Η Ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία

24grammata.com / θέματα αποδήμων

Σύμφωνα με στοιχεία των επίσημων στατιστικών πηγών της Αυστραλίας, το 95.7% των Ελλήνων πρώτης γενιάς δε χρησιμοποιούν την Αγγλική γλώσσα στο σπίτι. Το 93.6% χρησιμοποιεί την Ελληνική γλώσσα, ενώ ποσοστό 3.9% δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν τη “Μακεδονική”. Το ποσοστό αυτών φτάνει το 30.6% στη Δυτική Αυστραλία. Βέβαια, τα ποσοστά αυτά μειώνονται δραστικά καθώς κανείς μετακινείται προς την δεύτερη, τρίτη ή και τέταρτη ακόμη γενιά. Ενα ποσοστό 3.9% της πρώτης γενιάς χρησιμοποιεί αποκλειστικά την Αγγλική γλώσσα στο σπίτι.

Οσο και αν οι αριθμοί που αναφέρονται στην πρώτη γενιά εμφανίζουν μια εικόνα όπου η πλειοψηφία μιλάει ακόμη Ελληνικά, το σύνολο των ατόμων που δήλωσαν ότι μιλούν και Ελληνικά (εκτός από τα Αγγλικά), κατά την απογραφή του 1986, ήταν μόλις 268.000. Η σχετική ερώτηση της απογραφής δεν έθετε το θέμα αν οι ερωτώμενοι διαβάζουν και γράφουν επίσης (εκτός από το να μιλούν) μια άλλη γλώσσα εκτός από την Αγγλική, ούτε το θέμα του τί διαβάζουν και πόσο στη γλώσσα αυτή. Είναι σχεδόν βέβαιο λοιπόν ότι ο συνολικός αριθμός των ατόμων που έχουν πολύ καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας είναι πολύ μικρότερος, και δεν θα πρέπει να ξεπερνάει το 25%. Το ποσοστό αυτό μάλιστα δεν είναι ομοιόμορφο σε όλη τη χώρα, αλλά μικραίνει πολύ στις απομονωμένες και μικρές κοινότητες, όπως για παράδειγμα στη Δυτική Αυστραλία. Αν συνδυάσουμε την παρατήρηση αυτή με την συνεχιζόμενη πτώση εγγραφών στα Ελληνικά σχολεία της Αρχιεπισκοπής, την αυξανόμενη χρήση της Αγγλικής γλώσσας από τον ομογενειακό Τύπο, την αύξηση των Ελλήνων συγγραφέων που προτιμούν την Αγγλική σαν μέσο έκφρασης και ακόμη τη χρήση της Αγγλικής απο ορισμένους ιερείς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Ελληνικό στοιχείο της Αυστραλίας τείνει προς μια κατεύθυνση αφομοίωσης ή “Αυστραλοποίησης”, πρώτο δείγμα της οποίας είναι η προοδευτική κατάργηση χρήσης της Ελληνικής γλώσσας.

Οσον αφορά στη γλωσσική ικανότητα των Ελλήνων στα Αγγλικά, ποσοστό 60.5% εκτιμούν ότι έχουν πολύ καλή ή καλή ικανότητα, 34.9% κακή ή καθόλου ικανότητα, ενώ οι γυναίκες παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερη ικανότητα στα Αγγλικά, ιδίως στις μεγάλες ηλικίες.

Η Ελληνική γλώσσα στην Αυστραλία έχει αποτελέσει αντικείμενο πολύχρονης και εκτενέστατης έρευνας του κ. Αναστάσιου Τάμη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο La Trobe της Victoria. Τα παρατιθέμενα εδώ αποτελούν συμπεράσματα, μερικά από τα οποία αποκλίνουν κάπως από τια αντίστοιχα στοιχεία των επίσημων πηγών, που έχουν παρουσιαστεί σε δημοσιευμένες μελέτες του, αντίγραφα των οποίων είχε την καλοσύνη να διαθέσει στην ερευνητική ομάδα.

Σύμφωνα με τις μελέτες αυτές, οι μεταπολεμικές Αυστραλιανές Κυβερνήσεις προσπάθησαν να εφαρμόσουν ή έτειναν να επιθυμούν την εφαρμογή προγραμμάτων αφομοίωσης. Ομάδες μεταναστών αποθαρρύνονατν από το να χρησιμοποιούν ή να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα ενώ προτρέπονταν να μαθαίνουν και να χρησιμοποιούν τα Αγγλικά. Αλλες γλώσσες δε διδάσκονταν στα Δημοτικά ή στα Γυμνάσια πριν το 1970, ενώ τα παροικιακά σχολεία που δίδασκαν μαθήματα στη μητρική γλώσσα συχνά αναφέρονταν σαν “κρυφά σχολειά”.

Οι περιορισμοί αυτοί ήρθησαν με την εφαρμογή της πολιτικής του “πολυπολιτισμού”, το 1973. Από το 1975 οι μαθητές των Δημοτικών και των Γυμνασίων ενθαρρύνονταν να διατηρήσουν την μητρική τους γλώσσα ή να μάθουν μια γλώσσα άλλης μεταναστευτικής ομάδας, ενώ από το 1976 άρχισαν να λειτουργούν τα πρώτα Ελληνικά δίγλωσσα προγράμματα στο Brunswick East High School και στο Lalor Primary School, στη Victoria. Ωστόσο, η προσοχή που δίνεται σήμερα, στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, είναι μάλλον περιορισμένη, ενώ η τάση της μονογλωσσίας παραμένει ισχυρή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 μόνο 10% των ατόμων με μητρική γλώσσα την Αγγλική μάθαιναν και άλλη γλώσσα στη δευτεροβάθμια ή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τα αποτελέσματα της πολιτικής της αφομοίωσης αντικατοπτρίζονται στις γλωσσικές μετακινήσεις διάφορων εθνογλωσσικών ομάδων. Ωστόσο, οι Ελληνοαυστραλοί εμφανίζουν τη μεγαλύτερη εθνογλωσσική ζωτικότητα. Η Νεοελληνική γλώσσα είναι αριθμητικά η δεύτερη ισχυρότερη μητρική γλώσσα που μιλιέται στην Αυστραλία (εκτός από τα Αγγλικά), μετά τα Ιταλικά. Εκτιμάται ότι το 1986 ποσοστό 99.7% των Ελλήνων μεταναστών (πρώτη γενιά) χρησιμοποιούσαν κανονικά την Ελληνική γλώσσα. Υπολογίζεται ότι 62% των Ελλήνων χρησιμοποιεί μόνον την Ελληνική γλώσσα, 34% την Ελληνική και την Αγγλική, κατά περίπτωση και 4% αποκλειστικά την Αγγλική. Οσον αφορά στη δεύτερη γενιά Ελληνοαυστραλών (γεννημένων στην Αυστραλία), 68% χρησιμοποιούν αποκλειστικά την Ελληνική γλώσσα, όταν επικοινωνούν με τους γονείς τους, ενώ 27% χρησιμοποιούν και την Ελληνική και την Αγγλική. Μόνο 5% των ατόμων αυτών χρησιμοποιούν αποκλειστικά την Αγγλική γλώσσα για να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους.

Ο ρυθμός μετακίνησης προς τη χρήση της Αγγλικής γλώσσας αυξάνεται στο 14% στην τρίτη γενιά. Ο ρυθμός αυτός επηρεάζεται οπωσδήποτε και από τη σταθερή μείωση νέων μεταναστών από την Ελλάδα και δεν είναι σταθερός σε όλες τις Πολιτείες. Παράγοντες που επηρεάζουν τις διαφορές αυτές ανάμεσα στις Πολιτείες είναι πιθανόν το πλήθος των μικτών (διεθνικών) γάμων, η ύπαρξη ή μη εθνικού δικτύου που συνεπάγεται ύπαρξη ή μη ευκαιριών εκμάθησης της γλώσσας, ο πληθυσμός κάθε κοινότητας, ψυχολογικοί παράγοντες, καθώς και η γλωσσική πολιτική της συγκεκριμένης Πολιτείας.

Περίπου 96% ενός δείγματος Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, που εξετάστηκε σε μελέτες του Καθ. Τάμη, εξέφρασε την άποψη ότι όλα τα άτομα Ελληνικής καταγωγής που ζούν στην Αυστραλία θα πρέπει να γνωρίζουν Ελληνικά. Περίπου 61% επικαλούνται για τη θέση τους αυτή λόγους παράδοσης, πολιτισμού και εθνικής ταυτότητας, 34% επικαλούνται λόγους πρακτικούς και γλωσσολογικούς, ενώ το μικρότερο ποσοστό (0.6%) επικαλούνται θρησκευτικούς λόγους. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι τα άτομα της δεύτερης γενιάς που επικαλέσθηκαν πολιτιστικούς λόγους για τη διατήρηση της γλώσσας ξεπέρασαν σε ποσοστό αυτούς της πρώτης γενιάς.

Παρόλη την καθυστερημένη εφαρμογή της πολιτικής του “πολυπολιτισμού”, η δίγλωσση εκπαίδευση δεν αναπτύχθηκε στην Αυστραλία μόνο μεταπολεμικά. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν περίπου 90 δίγλωσσα σχολεία, τα περισσότερα υπό τη διαχείριση των Λουθηρανικών εκκλησιών της Γερμανοαυστραλέζικης κοινότητας. Ωστόσο, ο αριθμός των σχολείων αυτών μειώθηκε σε 75 στις αρχές του αιώνα.

4.2 Η Λογοτεχνία

Όπως είδαμε ήδη, οι Έλληνες εμφανίζονται στην Αυστραλία από τις αρχές κιόλας του προηγούμενου αιώνα. Ωστόσο, το κύριο μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αυστραλία άρχισε τη δεκαετία του 1960. Η πολιτική της “πολυμορφίας” που ακολούθησαν οι Αυστραλιανές Κυβερνήσεις, με στόχο όχι την αφομοίωση των διάφορων εθνοτήτων από μία ή σε μία, αλλά αντίθετα τη διατήρηση και ενίσχυση των εθνικών χαρακτηριστικών και των πολιτιστικών ταυτοτήτων, αποτέλεσε το καλύτερο δυνατό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπόρεσε να ανθήσει η λογοτεχνία των Ελλήνων απόδημων της Αυστραλίας.

Μια διαχρονική ανάλυση της Ελληνικής λογοτεχνίας στην Αυστραλία μπορεί να βρεθεί στη δουλειά του κ. Γ. Καναράκη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Charles Sturt, δουλειά που έχει δημοσιευθεί σε ποικίλα περιοδικά και βιβλία και που χρησιμοποιήθηκε σα βάση για την παράγραφο αυτή, όπως εμφανίστηκε στο περιοδικό “Η Λέξη”, Ιούλιος-Αύγουστος 1992.

Η Ελληνική λογοτεχνία που αναπτύχθηκε στην Αυστραλία απ’ τις αρχές του αιώνα ως σήμερα έχει να παρουσιάσει λογοτέχνες και έργα υψηλής αξίας και ποιότητας. Τα πρώτα λογοτεχνικά δείγματα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας είναι κυρίως προφορικές ποιητικές συνθέσεις, χαμηλής μεν λογοτεχνικής αξίας, σημαντικές όμως από κοινωνικοϊστορική άποψη. Πρόκειται για μιμήσεις δημοτικών τραγουδιών, όπου σατυρίζονται παροικιακοί χαρακτήρες ή σχολιάζονται κοινωνικά γεγονότα.

Ταυτόχρονα σχεδόν, η γραπτή ποίηση, δημοσιευμένη κυρίως στον Τύπο, ξεκινώντας από απλές παραδοσιακές ομοιοκατάληκτες φόρμες, πέρασε βαθμηδόν σε πιο καλλιεργημένες συνθέσεις και στα μεταπολεμικά χρόνια, χωρίς να εγκαταλείψει ολότελα τα παραδοσιακά σχήματα, ανανεώθηκε υφολογικά, μορφολογικά και θεματολογικά, υιοθετώντας τον ελεύθερο στίχο και το σύμβολο και καλλιεργώντας ένα μεγαλύτερο φάσμα ειδών (επικό, λυρικό, γνωμικό, θρησκευτικό κλπ).

Ενώ η ποίηση υπήρξε το αποτέλεσμα της αβίαστης και πηγαίας έκφρασης της ψυχοσύνθεσης και της εμπειρίας του Έλληνα μετανάστη, δε συνέβη το ίδιο και με την πεζογραφία στην Αυστραλία, που χρειάστηκε ένα συγκλονιστικό ιστορικό γεγονός, τη Μικρασιατική καταστροφή, για να πυροδοτήσει την εμφάνισή της. Μέσα απ’ το μεταναστευτικό προσφυγικό κύμα αναδύθηκε μια νέα γενιά λογοτεχνών με υψηλό επίπεδο μόρφωσης που απηχούσε την ζωντάνια και την πολιτιστική άνθηση των πνευματικών κέντρων απ’ τα οποία ξερριζώθηκε. Η συμβολή των ανθρώπων αυτών στη μεταναστευτική λογοτεχνία υπήρξε τεράστια, γιατί όχι μόνο αυξήθηκε η λογοτεχνική παραγωγή σε ποσότητα και ποιότητα, αλλά και εμπλουτίστηκε με τη διηγηματογραφία, το πεζοτράγουδο, την ταξιδιογραφία, την αυτοβιογραφία και τη λογοτεχνική αλληλογραφία. Το γεγονός ότι οι περισσότεροι λογοτέχνες της μεταμικρασιατικής περιόδου ήσαν ιδιοκτήτες εφημερίδων, εκδότες ή δημοσιογράφοι, βοήθησε στην καθιέρωση μιας άρρηκτης σχέσης τύπου και λογοτεχνίας και στην ευρύτερη προβολή της λογοτεχνικής δημιουργίας μέσω του τύπου.

Λιγότερο παραγωγική απ’ την ποίηση και την πεζογραφία υπήρξε η θεατρογραφία. Λίγα μονόπρακτα έχει να επιδείξει η περίοδος 1940-1950, ενώ η εισροή νέου μεταναστευτικού κύματος, απ’ το 1952 και μετά, συντελεί αποφασιστικά στην αύξηση των θεατρικών έργων και στη διεύρυνση των θεμάτων. Λίγοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με το λογοτεχνικό μελέτημα, γράφοντας λογοτεχνικά δοκίμια και κριτικές, κυρίως στα Ελληνικά.

Όσον αφορά στη θεματική της ποίησης και της πεζογραφίας, αξίζει να παρατηρήσουμε πως στα πρώιμα λογοτεχνικά έργα κυρίαρχο θέμα ήταν η ξενιτιά. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως, ο σκοπός του Έλληνα μετανάστη δεν είναι πλέον να συγκεντρώσει κάποιο οικονομικό κεφάλαιο, που θα του επιτρέψει αργά ή γρήγορα να επαναπατρισθεί, αλλά να εγκατασταθεί στη νέα γή, να αδράξει ευκαιρίες που στην πατρίδα δε θα του δίνονταν, να δημιουργήσει και να πετύχει. Μέσα στο νέο πνεύμα που διαμορφώθηκε, φυσικό ήταν το θέμα της ξενιτιάς να εξασθενίσει και να δώσει τη θέση του σε προβληματισμούς σχετικά με τον αγώνα προσαρμογής ή με την ψυχολογία της 2ης γενιάς που συνθλίβεται ανάμεσα σε δύο κουλτούρες ή σχετικά με το βαθύτερο κοινωνιολογικό φαινόμενο της μετανάστευσης. Πολιτικοκοινωνικές αναταραχές ή φυσικές καταστροφές (σεισμοί) δεν αφήνουν, επίσης, αδιάφορους τους μετανάστες λογοτέχνες.

Σχετικά με τη γλώσσα της λογοτεχνίας, το μεγαλύτερο μέρος ήταν και παραμένει στα Ελληνικά, αν εξαιρέσουμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες που η αγγλόφωνη ποίηση και πεζογραφία έχει σημειώσει σημαντική αύξηση.