμακοβΐτες τους πείραζαν λιγάκι τσουχτε­ρά καμμιά φορά, αλλά πάντα καλοπροαίρετα. Κι’ εκείνοι θύμωναν γιά μιά στιγμή, υστέρα όμως γελούσαν κι’ αύτοι μαζί. Συνήθως, τους πείραζαν, λέ­γοντας τους τήν ιστορία του τζορμπατζή τους. Αυτή πάνω κάτω είναι ή έξής .

Οι Τρουλιανοί στά παλιά χρόνια, είχαν ενα Τζορμπατζή (προύχοντα) ονόματι Μπιρμπινή. Αυτός μιά μέρα έχασε τόν αναπτήρα του (τσακμάκι). Στενοχωρήθηκε π:ολύ πού τώχασε. Πίστευε δε ότι κάποιος τό βρήκε καί δεν τοΰ τώδιδε. Του κατέβηκε τότε ή ιδέα νά βάλη τόν παπά του χωριού νά μιλήση γιά τόν αναπτήρα μετά τήν άπόλυσι τής λειτουργίας. Πράγματι ύ ι­ερεύς, γιά νά μήν τόν κακοκαρδίση, μετά τήν άπόλυσι βγήκε στην Ωραία Πύλη καί είπε στους Τρουλιανούς: «Ευλογημένοι χριστιανοί, όποιος βρήκε του Παππού τού Μπιρμπινή τό τσακμάκι, νά τό δώσ’ πίσω γιατί οί πέτρες καί τά σίδερα θά λυώσουν, μά εκείνος πού τό βρήκε όχι». Μ’ αυτό τό αθώο α­στείο πείραζαν οί Σαμμακοβΐτες τους Τρουλιανούς καί ζούσαν αρμονικά κον­τά – κοντά.

Γράφοντας γιά τις γειτονικές πόλεις καί τά χωριά έπρεπε ν’ άρχίσω,μετα αξιολογικά, πράγμα πού αμέσως θά κάμωμε.

Πρώτα πρέπει, νά μι­λήσωμε γιά τό γένος καί μετά γιά τό είδος. Πρώτα γιά τις Σαράντα Εκ­κλησίες, μετά γιά τήν Βιζύη κι’ ύστερα βέβαια γιά κάθε άλλο, τελειώνοντας στά μικροχωριά. “Ομως εμείς αρχίσαμε άπ’ τή Τρουλιά όχι γιατί ήταν με­γάλη πόλις, αλλά διότι αποτελούσε μέρος του Σαμμακοβίου.

ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ή πόλις τών Σαράντα Εκκλησιών κείται εις τους πρόποδας τού Μι­κρού Αίμου (Οροσειρά Στράντζας) καί απέχει περί τις δώδεκα (12) ώ­ρες απ’ τό Σαμμάκοβο. Άπό τήν Κωνσταντινούπολιν απέχει (34) ώρας προς Ν. Α., από τήν Άδριανούπολι προς Δ. ώρ. 10, Άπό τά σύνορα τής Ανατ. Ρωμυλίας προς Β. ώρας 8, από τήν Μαύρη Θάλασσα ώρες 10, καί από τήν Προποντίδα ώρες 18. Πότε κτίσθηκε, καί υπό ποίου, αγνοείται. Φαίνεται ο­τι υπήρξε αρχικώς μικρά πολίχνη, χωρίς τίποτε τό σημαντικόν καί άξιον λό­γου ώστε ν’ απασχολήση τήν ίστορίαν. Ό Σκαρλάτος Βυζάντιος (1797 -1878) στον Γεωγραφικό Πίνακα, ό οποίος έπεσυνάφθη είς τό τέλος τού Άπλοελληνικού Λεξικού του, λέγει οτι, παλαιότερα ή πόλις ώνομάζετο «Καρποδαίμων». Αυτό τό συμπεραίνει ύ Βυζάντιος από τά Γεωγραφικά τού Πτολεμαίου Κλαυδίου (150 μ. Χ.) όστις αναφέρει τό ονομά Καρπούδαιμον (τό). Μάλλον έκεΐ κοντά πρέπει νά εκείτο αυτή ή πόλις εις τήν αρχαιότητα. Τό ίδιο ονομά έχει κι’ ό χάρτης τοΰ Ρήγα Φερραίου, ή Βελενστινλή. Είς τό «Όδοιπορικόν» τού Αντωνίου (Δ’ αιών μ. Χ.) αναφέρεται τό Ονομά Ταρπόδιζος, ο δε Χάμμερ (1774 — 1856) είς τήν Ίστορίαν τής Τουρκικής Αύτοκρατορίας, λέγει οτι τό παλαιόν άύτής ονομά ήτο Ηράκλεια.

Τό πιο πιθα­νόν είναι τό πρώτον. Πώς τό άρχαϊον όνομα μετετράπη είς Σαράντα Εκ­κλησίας, είναι δύσκολο νά ποΰμε μετά βεβαιότητος. Τό πιθανώτερο είναι αυ­τό που αναφέρει ή παράδοσις. “Οταν κατέκτησαν τήν πόλιν οί Τοΰρκοι τω 1360

μ. χ. έπι Σουλτάνου Μουράτ τοΰ Α’, ό οποίος ανέθεσε τήν άλωσίν της είς τόν Χιζίρ Μπέη (υίόν τοΰ άρνησιθρήσκου Μιχάλ Μπέη, συμπολεμιστοΰ τοΰ Σουλτάν Όσμάν τοΰ Α’) προς τό νότιον μέρος καί έπι τής πεδιάδος υπήρχε κάποια εκκλησία (τουρκιστί Κλίσε). Είπαν λοιπόν τήν πολί­χνη Κίρ Κλισέ δηλαδή εξοχική Εκκλησία. Έκ τής παραφθοράς τής λέξεως Κίρ σέ Κίρκ, πού σημαίνει σαράντα (40), μετετράπη είς Σαράντα Εκκλη­σίες (Κίρκ- Κλισέ). Στην πραγματικότητα οΰτε τόσες εκκλησίες υπήρξαν ποτέ μήτε καί τό εκκλησάκι τής εξοχής σώζεται έκτος άπ’ τήν τοποθεσία, οπου υπάρχουν πολλά αρχαία μνημεία καί ερείπια, καί ή οποία λέγεται ακό­μη καί σήμερον Κλίσετζικ – γιολοΰ (δρόμος τής έκκλησούλας). Κατ’ αρχάς ή πόλις ήτο μικρά σέ πληθυσμό, συν τω χρόνω ομως ηΰξήθη ό αριθμός, ιδίως έπι Σουλτάν Μουράτ τοΰ Α’ (1372), οπότε ήλθαν καί συγκατοίκησαν πολ­λοί Τοΰρκοι. Τω 1674 ό Σουλτάνος Μεχμέτ ό Δ’, μετέφερε καί εγκατέστησε στην πόλι αυτή τους Εβραίους τής επαρχίας Καμενίτσης, τής ευρισκομένης πέραν τοΰ Δουνάβεως καί τοΰ όρους Αίμου. Επίσης εγκατέστησε στην επαρ­χία Σαράντα Εκκλησιών δυο χιλιάδες Σπαχήδες τους οποίους μετέφερε από τό “Ακκερμαν, τά Κίλλια καί τό Βεντέρ τής Βεσσαραβίας. Περί τά τέλη τοΰ δεκάτου ογδόου (ΙΗ’) αιώνος ηΰξησεν ό πληθυσμός ακόμη περισσότε-ρον ένεκα τών συνεχών επιδρομών ληστών καί ληστρικών συμμοριών, όπως τών Κιρτζαλήδων, τών Ντελιμπάσιδων, τοΰ Καρά Φεϊζή, τών Γενιτσάρων, τών Μπαλτατζήδων, τών Μποσταντλήδων καί αλλων. Οί κάτοικοι τών γύρω χωρίων άφηναν τόν τόπο τους καί έγκαθίσταντο στίς Σαράντα Εκκλησιές, οπου υπήρχε σχετική ασφάλεια.

Έπι Τουρκοκρατίας καί εντεύθεν ήτο ή πρω­τεύουσα τής ομωνύμου επαρχίας, κατόπιν Νομοΰ (μουτεσαριφλίκι). Αριθ­μούσε περί τάς 20.000 κατοίκους, έκ τών όποιων 12.000 ήσαν “Ελληνες, οί δέ υπόλοιποι ήσαν Τοΰρκοι, Βούλγαροι, καί ολίγοι Εβραίοι. Ητο έδρα Δι­οικήσεως καί Μεραρχίας Στράτου καί συνεδέετο σιδηροδρομικώς μέ τήν κυρία σιδηροδρομ. γραμμή Κων/πόλεως — Άδριανουπόλεως (σύνδεσμος Βαβαεσκή — ‘Αλπουλοΰ).

“Ενεκα τής φυσικής καλλονής της είναι μία εκ τών ωραιό­τερων πόλεων τοΰ βορείου τμήματος τής Ανατολικής Θράκης. Διασχίζεται ύ­πό ενός χειμάρρου καί χωρίζεται σέ δύο υψώματα οπου υπήρχαν οί σπουδαι­ότερες ελληνικές συνοικίες της, όπως ή συνοικία τής Μητροπόλεως, τών Σαράντα Μαρτυρούν, Καρά – μουρά κ.α. Ή θέα είναι μαγευτική από τά υψώ­ματα αυτά, οπου βλέπει κανείς ολη τήν κατάφυτη πεδιάδα, καθώς καί τά δάση τών οπωροφόρων δένδρων, τά όποια ευχαριστούν καί ζωογονούν τους κατοίκους της.

Τήν περιφέρειαν τής πόλεος θά ημπορούσε κανείς νά διατρέξη είς διάστημα μιας περίπου ώρας. Οί κάτοικοι της ήσχολοΰντο μέ τήν γεωργία καί τήν αμπελουργία, οί περισσότεροι. Ή αστική τάξις ήσχολεϊτο κυρίως μέ τό εμπόριο τήν βιομηχανία (Εργοστάσια αλεύρων καί ποτοποι­ίας, Ιδίως οΰζου καί κονιάκ) καί σ’ άλλα διάφορα αστικά επαγγέλματα (ίατροί, φαρμακοποιοί, δικηγόροι κ.λ.π.) Είχε είς έπίζηλον βαθμών άνεπτυγμένη τήν παιδεία της, μέ χίλιους καί πλέον μαθητάς, τελευταία δέ καί πλήρες Γυμνάσιον. Ήτο καί έδρα Μητροπολίτου. Ή πρώτη συστηματική «Έλληναηκή Σχολή» τών Σαράντα Εκκλησιών χρονολογείται άπό τοΰ 1833 καί σ’ αύτη έδίδαξαν καί τήν διεύθυναν άνδρες ποΰ έγιναν κατόπιν Πανελλήνιοι, όπως ό Άδριανουπολίτης Δημ. Χαριτίονίδης (1838 — 45) ο μετέπειτα Οι­κουμενικός Πατριάρχης , γνωστός μέ το ονομά Διονύσιος ο Ε’ (188 7 -— 91), αυτός ποΰ διέταξε το κλείσιμο τών Εκκλησιών (Όκτ. 24 Δεκ. 1890) έξ αιτίας του έκινδύνευσαν τότε τά προνόμια τοΰ υποδούλου Γένους (τών ρα­γιάδων). Επίσης τήν Σχολήν διηύθυνε (1846 — 48) ό ‘Ιεροδ. “Ανθιμος έκ Σαράντα Εκκλησιών, Βούλγαρος τήν καταγωγή, ποΰ τον έσπούδασε ή Έλ. Κοινότης είς τήν Θεολογ. Σχολήν τής Χάλκης, κατόπιν δέ, όταν έγινε Μη­τροπολίτης Πρεσλάβας και μετά Βιδύνης, άπεσκίρτησε άπό τήν Ελληνική Όρθοδοξία, έκήρυξε το σχίσμα καί έγινε καί Α’ “Εξαρχος τών Βουλγάρων (1872). Διευθυντής τής Σχολής υπήρξε καί ό πολύς Μελισσηνός Χριστοδούλου (1878 — 80) Σαμμακοβίτης τήν καταγωγή έκ μητρός (το γένος Μπαμπάκογλου), άριστος νομικός, πού συνέγραψε καί τό περίφημο σύγγραμμα «Τά κωλύματα τοΰ γάμου» καί πολλά άλλα περί Θράκης καί Σαράντα Εκ­κλησιών, κατόπιν Επίσκοπος Παμφίλου (Ταταΰλα Κων/πόλεως) καί τελευ­ταία Μητροπολίτης Μαρωνείας καί Θάσου (1*1920). Ό Σταμάτιος Ψάλτης (1869 — 1926) Σαρανταεκκλησιώτης ό διαπρεπής γλωσσολόγος καί συγγρα­φεύς Καθηγητής (πού σάν άλλος Γεώργιος Βιζυηνός πρόωρα κατέληξε καί αυτός είς τό ψυχιατρεΐον τοΰ Δαφνιού). Έπι τών ημερών τοΰ Ψάλτη ή Α­στική Σχολή τών Σαράντα Εκκλησιών προήχθη είς τέλειον Ήμιγυμνάσιον (1900) διά ν’ άποβή καί πλήρες Γυμνάσιον αμέσως μετά τήν Ελληνική Κα­τοχή (1920) μέ πρώτον Γυμνασιάρχην τόν διαπρεπή φιλόλογον καί Παιδα­γωγό έκ Κρήτης Γ. Ζομπανάκην (κατόπιν Έκπαιδ. Σύμβουλο τοΰ ‘Ιπουρ-γειου Παιδείας είς Αθήνας) καί πρώτον φιλόλογον καθηγητήν τοΰ Γυμνα­σίου, τόν νεαρό τότε καί σεβαστό σήμερα Καθηγητή τών Έλλην. Γραμμάτων εις το Εθν. Πανεπιστήμιο Κωνσταντϊνον Βουρβέρην.

Ώς απλοΰς διδάσκα­λος έδίδαξε επίσης (1891) Ο νεαρός τότε Κοσμάς Μυρτίλος Αποστολίδης, ό Φιλλιππουπολίτης, ό κατόπιν ιστορικός τοΰ Θρακικού Ελληνισμού καί συγγραφεύς τής Ιστορίας τής Φιλιππουπόλεως. Επίσης ο εθνικός μετέπειτα διδάσκαλος Ιωάννης Μαγκριώτης (+ 1944), ό έκ Σαράντα Εκ­κλησιών Άθ. Χηνόπουλος, τής Μεγάλης τοΰ Γένους Σχολής καί ό κατό­πιν έθνομάρτυς έκ Σκοποΰ Σϊμος Σιμόπουλος κ.α.

Τήν μεγάλην πρόοδονκαί τήν άνθηροτάτην άκμήν τής πόλεως τών Σαράντα Εκκλησιών μαρτυρούν καί τά πολλά καί περίφημα Σοματεϊα της, εκπαιδευτικά, φιλανθρωπικά, α­θλητικά, καλλιτεχνικά κ.λ.π, κατά ένορίαν καί όνομασίαν τών συνοικιακών εκκλησιών: Κοίμησις τής Θεοτόκου (Παναγία τής Μητροπόλεως), τών Σα­ράντα Μαρτύρων, τών Άγιων Πάντων καί τοΰ Τιμίου Προδρόμου (“Αγι –Γιάννη), μέ τά ομώνυμα ενοριακά σχολεία αρρένων καί θηλέων χωριστά, μέ τό Κεντρικό Παρθεναγωγείο, καί έπι κεφαλής, ολων τόν Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο (έτος ιδρύσεως 1805), μέ τήν Φιλεκπαιδ. Αδελφότητα «Ελπίδα», τών Άγιων Πάντων (1872), τήν Άγαθοποιόν Αδελφότητα «Ειρήνη», τών Σαράντα Μαρτύρων (1871), τήν φιλόπτωχο Αδελφότητα ^Ομόνοια» (1870), τής όποιας σκοπός οπως έλεγε τό καταστατικον της (αρθρ. 1) ήτο ή κατά τό ενόν περιποίησις καί περίθαλψης τών πενήτων καί άσθενούντων ενδεών ανεξαρτήτως φυλής καί θρησκείας, καί ή ύποστήριξις παίδων φιλο­μαθών αμφοτέρων τών φύλων, καί τό μεταγενέστερον Σωματεΐον «Αγάπη» τής ενορίας τοΰ Τιμίου Προδρόμου . Πρώτον μεταξύ τών καλλιτεχνι­κών καί γενικώς τών μορφωτικών Σωματείων ήρχετο ό Μουσικός “Ομιλος «Αρίων» ή χαρά καί τό καύχημα τών Σαρανταεκκλησιωτών, αυτός είχε καί τήν πρωτοβουλίαν κάθε φορά διά τάς θεατρικάς παραστάσεις πού αποτελού­σαν κοινωνικόν γεγονός, αλλά καί έτροφοδοτοϋσαν μέ τάς γενναίας εισπρά­ξεις των τους εκπαιδευτικούς καί φιλανθρωπικούς σκοπούς τής Κοινότητος. Τό μεγαλοπρεπέστατο Κεντρικόν Σχολεϊον (Γυμνάσιον) κτισμένο (1910;) στό κεντρικώτερο καί περιφανέστερο σημείο τής πόλεως, μέσα στή μεγάλη πλατεία της, σάν ενα υπέροχο πνευματικό φρούριο, έδέσποζε επάνω σ’ ολη τήν περιοχή, μέ πλαίσιο προς Βορράν τάς τελευταίας πυκνάς διακλαδώσεις τών βουνών τής Στράντζας (Μικρ. Αίμος) καί προς Νότον καί Ανατολάς τόν άπέραντον καί κατάσπαρτον Θρακικόν κάμπον προς Λουλέ Μπουργάζ καί Ραιδεστόν. Τό 1912 πλησίον τών Σαράντα Εκκλησιών έγινε ή μεγάλη μάχη μεταξύ Τούρκων καί Βουλγάρων (9 — 11ης Όκτωβρίου). Μετά τήν κατάληψίν της ύπό τών Βουλγάρων μετωνομάσθη ύπ’ αυτών δι’ ολίγον διά­στημα είς «’Λόζενγκραδ (Άμπελούπολις) ένεκα τών άφθόν«) αμπελώνων της. Ή θέσις της υπήρξε πάντα σπουδαίας στρατιωτικής σημασίας. Οί κά­τοικοι της έξεπατρίσθησαν τω 1922 καί μαζί μέ τους άλλους “Ελληνας τής Θράκης κατέφυγαν στην Ελλάδα. “Ενα μεγάλο μέρος εξ αυτών, άστικόν κυ­ρίως, μαζί μέ άλλους πρόσφυγας προερχομένους άπό τάς παλαιάς γειτονικάς Κοινότητας Σκοποΰ Γέννας, Βιζύης, Λουλέ — Μπουργάζ, Σκεπαστού κ.α. ίδρυσαν καί απετέλεσαν τόν σημερινόν ωραίο συνοικισμό τής Θεσ)νίκης «Συνοικισμός Σαράντα Εκκλησιών» πού άπό τά ύψώματά του δεσπόζει ο­λοκλήρου τοΰ Θερμαϊκού κόλπου, καί ο όποιος διακρίνεται διά τήν καλαισθη­σία του καί τήν προοδευτικότητα του (λαμπρόν Δημοτ. Σχολεϊον, Σύλλογος Γονέων καί Κηδεμόνων o Καρποδαίμων» Θρακική Εστία, κ.λ.π.)

Τό Σαμμάκοβο είχε πολλάς σχέσεις μέ την έδρα τής Διοικήσεως όντας αύτό Υποδιοίκησις τοΰ Νομοΰ Σαράντα Εκκλησιών (Καϊμακαρλίκ)· Έξ άλλου άπ’ τις Σαράντα Εκκλησιές έπρομηθεύοντο οί έμποροι τοΰ τόπου μας τά εμπορεύμα­τα τους, διότι ή Ραιδεστός, ή σημαντική, αύτη εμπορική πόλις τής Άνατολ. Θράκης έπεφτε πολύ μακρυά καί δέν συνέφερε νά μεταφέρη κανείς άπό κεί οτι χρειαζόταν το μαγαζί του. Μετά τήν Άδριανούπολι ή Ραιδεστός, αί Σα­ράντα Εκκλησίαι κ.λ.π, ήσαν τά σπουδαίοτερα πολιτιστικά κέντρα τοΰ Ελ­ληνισμού τής Ανατ. Θράκης.http://tolinionews.blogspot.com