Η οικονομική συσχέτιση Αθήνας – Ρώμης

24grammata.com/ οικονομία/ αρχαιότητα

Η οικονομική συσχέτιση της Αθήνας της κλασικής εποχής με τη Ρώμη των ρεπουμπλικανικών χρόνων

γράφει ο Μάριος Ορφανός

Ε ι σ α γ ω γ ή
Η οικονομική πολιτική των Αθηνών του 5ου αιώνα π.Χ. δεν είναι εύκολο να συσχετισθεί άμεσα με σύγχρονα ή μεταγενέστερα φαινόμενα. Η οικονομία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το πολίτευμα και την εξωτερική της πολιτική1, όπερ καθιστά ιδιαιτέρως δύσκολη τη σύγκριση της μ’άλλες πόλεις-κράτη, παρά μόνο ίσως με τη Ρώμη των ρεπουμπλικανικών χρόνων, η οποία όμως αποτελεί μια εξαιρετικά ιδιάζουσα πόλη-κράτος. Αν και υπάρχουν αρκετές ομοιότητες ως προς την εξέλιξη και τη δομή των δύο πολιτειών, Αθηνών και Ρώμης, το αποτέλεσμα είναι, σαφώς, διαφορετικό. Μολαταύτα, αναμφισβήτητο κοινό παρονομαστή για την οικονομική ανάπτυξη των δύο πόλεων αποτελούν οι διεκδικήσεις και οι επιτυχίες των κατωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, οι οποίες ήταν απόρροια της βαθμιαίας εξέλιξης και των διαδοχικών συμβιβασμών ανάμεσα σε ανώτερες και κατώτερες τάξεις. Μολονότι η οικονομική πολιτική των δύο πόλεων-κρατών, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές, η άσκηση της γίνεται πάντα σε συνάρτηση όχι μόνο με τις εκάστοτε ανάγκες αλλά και με το περιβάλλον, τις γεωγραφικές και χρονικές συνθήκες καθώς και με τα άτομα που ασκούν την εξουσία

Οικονομική συσχέτιση Αθηνών και Ρώμης:
Αποτελεί κοινή ομολογία το γεγονός ότι ο χαρακτήρας της οικονομίας όλων των αρχαίων πόλεων-κρατών, συμπεριλαμβανομένων των Αθηνών και της Ρώμης ήταν κατά βάση αγροτικός. Στην περίπτωση της αθηναϊκής πολιτείας ελλείψει των μεγάλων εκτάσεων και της οργάνωσης αντιστοίχων των μεγάλων αυτοκρατοριών της Ανατολής, που θα της επέτρεπαν την παραγωγή μεγάλου αγροτικού πλεονάσματος, παρατηρούνταν σοβαρές ελλείψεις σιτηρών που αντιμετωπίζονταν με εισαγωγές.2 Η αθηναϊκή γη, κατά κανόνα, ήταν κατακερματισμένη σε πολλά μικρά αγροτεμάχια, αλλά ακόμη και η μεγάλη γαιοκτησία συνίσταντο στην κατοχή μικρών κτημάτων σε διάφορους όμως δήμους παρά μεγάλων ενιαίων καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Αντιστοίχως και η Ρώμη της οποίας η οικονομία ήταν κατεξοχήν αγροτική,3 μολαταύτα δεν παρουσίαζε τις μεγάλες οργανωμένες εκτάσεις για την παραγωγή, τουλάχιστον, αρκετής ποσότητας σιτηρών για την αυτάρκεια της. Ο πληθυσμός της, αν και στη μεγάλη πλειονότητα του ήταν αγροτικός και μάλιστα βαθιά προσκολλημένος με τη ρωμαϊκή γη, εν τούτοις ο αγροτικός τομέας δεν ήταν ιδιαίτερα επικερδής, όπως άλλωστε και στην Αθήνα, αφού είχε συνεχή ελλείμματα με αναπόδραστη απότοκο, η εισαγωγή σιτηρών να αποτελεί θέμα ζωτικής σημασίας.
Εν αντιθέσει με τη Ρώμη, η πολιτεία των Αθηνών ανέπτυξε σε υψηλό βαθμό τον τομέα της βιοτεχνίας. Η χαλκοτεχνία, η υφαντουργία, η κεραμική καθώς και άλλες τέχνες ασκούνταν συστηματικά από τους αθηναίους πολίτες αλλά και από τους μετοίκους.4 Οι περισσότερες βιοτεχνίες ήταν ως επί το πλείστον μικρά ή μεσαία εργαστήρια με τη μόνη εξαίρεση μεγάλης και οργανωμένης βιοτεχνίας τα αργυρούχα μεταλλεία του Λαυρίου, τα οποία, μάλιστα, λειτουργούσαν με κρατικό έλεγχο.
Στην περίπτωση, όμως, της Ρωμαϊκής πολιτείας δεν παρατηρείται αντίστοιχη ανάπτυξη του κλάδου της βιοτεχνίας. Οι Ρωμαίοι, προσκολλημένοι με τη γη τους και πιο συντηρητικοί ως προς το πνεύμα, δύσκολα προτιμούσαν την ενασχόληση με τη βιοτεχνία, παρά μόνο κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων. Καταλυτικό ρόλο στο γεγονός αυτό αποτελούσε ο χαρακτήρας της ρωμαϊκής πολιτείας, ο οποίος δεν παρουσίαζε τα στοιχεία μιας εμπορικής πόλης, όπερ συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Επιπροσθέτως, ως προς την εμφάνιση κάποιας οργανωμένης βιοτεχνίας μεγάλης κλίμακας, αντίστοιχης με τα μεταλλεία του Λαυρίου δεν παρατηρείται στην ιστορία των ρεπουμπλικανικών χρόνων, παρά μόνο μεταγενέστερα κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής περιόδου.5
Ως αναφορά για τον τομέα του εμπορίου των δύο πόλεων-κρατών, στη μεν περίπτωση των Αθηνών το εμπόριο διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην οικονομική της ανάπτυξη. Ο ναυτικός χαρακτήρας της αθηναϊκής ηγεμονίας της παρείχε την δυνατότητα ελέγχου και εκμετάλλευσης όλων των ναυτικών εμπορικών κέντρων της Ανατολικής Μεσογείου. Η δαιμόνια εμπορική δραστηριότητα των Αθηναίων αντικαθιστά επάξια και αξιοποιεί πλήρως το κενό που άφησε το φοινικικό εμπόριο μετά τη νίκη της Ελλάδος κατά της Περσίας. Επίσης, μολονότι το εμπόριο αποτελούσε μια ιδιωτική υπόθεση και το κράτος δεν υποστήριζε σθεναρά μια πολιτική εξαγωγών6, παρ’ όλα αυτά, τα εισπρακτικά έσοδα που αποκόμιζε από τις εμπορικές δραστηριότητες ήταν ιδιαιτέρως σημαντικά, αφού όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στον Πειραιά, ο οποίος αποτελούσε το σημαντικότερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, απέδιδαν τέλος 2% επί των εμπορευμάτων τους.7 Επιπροσθέτως, η νομισματική πολιτική των Αθηνών συνέβαλε αυτή στην ανάπτυξη του εμπορίου. Χαρακτηριστικό γεγονός της πολιτικής αυτής αποτελεί η προσπάθεια που έκαναν το 450 π.Χ. για να επιβάλλουν την «αθηναϊκή γλαύκα» στους Συμμάχους. Το μέτρο αυτό, εκτός από την εμφανή πολιτική του σκοπιμότητα, είχε και την έννοια της εκλογίκευσης των εμπορικών συναλλαγών με τη χρήση σταθερής ανταλλακτικής αξίας, που σίγουρα ευνοούσε τον πλουτισμό των Αθηναίων εμπόρων.
Στην περίπτωση, όμως, της Ρωμαϊκής Πολιτείας, το εμπόριο δεν έχει την ίδια βαρύνουσα σημασία, όπως στην περίπτωση των Αθηνών, φύσει της ηγεμονίας της καθώς και της δομής της, η Ρώμη αναπτύσσεται σ’άλλα πεδία8 και με πιο αργούς και διαφορετικούς ρυθμούς. Μολονότι, σταδιακά αντικαθίσταται το ετρούσκικο εμπόριο από το ρωμαϊκό, και παρ’ότι οι εμπορικές δραστηριότητες της παίζουν σημαντικό ρόλο στον χώρο της κεντρικής Ιταλίας, συνάπτοντας επαφές (εμπορικού χαρακτήρα αλλά και όχι μόνο) με τους Σαμνίτες, τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας καθώς και με τους Καρχηδονίους,9 εν τούτοις δεν καταφέρνει το Ρωμαϊκό εμπόριο ν’αναπτυχθεί και να διαδραματίσει έναν τόσο σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της πόλεως, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στην Αθήνα. Το ρωμαϊκό εμπόριο, όχι μόνο εξαιτίας της κυριαρχίας στον χώρο από τους Καρχηδονίους, αλλά ίσως και εξαιτίας της επιφυλακτικής και φοβούμενης να πάρει ρίσκο, νοοτροπίας του Ρωμαίου πολίτη, δεν τολμά ν’ «ανοιχτεί» σε νέους ορίζοντες και διαφορετικά πεδία δράσεως.10 Καταλυτικό ρόλο παίζει και το γεγονός ότι η ηγεμονία της Ρώμης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σε καμία περίπτωση, ως ναυτική, παρά μόνο ως στρατιωτική ηπειρωτικής δράσεως και επεκτάσεως,11 όπερ δηλώνει ξεκάθαρα τους στόχους, τα πεδία και τις δυνατότητες της. Επιπροσθέτως, χαρακτηριστικό γεγονός της βραχυπρόθεσμης εμπορικής πολιτικής της αποτελεί το ότι δεν προβαίνει σε καμία αντίστοιχη επιβολή υιοθέτησης του δικού της νομίσματος από τους Συμμάχους, όπως πράττει η Αθήνα, συμπεριφορά που ίσως υποδηλώνει την έλλειψη ενδιαφέροντος ανάληψης πρωτοβουλιών οικονομικοκυριαρχικού χαρακτήρα έναντι των Συμμάχων, είτε την παντελή απουσία οιονδήποτε οικονομικού σχεδιασμού προς χάριν της εμπορικής της ανάπτυξης.
Ένας παράγοντας που συνέδραμε στην οικονομική ανάπτυξη των δύο πόλεων, Αθηνών και Ρώμης, και ο οποίος είναι κοινός και αρκετά σημαντικός αποτελεί η εκμετάλλευση της δουλικής εργασίας.12 Είναι γεγονός και για τις δύο πολιτείες, ότι οι δούλοι, οι οποίοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή κάτοικοι «βαρβαρικών» περιοχών που έφταναν συνήθως μέσω δουλεμπορίου, αποτελούσαν έναν σημαντικό αριθμό, όπου, μάλιστα, στην περίπτωση των Αθηνών άγγιζε το 1/3 του πληθυσμού της Αττικής, εξασφαλίζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο στους Αθηναίους τον ελεύθερο χρόνο για ν’ασχολούνται με τα κοινά, στη δε περίπτωση της Ρώμης (των ρεπουμπλικανικών χρόνων) απλώς συμπλήρωναν διάφορα κενά κυρίως στον οικιακό χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις, μολονότι το κόστος αγοράς τους ήταν μικρό, λίγοι πολίτες είχαν τη δυνατότητα να συντηρούν τέτοιον αριθμό δούλων που να τους επιτρέπει σημαντική αύξηση της παραγωγής, με μοναδική, ασφαλώς, εξαίρεση για την πόλη των Αθηνών, τα αργυρούχα μεταλλεία του Λαυρίου. Η δουλική εργασία, και στις δύο πόλεις, περισσότερο εξυπηρετούσε τους πολίτες σε μικροβιοτεχνικό ή οικιακό επίπεδο παρά συνέβαλε στη μεταβολή του χαρακτήρα και της κλίμακας της παραγωγής. Η σημασία της, αν και σημαντική, δεν πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως καθοριστική για τη δημόσια οικονομία των δύο πόλεων-κρατών.
Ως προς το φορολογικό σύστημα, παρατηρούμε και στις δύο περιπτώσεις την απουσία άμεσης φορολογίας επί των εισοδημάτων των πολιτών με την ειδοποιό διαφορά ότι στην Αθήνα σε περιόδους πολέμου και μεγάλου κινδύνου θεσπίζονταν οι λεγόμενες «εισφορές».13 Επιπροσθέτως, αποτελεί κοινό παρονομαστή στην φορολογική τους πολιτική το γεγονός της υιοθέτησης έμμεσης φορολογίας επί των συναλλαγών. Αξιοσημείωτη αναφορά πρέπει να γίνει στην θέσπιση μιας επιπλέον και ιδιότροπης έμμεσης φορολογίας εκ μέρους των Αθηνών, κατά την οποία το κράτος μέσω της ανάθεσης διαφόρων υπηρεσιών προς τους πλουσιότερους πολίτες («λειτουργίες») επετύγχανε μια έμμεση αναδιανομή του πλούτου του από τα υψηλότερα προς τα χαμηλότερα στρώματα.
Ο πλέον καθοριστικός παράγοντας που διαφοροποιεί ριζικά την οικονομική ανάπτυξη μεταξύ των δύο πόλεων, αποτελεί αναμφισβήτητα η εκ μέρους των Αθηνών εκμετάλλευση των προσόδων της Α΄ Δηλιακής Συμμαχίας, όπερ δεν παρατηρείται στην οικονομική ανάπτυξη της Ρωμαϊκής πολιτείας. Τα μέλη της Συμμαχίας που ιδρύθηκε το 477 π.Χ., με έδρα τη Δήλο και στόχο την αντιμετώπιση του περσικού κινδύνου είχαν την υποχρέωση να συνεισφέρουν στον κοινό σκοπό είτε με πλοία είτε, κυρίως, με την καταβολή ενός συγκεκριμένου ποσού. Με τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στην Ακρόπολη το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι απέκτησαν τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα το τεράστιο κεφάλαιο των προσόδων με αναπόδραστη απόρροια την επίτευξη μιας πρωτοφανούς οικονομικής ευμάρειας και ευημερίας για τα δεδομένα της εποχής.
Η Ρώμη, όμως, δεν κινείται σε αντίστοιχα μονοπάτια αποικιοκρατικής πολιτικής φορολογικής και εδαφικής καταληστεύσεως των «συμμάχων» προς χάριν των Ρωμαίων πολιτών.14 Η ρωμαϊκή επέκταση και επικυριαρχία βασίζεται σ’ άλλους τομείς και έχει, σαφώς, άλλους στόχους. Από τη συμμαχία της δεν επιζητά τόσο τους φόρους και την οικονομική ενίσχυση, όσο την στρατιωτική. Η Ρώμη απαιτεί από τους συμμάχους-υποτελείς μιλιταριστική συνδρομή όποτε κρίνει η ίδια ότι την έχει ανάγκη. Η Ρωμαϊκή πολιτεία προτιμά να επεκτείνεται εδαφικά παρά οικονομικά,15 και μάλιστα η επέκταση και η επικυριαρχία αυτή γίνεται όχι τόσο από ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες όσο κινούμενη από το «metus hostilis» (δηλ. από τον φόβο που τρέφει για τους γείτονες-ξένους). Επιδιώκει την σταθεροποίηση, εδραίωση καθώς και την ενδυνάμωση των δεσμών της με τους συμμάχους παρά την οικονομική τους απομύζηση, αποβλέποντας σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους και απαιτώντας απ’ αυτούς στρατιωτικές συνδρομές στα εκάστοτε πεδία των μαχών.

Συσχέτιση του πεδίου της οικονομικής ανάπτυξης των Αθηνών  τον 5ο αιώνα με μεταγενέστερα φαινόμενα

Η οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών του 5ου αιώνα θα μπορούσε να συσχετιστεί με διάφορα μεταγενέστερα φαινόμενα. Σίγουρα τα πλησιέστερα ιστορικά παράλληλα από άποψη μεγέθους και πλουτοπαραγωγικών πηγών, πλην της Ρώμης των ρεπουμπλικανικών χρόνων, είναι οι μικρές ιταλικές πόλεις-κράτη του 13-15ου αιώνα, όπως η Βενετία και η Γένοβα, που βάσισαν την οικονομική τους δύναμη στην ναυτική υπεροχή και το εμπόριο. Όμως, η οικονομία του αθηναϊκού κράτους στηρίχτηκε λιγότερο σε παραγωγικές ή εμπορικές δραστηριότητες και περισσότερο στη στρατιωτική ισχύ που της επέτρεπε να εφαρμόζει αποικιοκρατικές πολιτικές φορολογικής και εδαφικής καταλήστευσης των «συμμάχων» προς χάριν των αθηναίων πολιτών. Κάλλιστα, η αθηναϊκή πολιτική θα μπορούσε να παρομοιαστεί με αυτήν των βρετανών αποικιοκρατών ή και ακόμη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, όπως αυτός εκφράστηκε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Αναμφίβολα, η σχέση στρατιωτικής ισχύος και οικονομικής ανάπτυξης είναι εγγενής σε κάθε «αυτοκρατορία». Ωστόσο, η Αθήνα δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την υποστήριξη μιας συγκεκριμένης οικονομικής ελίτ, όπως συνέβη στις περιπτώσεις της Βρετανίας και Αμερικής. Στόχος της ήταν η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στην πόλη, που στη συγκεκριμένη συγκυρία μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την παροχή ισονομίας και ανάλογων οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων σ’όλους τους πολίτες ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Αυτό όμως απαιτούσε τεράστια έξοδα και συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις που οδηγούσαν σε μια επίπλαστη και εφήμερη ευημερία. Σε αυτό η Αθήνα ίσως μοιάζει περισσότερο με μία άλλη «αυτοκρατορία» του 20ου αιώνα, που διήρκεσε και αυτή κάτι περισσότερο από την πεντηκονταετία: την πρώην Σοβιετική Ένωση. Και στις δύο περιπτώσεις η ανάγκη διατήρησης της στρατιωτικής ισχύος και ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης για τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα οδήγησε σε ανεξέλεγκτους εξοπλισμούς, αλόγιστη χρήση των πόρων που προερχόνταν από προσαρτημένες περιοχές με άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, γενναιόδωρη υποστήριξη φιλικών καθεστώτων και μια πολιτική ιδεολογία που ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τις μεγάλες μάζες. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν η ίδια σαθρή δομή της οικονομικής ανάπτυξης που οδήγησε στην απότομη κατάρρευση.

Ε Π Ι Λ Ο Γ Ο Σ
Πανθομολογείται ότι η οικονομική σύγκριση μεταξύ Αθηνών και Ρώμης δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Η οικονομική τους πολιτική αν και φαινομενικά παρουσιάζει πολλές ομοιότητες στην πραγματικότητα κινείται σε εκ διαμέτρου αντίθετους προορισμού. Η οικονομική πολιτική της Ρώμης δεν χαρακτηρίζεται σε καμία περίπτωση, από μία έντονη πολυπραγμασύνη, την επιθυμία για συνεχή δράση πέρα από τα στενά γεωγραφικά τους όρια, παρά μόνο μετά την πτώση της «res publica». Οι Αθηναίοι δεν είναι εγκρατείς και υπομονετικοί, όπως οι Ρωμαίοι, αλλά κυνηγούν την ευκαιρία, ενσαρκώνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τέλεια την άποψη του Περικλή ότι οι «καιροί ου μενετοί», δεν διστάζουν, μάλιστα, να επιβάλλουν μια τακτική οικονομικής καταλήστευσης των «Συμμάχων» με στόχο την επίτευξη της δικής τους ευημερίας, όπερ όμως αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα που θέτει την οικονομική ανάπτυξη των Αθηνών σ’άλλες βάσεις, κίνηση που υιοθετεί η Ρωμαϊκή πολιτεία αποβλέποντας σε μια πιο αργή και σταθερή ανάπτυξη, επεκτείνοντας την κυριαρχία της σταδιακά, αξιοποιώντας τους συμμάχους ως μιλιταριστικές συνδρομές και ενισχύσεις, εδραιώνοντας κατ’αυτόν τον τρόπο την συμμαχία της σε διαφορετικές βάσεις, πιο σταθερές.

Σημειώσεις:

1.Claude Mossé «Αθήνα, ιστορία μιας δημοκρατίας» εκδόσεις ΜΙΕΤ. Ο αιώνας του Περικλή, σελ.64-68.
2.J.B.Bury-Russwell Meiges «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Η ίδρυση της αθηναϊκής ηγεμονίας, σελ.308-311.
3.H. Rostovtzeff «Ρωμαϊκή Ιστορία». Εκδόσεις Παπαζήση. Η Ρώμη κατά το δεύτερο μισό του 4ου και στις αρχές του 3ου Αιώνα π.Χ. σελ.51-54.
4.Λάμπρου Τσακτσιρα-Μιχάλη Τιβέριου «Ιστορία των Αρχαίων Χρόνων ως το 30 π.Χ.) εκδόσεις ΟΕΔΒ, Η ακμή της Αθήνας, σελ.160-166.
5.Ζερόμε Μαρκοπίνο «Η καθημερινή ζωή στη Ρώμη στο απόγειο της αυτοκρατορίας» εκδόσεις Παπαδήμα, το επίπεδο ζωής και η πλουτοκρατία, σελ.93-95.
6.Claude Mossé «Αθήνα. Ιστορία μιας δημοκρατίας» εκδόσεις ΜΙΕΤ. Το εμπόριο των Αθηνών, σελ.54-56.
7.J.B.Bury-Russwell Meiges «Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας» Η αθηναϊκή ηγεμονία από την καθοδήγηση του Περικλή, σελ.325-26.
8.Géza Alfoldy «Ιστορία της Ρωμαϊκής Κοινωνίας» εκδόσεις ΜΙΕΤ, Η Ρωμαϊκή Κοινωνία από την αρχή της επέκτασης ως τον δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο, σελ. 53-60.
9.M.Rostovtzeff «Ρωμαϊκή Ιστορία» Εκδόσεις Παπαζήση, 1984. Ρώμη και Καρχηδόνα, σελ. 66-69.
10. Frank w Walbanh «Ο ελληνιστικός κόσμος» εκδόσεις Βάνιας 1999. Η εμφάνιση της Ρώμης, σελ.308-315.
11. Géza Aifoldy «Ιστορία της Ρωμαϊκής Κοινωνίας», Εκδόσεις ΜΙΕΤ, 2006. Η Ρώμη και η αρχή της επέκτασής της, σελ.87-91.

12 Claude Mossé «Αθήνα. Ιστορία μιας δημοκρατίας» εκδόσεις ΜΙΕΤ, 1983. Ο ρόλος των δούλων, σελ.44-49.

13.Λάμπρου Τσακτσίρα-Μιχάλη Τιβέριου «Ιστορία των αρχαίων χρόνων ως το 30 π.Χ.» εκδόσεις ΟΑΔΒ 1998. Το αθηναϊκό κράτος, σελ.166-169.
14 M.Rostovzeff  «Ρωμαϊκή Ιστορία» εκδόσεις Παπαζήση 1984. Η Ρώμη, η ελληνιστική ανατολή και η Καρχηδόνα κατά τον 3ο αιώνα, σελ. 82-89.
15Frank W.Walbank «Ο ελληνιστικός κόσμος» εκδόσεις Βάνιας 1999. Η εμφάνιση της Ρώμης, σελ.324-330.

Β ι β λ ι ο γ ρ α φ ί α
-J.B.Bury-Russwell Meiggs, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, 2 τόμος, Καρδαμίτσα 1998.
-Claude Mossé, Ιστορία μιας δημοκρατίας: Αθήνα, ΜΙΕΤ 2002.
-Frank W. Walbank, Ο ελληνιστικός κόσμος, Βάνιας 1999.
-M.Rostovtzeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, Παπαζήση, 1984.
-Géza Alfoldy, Ιστορία της Ρωμαϊκής Κοινωνίας, ΜΙΕΤ 2006
-Zerome Karcopino, Η καθημερινή ζωή στη Ρώμη στο απόγειο της αυτοκρατορίας, Παπαδήμα 1988.
-Λάμπρου Τσακτσιρα-Μιχάλη Τιβέριου, Ιστορία των αρχαίων χρόνων ως το 30 π.Χ., ΟΕΔΒ 1994.