Η Ιστορία της Καππαδοκίας

24grammata.com/ ιστορία/ ιστορικά ταξίδια

Η Καππαδοκία κατά την αρχαιότητα ήταν μία εκ των 15 επαρχιών της Μικρασιατικής χερσονήσου. Τα σύνορά της εξ αιτίας των πολλών κατακτητών που αυτή γνώρισε , στη διάρκεια της μακράς ιστορίας της, συχνά μεταβάλλονταν . Χετταίοι, Ασσύριοι, Μήδοι, Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Σελτζούκοι και τέλος Οθωμανοί, είναι λαοί που άφησαν τα χνάρια τους σ΄ αυτή τη γη.

Το όνομα « Καππαδοκία» , σύμφωνα με τη σύγχρονη γλωσσολογική έρευνα, ανάγεται στα χεττιτικά κείμενα , στη λέξη “KATWATNA” , που σημαίνει « Κάτω χώρες» και ενώ αρχικώς προσδιόριζε τις εκτάσεις νοτίως του όρους Ταύρου, σταδιακά κατέληξε να αναφέρεται σε τεράστια έκταση σχεδόν σε όλο το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Παλαιότερα, πίστευαν πως το όνομα «Καππαδοκία» ήταν περσικό και προερχόταν από το “katpatuka” που ερμηνεύεται « η χώρα των καλών αλόγων».

Μέχρι το 1922 οπότε και η ανταλλαγή πληθυσμών οι κάτοικοι της Καππαδοκίας κατά θρήσκευμα και εθνικότητα ήταν α) Μωαμεθανοί Τούρκοι και Κούρδοι απόγονοι των Καρδούχων ορεσίβιοι , Αφσάροι λαός ληστρικός, και Κιρκάσιοι που μετανάστευσαν περί τον ΙΘ’ αι. από Ρωσσία. Β) Χριστιανοί ορθόδοξοι Έλληνες και Γ) Αρμένιοι που μετανάστευσαν τον μεσαίωνα από Αρμενία. Γλώσσες ομιλούμενες ήταν η Ελληνική με πολλές παραφθορές, η Τουρκική, η Αρμενική και η Κουρδική. Κάτοικοι μετά το 1922: 700.000.

Φυσικά όρια της Καππαδοκίας είναι προς Β. ο Εύξεινος Πόντος, προς Α. ο ποτ. Ευφράτης, προς Ν. το όρος Ταύρος και προς Δ. ο ποτ. Άλυς . Χώρες παλαιότερες που συνόρευαν ήταν προς Δ. η Παφλαγονία, η Λυκαονία και η Γαλατία, προς Ν. η Κιλικία και η Συρία και προς Α. η Αρμενία και η Συρία.

Υψηλότερο όρος ο Αργαίος (4000μ.) συνεχώς χιονοσκεπείς και η μεγάλη οροσειρά του Ταύρου. Κύριοι ποταμοί ο Άλυς (εκ του ορυκτού άλατος στις όχθες του), ο Ευφράτης, ο Ίρις και ο Σάρος. Το έδαφος κατά το πλείστον υψίπεδα βοσκότοποι, εύφορα προς Πόντο και Ευφράτη και δασώδη προς οροσειρά.

Αρχαία εποχή
Πρώτος που μνημονεύει τη Καππαδοκία ήταν ο Ηρόδοτος και τους κατοίκους της Καππαδόκες που πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 πΧ αφού εκεί ήταν το κράτος των Χετταίων με πρωτ. τη Χέτα (σημ. Μπογκάζγκιοϊ) όπου βρέθηκαν και τα περισσότερα μνημεία. Οι Καππαδόκες φαίνεται πως είχαν στρατιωτική οργάνωση με ανώτατο άρχοντα και άλλους δευτερεύοντες ηγεμόνες. Μετά την εγκατάστασή τους δημιούργησαν πολλά μικρότερα κράτη με δυναστείες κληρονομικές υπό του ανωτάτου άρχοντα πάντα του Βασιλέως. Ένα σύστημα – κράτος φεουδαλικό στηριζόμενο στη στρατιωτική αριστοκρατία.

Το σύστημα αυτό ήταν βαθιά ριζωμένο στους Καππαδόκες αφού εξακολούθησε και μετά τη υποταγή τους στους Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίους. Έτσι μπορεί να ήταν έθνος πολεμικό αλλά όχι πολυπληθές και πολιτισμένο, και αυτό γιατί τάχιστα οι κατακτητές αναμίχθηκαν μ΄ αυτούς και έτσι οι παλαιότεροι Έλληνες αποκαλούν αυτούς Λευκοσύριους ή Συρίους Καππαδόκες.

Όταν ο Αλέξανδρος ο Μέγας τη κατέλαβε σεβάστηκε την αυτονομία της και διατήρησε αυτή μέχρι το θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του τη κατέλαβαν ολοσχερώς και την έδωσαν στον Ευμένη (322πΧ) Το 315 πΧ καταλήφθηκε από τον Αντίγονο μετά τη μάχη στην Ιψώ όπου και υπάχθηκε στο κράτος των Σελευκιδών. Πολύ γρήγορα όμως ανέκτησε την αυτονομία της από τον Αριαράθη Γ’ που κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη που κατέλαβε την άλλη του Πόντου.

Ελληνιστική εποχή
Με την αυτονομία αυτή αρχίζει ιστορικά όπως και ονομάστηκε η Ελληνοκαππαδοκική περίοδος γιατί από την εσωτερική εκπολιτιστική μεταβολή που υπέστει, από ασιατική χώρα έγινε χώρα ελληνική. Παρά ταύτα δεν έλειψαν οι έριδες μεταξύ των ηγεμόνων των δύο Καππαδοκιών για την ένωση σε μία Καππαδοκία. Το επέτυχε τελικά ο Μιθριδάτης Δ’ ο Ευπάτωρ αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράνθη Η’ (Α’αι.πΧ). Από τον Αριαράθη Γ’ μέχρι του Αριαράθη Η’ στη Μ. Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν μετά ζήλου τα ελληνικά γράμματα και φιλοσοφία δίδοντας πρώτοι το παράδειγμα αυτοί οι Ηγεμόνες. Ο δε Αριαράθης ΣΤ’ είχε έλθει και στην Αθήνα.

Οι δε ηγεμόνες εκείνης του Πόντου συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο ελληνισμού. Όταν ένωσαν σε μία τη χώρα εξέτειναν το κράτος προς τη Κριμαία το Καύκασο τη Κολχίδα και τη Συρία. Αργότερα ο Μιθριδάτης Δ’ ο Ευπάτωρ απείλησε την Ελλάδα ακόμη και τη Ρώμη. Προς το σκοπό αυτό έκανε τρεις πολέμους με σπουδαιότερο το πρώτο (88-85πΧ) όπου νικήθηκε στη Χαιρώνεια από τον Σύλλα και υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Δαρδάνου να πληρώση μεγάλη πολεμική αποζημίωση, και το τρίτο (74-65 πΧ) που με σύμμαχο το γαμπρό του Τιγράνη, Βασιλεύς των Αρμενίων, προσπάθησε να κατακτήσει τη Βιθυνία αλλά νικηθείς από τον ‘Λούκουλο’ και μετά από τον ‘Πομπήϊο’ κατέφυγε στη Κριμαία όπου και δολοφονήθηκε.

Οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν τη Καππαδοκία μεταβάλλοντάς τη σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70πΧ επανιδρύουν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη, θανόντος δε αυτού άνευ απογόνων ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε την Αρχή στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιος και συγγραφέας, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μΧ άνευ διαδόχου. Τότε η Καππαδοκία χωρίσθηκε σε 3 επαρχίες.

Χριστιανική εποχή
Κατά τη περίοδο αυτή Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος. Πόλεις ονομαστές αυτή τη περίοδο είναι οι Αριαθάμια (επί του Σάρου ποτ.), Τάβια (νυν Γκιοζγκάτ), Νύσσα, Μωκισσός (επί του Άλυος ποτ.), Αραβισσός, Κολώνεια, Ηράκλεια και Ναζιανζός.

Τον Α’ μ.Χ. αι. ο εξελληνισμός της περιοχής αυτής είναι πλήρης. Και ακόμη κάποιες εβραϊκές κοινότητες ομιλούν και γράφουν ελληνικά. Αυτό βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού. Έτσι εδώ δημιουργούνται αξιόλογα κέντρα του χριστιανισμού όπως η Καισάρεια η πρώτη Μητρόπολη της νέας Θρησκείας. Τον Γ, Δ, και Ε αι. ακμάζουν η παιδεία και η φιλολογία. Οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας Φερμελιανός ο Καισαρείας, Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, Λεόντιος και Ευσέβιος οι Καισαρείας, Βασίλειος ο Μέγας, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης (του Βασιλείου αδελφός) από εδώ διακρίνονται.

Ιδίως η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Σκοπός του κάθε Μητροπολίτη ήταν η προαγωγή των γραμμάτων και των ευαγών ιδρυμάτων με συνέπεια όλη η Καππαδοκία να γίνει γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης διατηρούμενο για αιώνες.

Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό ίδιο κράτος υπό του ανεψιού του Αννιβαλιανού. Αλλά επί διαδόχων αυτού φονευθέντος του Αννιβαβιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου δεχόμενη επιδρομές από πέριξ λαούς.

Οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας στην αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα Αράβων και Τούρκων κατέστησαν αυτή μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Και εις μεν τον Ταύρο και Αντίταυρο κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα καλούμενα «Κλεισούρες» εις δε τα πεδινά συγκέντρωναν το στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Στη Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειτος όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623) τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων οι οποίοι κατέλυσαν οριστικά τη πέραν του Αντιταύρου χώρα.

Τουρκική περίοδος
Στα τέλη του ΙΑ’αι. τη Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Σουλτάνοι και μετά τη διαίρεση του μεγάλου σελτζουκικού κράτους απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Ρουμ (Ρωμανία). Τον ΙΓ αι. μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα επί μικρόν ΙΔ – ΙΕ αι. υπό τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και Καραμανία το όνομά της. Μετά την κατάλυση και αυτού από τους Οθωμανούς Τούρκους λίγο μετά τη κατάλυση της Κωνσταντινούπολης περιήλθε όλη η Καππαδοκία στους Τούρκους όπου και διατελεί σήμερα επαρχία.

Μετά τη κατάληψη από τους Οθωμανούς και εκ του γεγονότος ότι η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη άρχισε η μετανάστευση των χριστιανών με διεξόδους τρεις κυρίως δρόμους ο προς τη Μερσίνη κι από κει στην Αλεξάνδρεια, ο προς τη Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη και ο τρίτος προς Αμισό. Με το χρόνο και με την ανάπτυξη της συγκοινωνίας στη Μικρά Ασία άρχισαν να δημιουργούνται σειρά παροικιών κατά μήκος των παραπάνω οδών που πολύ αναπτύχθηκαν, εξ ων και πλείστοι μεγαλέμποροι, τραπεζίτες ακόμη και κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι γνωστοί Καϊσερλήδες.

Έτσι το ΙΘ αι. άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στη Καππαδοκία, ιδίως από του 1870 που ανυψώθηκε στο μητροπολιτικό Θρόνο της Καισαρείας ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (κ.κ. Κλεόβουλος) Αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στη Κωνσταντινούπολη για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1882 ο διαμένων στη Μασσαλία ομογενής Θεόδωρος Ροδοκανάκης έθετε στη διάθεση του Πατριαρχείου κατ΄ έτος 5.000 φράγκα προς ίδρυση και συντήρηση Ιερατικής Σχολής που άρχισε να λειτουργεί το χειμώνα του 1882 στη Μονή Προδρόμου στο Ζιντζί-ντερε της Καισαρείας και της οποίας α’ δάσκαλος ήταν ο εξ Ανδρονικείου Σεραπίων Ιωάννου. Χάριν αυτής αργότερα φτιάχτηκε και οικοτροφείο στη Μονή.

Το 1904 ο από Κωνσταντινούπολη ομογενής Καππαδόκης Συμεών Σιντόσογλου ανοικοδόμησε λαμπρό διδακτήριο όπου και λειτουργούσε η Ιερατική Σχολή μέχρι το 1916-1917 οπότε κλείστηκε οριστικά από τους Τούρκους. Ο παραπάνω ομογενής είχε ιδρύσει και προικίσει δύο ακόμη ορφανοτροφεία (1 αρρ. και 1 Θηλ.). Η κατά Καισάρεια Ιερατική Σχολή λειτούργησε επί 35 έτη με 100 μαθητές ετησίως

www.aoikonomidis.gr