Η Παιδεία ως Διάλογος

24grammata.com/ εκπαίδευση. Οι συντάκτες του 24grammata.com καλωσορίζουν τον καθ. Καζεπίδη στη συντροφιά τους

γράφει ο Tάσος Καζεπίδης, Ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφίας της Παιδείας Simon Fraser University

Είναι βέβαιο ότι σε καμιά άλλη περίοδο της ιστορίας δεν έχει γίνει τόσος λόγος για τη σπουδαιότητα και την ανάγκη διαπολιτισμικού και διαθρησκευτικού   διαλόγου όπως και διαλόγου ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας και μιας   κοινωνίας.  Η παρούσα εργασία υποστηρίζει ότι ο γνήσιος διάλογος είναι μια εκλεπτυσμένη μορφή ανθρώπινης επικοινωνίας και αποτελεί το πιο έγκυρο κριτήριο βάσει του οποίου μπορούμε να αξιολογούμε την εκπαιδευτική και κοινωνική πολιτική μιας χώρας.  Η εργασία εξετάζει πρώτα τις προϋποθέσεις του διαλόγου, που είναι οι διάφορες χρήσεις της γλώσσας, οι κοινές βεβαιότητες, οι κανόνες της λογικής και η ποικιλία των ηθικών και διανοητικών αρετών.  Υποστηρίζει τον αξιολογικό χαρακτήρα του διαλόγου και δείχνει γιατί οι θεμελιώδεις ηθικές αρχές τις οποίες προϋποθέτει ο διάλογος είναι προεκτάσεις των κοινών αρετών που βρίσκονται στα θεμέλια του διαλόγου.  Τέλος, η εργασία εξετάζει εν συντομία τις κοινωνικές συνθήκες που προάγουν το διάλογο και εκείνες που τον υπονομεύουν.

Εν αρχή ήν ο διάλογος
Όποια κι αν είναι η θεολογική σημασία της πρότασης του ευαγγελιστή ‘‘Εν αρχή ήν ο Λόγος’’, η αλήθεια είναι ότι για όλα τα πράγματα που έχουν σχέση με την ανθρώπινη εξέλιξη και συμπεριφορά στην αρχή είναι πάντοτε ο ανθρώπινος διάλογος.  Απ’ ότι γνωρίζω, ο Πλάτωνας ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι η ανθρώπινη σκέψη είναι διαλογική.  Στο Θεαίτητο (263) και στον Σοφιστή (190) μας λέει ότι η σκέψη μας είναι ‘‘διάλογος της ψυχής προς αυτήν’’.  Και επειδή δε γεννιόμαστε προικισμένοι με την ικανότητα για διάλογο, η μόνη εύλογη άποψη είναι ότι αποκτούμε την ικανότητα για διάλογο, και επομένως και τον ανθρώπινο λόγο, εσωτερικεύοντας το διάλογο που υπάρχει μέσα στην κοινωνία μας.  Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε μπορούμε να πούμε ότι η ποιότητα της προσωπικής μας σκέψης πρέπει να επηρεάζεται αποφασιστικά από την ποιότητα του διαλόγου που επικρατεί μέσα στην κοινωνία μας.
Για μας σήμερα είναι δεδομένο ότι η σκέψη μας, ο νους μας και ο ανθρώπινος λόγος δεν είναι δώρα ούτε της φύσης ούτε κάποιας θεότητας, αλλά αναπτύσσονται μέσα στις πολυποίκιλες ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα στις οποίες οι διάφορες χρήσεις της γλώσσας εκκολάπτονται, καλλιεργούνται και εκλεπτύνονται.  ΄΄Λόγος έργου σκιή’’ μας είπε ο δικός μας ο Δημόκριτος μπροστά από χιλιάδες χρόνια και ο Γκαίτε συμφώνησε λέγοντας ΄΄Εν αρχή ήν η πράξις’’.  Ο ανθρώπινος λόγος, σε όλες τις μορφές του, είναι ένα καθαρά ανθρώπινο επίτευγμα που απορρέει μέσα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Η αναγνώριση αυτής της αλήθειας είναι θεμελιώδης για τη θεωρία της παιδείας διότι μας απαλάσσει από τη μυθολογική αντίληψη του νου ως φυσικού ή μεταφυσικού όντος  και επαναπροσανατολίζει την προσοχή μας στις ανθρώπινες δραστηριότητες, στις ανάγκες, στους σκοπούς, στις αξίες, στη γλώσσα κλπ. μέσα στις οποίες όλοι γεννιόμαστε και διαμορφωνόμαστε.  Επί πλέον, μας δείχνει τη σπουδαιότητα των κοινωνικών, ιστορικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που επηρεάζουν την ποιότητα του διαλόγου και της παιδείας.

Οι προϋποθέσεις του διαλόγου
Σαν όλα τα υψηλά επιτεύγματα του ανθρώπου έτσι και ο διάλογος έχει τις διάφορες  λογικές του προϋποθέσεις, όπως είναι ορισμένες ικανότητες, συνήθειες, πεποιθήσεις, αρετές  και  συναισθήματα που αποτελούν την κοίτη της σκέψης μας.

α)  Τα ‘‘Γλωσσικά παιγνίδια’’  Ανάμεσα σ’αυτές τις προϋποθέσεις είναι πρώτ’απ’όλα οι αναρίθμητες χρήσεις της γλώσσας ( τα ‘‘γλωσσικά παιγνίδια’’ όπως τις αποκαλεί ο L. Wittgenstein ), όπως είναι η περιγραφή, η εξήγηση, η διαμαρτυρία, η υπόσχεση, η αναφορά, η αξιολόγηση, η ερώτηση και πολλές άλλες, τις οποίες τις αποκτούμε (σκόπιμα δεν λέω ‘μαθαίνουμε’ ) στα πρώτα μας χρόνια καθώς αποκτούμε τη γλώσσα μας.  Τα γλωσσικά παιγνίδια δεν τα μαθαίνουμε διότι δεν τα επιλέγουμε και δεν τα αποδεχόμαστε μετά από κριτική σκέψη, δεν μπορούμε ούτε να τα αμφιβάλουμε ούτε να τα απορρίψουμε διότι είναι η απαραίτητη πνευματικη κληρονομιά μας που αποτελεί την κοίτη της σκέψης μας.  Μόνο αργότερα, όταν αρχίσουμε να μαθαίνουμε τη γλώσσα μας και να σκεφτόμαστε μπορούμε να τα εξετάζουμε και να αξιολογούμε την ποιότητα και την καταλληλότητά τους.  Καθένα από τα λογικά παιγνίδια έχει μέσα του τους εγγενείς κανόνες σύμφωνα με τους οποίους κρίνουμε και αξιολογούμε τις χρήσεις τους μέσα στη γλώσσα μας.  Λόγου χάρη, όταν ένα άτομο περιγράφει, εξηγεί ή υπόσχεται κάτι, πρέπει να το κάνει σύμφωνα με τους κανόνες της περιγραφής, της εξήγησης και της υπόσχεσης και όταν παραβαίνει ή νοθεύει αυτούς τους κανόνες, τότε δεν μπορεί να είναι αξιόπιστο.
Τα γλωσσικά παιγνίδια, όπως και όλες τις άλλες προϋποθέσεις που θ’ αναφέρω πιο κάτω, δεν μπορούμε να τα διδάξουμε όπως διδάσκουμε τα μαθηματικά και τη φυσική, επειδή ακριβώς αποτελούν προϋποθέσεις για οποιαδήποτε διδασκαλία.  Μπορούμε να τα μεταδώσουμε και να τα εξασφαλίσουμε στα νέα παιδιά μόνο με συγκεκριμένα καθημερινά παραδείγματα και τρόπους ζωής.  Όλες αυτές οι προϋποθέσεις αποτελούν τα απαραίτητα  θεμέλια της σκέψης μας και πάνω σ’ αυτές θα στηριχθεί η κατοπινή μας πνευματική και ηθική εξέλιξη.

β)  Οι κανόνες της λογικής.  Καθώς αποκτούμε τα αναρίθμητα λογικά παιγνίδια της γλώσσας μας αποκτούμε και όλους τους κανόνες της λογικής που βρίσκονται μέσα στη γλώσσα μας: να αποφεύγουμε τις αντιφάσεις και τη λήψη του ζητουμένου, την ασυνέπεια, την ασάφεια και τα λοιπά.  Αν και αποκτούμε όλους αυτούς τους κανόνες χωρίς τη δυνατότητα να τους αμφιβάλουμε ή να τους εξετάσουμε, μπορούμε και πρέπει αργότερα να τους εξετάζουμε μέσα στις άπειρες εφαρμογές τους στην καθημερινή μας ζωή.

γ)  Οι καθημερινές βεβαιότητες.  Ανάμεσα στις προϋποθέσεις της σκέψης και του διαλόγου που κληρονομούμε από την κοινωνία μας βρίσκονται και οι πάμπολλες καθημερινές βεβαιότητες, όπως είναι οι πεποιθήσεις ότι υπάρχει ένας εξωτερικός κόσμος που περιέχει διάφορα αντικείμενα, ότι ο κόσμος δε δημιουργήθηκε χθες, ή ότι ο κόσμος δεν εξαφανίζεται όταν δεν τον βλέπουμε.  Όλες οι πεποιθήσεις που βρίσκονται σ’ αυτήν την κατηγορία, όπως και οι προηγούμενες προϋποθέσεις, είναι πανοικουμενικές και  αποτελούν κριτήρια του ορθού λόγου – όσοι τις αρνούνται δεν κάνουν απλώς λάθος αλλά συμπεριφέρονται παράλογα.
Υπάρχουν δυο κυρίως λόγοι για τους οποίους πρέπει να ξεχωρίσουμε αυτές τις καθημερινές βεβαιότητες από τις γνώσεις, τις υποθέσεις, τις θεωρίες και τις γνώμες μας.  Πρώτο, διότι όπως προανέφερα, αποτελούν την κοίτη της σκέψης μας και είναι αναμφισβήτητα θεμέλια του ορθού λόγου.  Δεύτερο, διότι πολλές φορές ένα πλήθος από αυθαίρετα δόγματα, επικίνδυνες προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες και λανθασμένες πεποιθήσεις μεταμφιέζονται από δογματικούς διαποτιστές, προπαγανδιστές και άλλους πνευματικούς κομπογιαννίτες και παρουσιάζονται σαν να είναι καθημερινές βεβαιότητες που βρίσκονται στα θεμέλια της σκέψης μας.  Είναι μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες όλων των σημερινών κοινωνιών το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπονομεύουν την παιδεία και το γνήσιο διάλογο με τη μύηση – πολλές φορές επίσημη και συστηματική — των νέων σε δογματικές δοξασίες που αναχαιτίζουν την πνευματική τους ανάπτυξη, πνίγουν την περιέργεια και την ελεύθερη αναζήτηση, εμποδίζουν τον ελεύθερο διάλογο και διαιρούν τον κόσμο σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα.  Η διάκριση ανάμεσα στις γνήσιες καθημερινές βεβαιότητες και τα δόγματα ή τις δεισιδαιμονίες αποτελεί θεμελιώδες χρέος κάθε  ορθολογικής εκπαιδευτικής θεωρίας και πράξης.  Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τα δόγματα αποτελούν τα πιο επικίνδυνα εμπόδια του διαλόγου και της ανοιχτής κοινωνίας.

δ)  Οι ηθικές αρετές.  Μια άλλη σημαντική κατηγορία προϋποθέσεων του διαλόγου και της σωστής ανάπτυξης του ανθρώπου είναι όλες οι ηθικές αρετές, όπως είναι η δικαιοσύνη, η τιμιότητα, ο σεβασμός προς τους συνανθρώπους μας, η συνεργασία και όλες οι άλλες  που συνοψίζονται στη λέξη ‘φιλάνθρωπος’.  Οι αρετές αυτές είναι πανοικουμενικές, αλλά δεν είναι απόλυτες και αφηρημένες – διαμορφώνονται και εφαρμόζονται μέσα σε διαφορετικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ιστορίες και πολιτισμούς.  Ούτε είναι απομονωμένες συνήθειες ή δεξιότητες άσχετες προς τη συνείδησή μας αλλά αντιπροσωπεύουν τα βαθύτερα συναισθήματά μας και το όραμά μας για μια καλύτερη ανθρώπινη ζωή.  Τα αισθήματα της ταυτότητας, της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού πηγάζουν μέσα από αυτές τις αρετές που συνθέτουν το χαρακτήρα μας.
Σαν όλες τις άλλες προϋποθέσεις, η ανάπτυξη των αρετών εξαρτάται από το οικογενειακό περιβάλλον, το σχολείο και την κοινότητα μέσα στα οποία οι νέοι μαθητευόμενοι τις αποκτούν μιμούμενοι τους άλλους .  Οι νέοι δεν ξεκινούν την πνευματική τους ζωή σαν τον ‘‘Σκεπτόμενο’’ του Rodin αλλά πρέπει ν’αρχίζουν να ζουν ‘‘κατα λόγον’’ προτού είναι ικανοί να ζουν ‘‘μετά λόγου’’, όπως λέει και ο Αριστοτέλης.  Οι αρχές της ηθικής μας ζωής εμπεριέχονται μέσα σ’ όλες τις συνήθειές μας που εκτελούνται ‘‘κατά λόγον’’—δεν μπορούν να έχουν άλλη προέλευση.  Ο εθισμός στις ηθικές πράξεις στη μικρή ηλικία δεν είναι ζήτημα επιλογής διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξεκινήσουμε την ηθική μας ανάπτυξη.  Η σημαντικότερη μορφή γνώσης δεν είναι να μάθει ότι  έτσι κι έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά να μάθει κανείς να είναι δίκαιος, συνεπής,  ελεύθερος, συνεργατικός, σεμνός κλπ. Και  αυτή η μάθηση ξεκινάει νωρίς με τις καθημερινές πράξεις και συμπεριφορές, όχι με την κατήχηση, τις διαταγές και την από καθ’ έδρας διδασκαλία.

ε)  Οι διανοητικές αρετές.  Εξίσου σημαντικές για την ανάπτυξή μας είναι αυτές που ο Michael Oakeshott  αποκαλεί διανοητικές αρετές, όπως είναι η ανιδιοτελής περιέργεια, η υπομονή και η επιμονή, η ακρίβεια, η σαφήνεια, η διανοητική εντιμότητα και η αυστηρότητα στον τρόπο σκέψης, η εργατικότητα, η ικανότητα για αυτοσυγκέντρωση, η αμφιβολία, η ευαισθησία σε μικρές διαφορές και η ικανότητα να διακρίνει κανείς την αρμονία και τη συμμετρικότητα.  Ο μόνος τρόπος για να μάθουμε τις πολύτιμες αυτές αρετές είναι βλέποντας και αναγνωρίζοντάς τις στη συμπεριφορά, στον τόνο της φωνής, στις εκφράσεις και τις χειρονομίες που συνοδεύουν τη διδασκαλία, στη φροντίδα και στο λόγο των δασκάλων.  Δεν μπορούμε να τις μάθουμε ξεχωριστά, όπως μαθαίνουμε τη γεωμετρία και τη βιολογία.  Κανένα πρόγραμμα διδασκαλίας δεν αναφέρει αυτές τις αρετές, ενώ μπορούν να εμπεριέχονται μέσα σε όλα εκείνα που μαθαίνουμε όταν είναι παρούσες μέσα στη ζωντανή διδασκαλία.  ( σ. 60 – 62 )  Τίποτε, λοιπόν, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το δάσκαλο και τη δασκάλα, σ’ οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης κι αν διδάσκουν, όταν φυσικά αυτοί είναι ζωντανά παραδείγματα των ηθικών και διανοητικών αρετών που ανέφερα παραπάνω.  Αυτό πρέπει να το κατανοήσουν όλοι όσοι νομίζουν ότι η τεχνολογία στην εκπαίδευση είναι πανάκεια και μπορεί να αντικαταστήσει το ζωντανό δάσκαλο και την αφοσιωμένη δασκάλα.

Χωρίς τις ηθικές και διανοητικές αρετές τα γλωσσικά παιγνίδια είναι χωρίς τα απαραίτητα θεμέλιά τους και επομένως η παιδεία και ο διάλογος καθίστανται προβληματικοί, αν όχι εντελώς ακατόρθωτοι.  ‘‘Ήθος ανθρώπω δαίμων’’ μας είπε ο Ηράκλειτος, τονίζοντας έτσι δυο μεγάλες αλήθειες.  Ο χαρακτήρας μας και όχι κάποια  εξωτερική θεότητα είναι ο καθοριστικός παράγοντας στη ζωή μας — αυτή είναι η πρώτη αλήθεια. Και η δεύτερη αλήθεια είναι ότι ο χαρακτήρας μας, και όχι οι δεξιότητές μας, οι ικανότητες ή ακόμα και οι γνώσεις μας, είναι εκείνος  που έχει καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας—ο χαρακτήρας μας έχει τη δύναμη του δαίμονα!  Δεν μπορεί να υπερτονίσει κανείς την τεράστια σημασία των προϋποθέσεων της παιδείας, και ιδιαίτερα των ηθικών και διανοητικών αρετών για την ανάπτυξη του ανθρώπου και του πολιτισμού.

Οι αρχές του διαλόγου
Είναι αυτονόητο ότι δεν αποτελούν μορφές διαλόγου οι συνηθισμένες λογομαχίες, λογοτριβές και αντεγκλήσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα, ή οι δογματικοί μονόλογοι από τον άμβωνα.  Αν εγώ σε βρίζω, σε χλευάζω ή σε απειλώ κι εσύ μου ανταποδίδεις τις βρισιές και τις απειλές, δεν μπορούμε να λέμε ότι κάνουμε διάλογο.  Αν η πρόθεσή μου είναι να σε εξαπατήσω, να σε εκμεταλλευτώ ή να σε κάνω να ασπασθείς τις απόψεις μου με τη βία, πάλι δε μπορούμε να κάνουμε λόγο για διάλογο.  Ο διάλογος προϋποθέτει ότι όλοι μας είμαστε αφοσιωμένοι στους εγγενείς κανόνες των γλωσσικών παιγνιδιών, στους κανόνες της λογικής και στις αρχές του ηθικού βίου, όπως είναι η ελευθερία, η αληθολογία και ο σεβασμός προς τους συνανθρώπους μας. Η ελευθερία μας μπορεί να περιορισθεί μόνο από την υποχρέωσή μας να λέμε την αλήθεια και να σεβόμαστε τους άλλους ως αυτόνομους και ίσους συνανθρώπους. Ο σεβασμός μας προς τους άλλους σημαίνει ότι νοιαζόμαστε γι΄αυτούς και για τις απόψεις τους, ότι είμαστε πρόθυμοι ν’ ακούσουμε τις γνώμες τους και να τους κατανοήσουμε, ότι είμαστε ανοιχτοί σε εναλλακτικές ιδέες και έτοιμοι ν’ αλλάξουμε τις απόψεις μας, αν δούμε ότι οι πεποιθήσεις μας είναι λογικά αστήρικτες.  Οι αρχές αυτές έχουν την προέλευσή τους στις αρετές που προανέφερα και είναι οι ενσεινήδητες διατυπώσεις και επεκτάσεις αυτών των αρετών.  Όπως δεν μπορούμε να έχουμε τα γλωσσικά παιγνίδια χωρις τους εγγενείς κανόνες που τα καθορίζουν, έτσι δεν μπορούμε να έχουμε και τις ηθικές αρχές χωρίς τις αρετές που είναι οι προϋποθέσεις τους. Και στην περίπτωση αυτή ισχύει η άποψη του Δημοκρίτου ‘‘λόγος έργου σκιή’’.
Δεν είναι όμως όλες οι μορφές μονολόγου εχθροί του διαλόγου.Υπάρχουν μορφές μονολόγου που είναι έγκυρες και αναγκαίες για την ανθρώπινη επικοινωνία  και για τη διδασκαλία, όπως είναι οι αναφορές, οι ιστορίες, οι περιγραφές, οι εκφράσεις των συναισθημάτων, επιθυμιών κλπ.  Μόνο όταν γίνονται κυρίαρχες μορφές επικοινωνίας και εμποδίζουν ή νοθεύουν το διάλογο τότε υπονομεύουν  τον πολιτισμό και  φτωχαίνουν τη ζωή μας.

Ο χαρακτήρας του γνήσιου διαλόγου
Από όσα είπα παραπάνω συνάγεται ότι ο διάλογος είναι η πιο πολιτισμένη αλλά και η πιο απαιτητική μορφή επικοινωνίας.  Προϋποθέτει αλλά και αναπτύσσει όλες τις ήσυχες αρετές που βρίσκονται στα θεμέλια μιας πολιτισμένης ζωής.  Ο σκοπός του διαλόγου δεν είναι να πείσει ή να επηρεάσει τους άλλους αλλά να καταλάβει την προοπτική τους, τις έγνοιές τους και τους σκοπούς τους, τα συναισθήματα και τις αξίες τους.  Σαν τη γνήσια επιστημονική έρευνα ο διάλογος δεν έχει προκαθορισμένους ή οριοθετημένους στόχους.  Ο χαρακτήρας του καθορίζεται από τους κανόνες που ενυπάρχουν μέσα στα γλωσσικά παιγνίδια και από τις ηθικές και διανοητικές αρετές που συγκροτούν το χαρακτήρα των συνδιαλεγομένων.  Γι αυτό ο διάλογος δεν χρειάζεται διευθυντές, προπονητές, αρχηγούς ή επιθεωρητές, οι οποίοι συνήθως προσπαθούν να επιβάλουν τις δικές τους απόψεις, αξίες και τρόπους ζωής.  Αντίθετα, ο διάλογος και ο πολιτισμός που στηρίζεται πάνω στο διάλογο είναι πάντοτε ελεύθεροι και ανοιχτοί και δεν μπορούν να επιζήσουν κάτω από αυταρχικές ιεραρχίες, αυθαίρετα δόγματα και  πατερναλιστικούς μοραλιστικούς   μονόλογους.
Οι συμμετέχοντες στο διάλογο δεν ταμπουρώνονται πίσω από τα προσφιλή τους συνθήματα, δόγματα ή προκαταλήψεις, δεν δίνουν προστάγματα και αποφεύγουν να συμπεριφέρονται σαν προφήτες, νομοθέτες ή επαναστάτες.  Αντίθετα, εκφράζουν τις αμφιβολίες και τις γνώμες τους, τις ελπίδες, τους φόβους και τους ενδοιασμούς τους, τις ελπίδες, τις επιθυμίες και τα σχέδιά τους και ακούν τους συνομιλητές τους με σεβασμό, κατανόηση και υπομονή.  Όχι ότι δεν διαφωνούν με τους συνομιλητές τους, αλλά οι διαφωνίες τους αποτελούν ευκαιρίες για περισσότερη αυτοεξέταση, κατανόηση και περίσκεψη και όχι ευκαιρίες για αυτοπροβολή ή προσβολή των άλλων.  Στον γνήσιο διάλογο υπερβαίνουμε τις προσωπικές μας φιλοδοξίες και την επιθυμία για αυτοπροβολή και στρέφουμε την προσοχή μας στις σκέψεις του συνομιλητή μας και στις απαιτήσεις του προβλήματος που συζητούμε.  Χωρίς μια τέτοια υπέρβαση – που έχει τις ρίζες της στο χαρακτήρα και στο όραμά μας για μια πολιτισμένη ζωή—δεν μπορεί να υπάρξει επικοδομητικός και δημιουργικός διάλογος.  Ο γνήσιος διάλογος έχει το δικό του ρυθμό και τη δική του αρμονία χωρίς κακόφωνους και σκληρούς ήχους.  Το πάρε—δώσε  αλληλοσυμπληρώνει, υποστηρίζει και ολοκληρώνει το διάλογο χωρίς αυταρχισμούς, εγωισμούς και αυτοπροβολή —υπάρχει μια αισθητική, αν θέλετε, διάσταση στο διάλογο.  Είναι αλήθεια ότι ο διάλογος είναι πάντοτε μέχρις ένα σημείο ατελής, ελαττωματικός ή νοθευμένος —γι αυτό μιλάω εδώ για γνήσιο και ορθολογικό διάλογο.  Η παρούσα συζήτηση, στο βαθμό που είναι πετυχημένη, μας παρέχει τα αναγκαία κριτήρια με τα οποία μπορούμε να κρίνουμε αν ένα άτομο, ένα ίδρυμα ή μια κοινωνία υποστηρίζουν το διάλογο και τον καλλιεργούν.

Ο συνθήκες του διαλόγου
Όταν υπολογίσουμε την τεράστια σημασία των προϋποθέσεων του διαλόγου και της παιδείας, για τις οποίες το σχολείο παίζει έναν σημαντικό αλλά δευτερεύοντα ρόλο, κατανοούμε πόσο δύσκολο και περίπλοκο είναι το πρόβλημά μας.  Ο ρόλος της οικογένειας και της ευρύτερης κοινωνίας δεν έχει κατανοηθεί αρκετά.  Μου φαίνεται ότι ο Περικλής ήταν πιο διορατικός από μας όταν περιφανευόταν ότι η πόλη των Αθηνών εμόρφωσε όλους τους Έλληνες—οπωσδήποτε όχι πρωτίστως με τα σχολεία της αλλά με τους νόμους και τις παραδόσεις της, τα ιδρύματα και  τις κοινωνικές δομές της, τις πνευματικές και πολιτικές της κατακτήσεις και όλες τις καθημερινές πολιτιστικές της δραστηριότητες.  Είναι μυωπικό και επικίνδυνο να νομίζει κανείς ότι η παιδεία των νέων αρχίζει και τελειώνει με το σχολείο.  Ολόκληρη η κοινωνία καλλιεργεί το χαρακτήρα, τις ευαισθησίες και το νου των νέων ή τους παραμελεί και τους διαφθείρει.  Σε μια μορφώνουσα κοινωνία όλα τα ιδρύματα και όλοι οι πολίτες έχουν ευθύνη και για την εξασφάλιση των προϋποθέσεων της παιδείας και του διαλόγου αλλά και για την περαιτέρω προαγωγή τους.
Υπάρχουν ορισμένες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που διευκολύνουν το διάλογο και άλλες που τον αντιστρατεύονται.  Η ανισότητα, η φτώχεια, η εκμετάλευση, η πλεονεξία, ο φόβος, η αβεβαιότητα, ο αυταρχισμός και η χρήση βίας αντιμάχονται το διάλογο.  Ο αδυσώπητος ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων και κρατών είναι ένας από τους μεγαλύτερους εχρούς του διαλόγου και του πολιτισμού.  Ο οικονομικός και πολιτικός ιμπεριαλισμός του οποίου σκοπός είναι η υποδούλωση και εκμετάλευση των λαών παραβιάζει τα κριτήρια του διαλόγου και δεν συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις μιας πολιτισμένης κοινωνίας.  Ο διάλογος δεν μπορεί να επιβιώσει κάτω από δογματικά και θεοκρατικά καθεστώτα.  Ο κόσμος είναι σήμερα χωρισμένος σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα, όπως ήταν πάντοτε, με τη βοήθεια αυθαίρετων ‘αλάθητων’, απόλυτων και αδιαπραγμάτερυτων δογμάτων που αποκλείουν το διάλογο.
Είναι νομίζω παράλογο να ελπίζουμε ότι τα νέα παιδιά που μεγαλώνουν μέσα σε έναν διαρκώς ανταγωνιζόμενο κόσμο, μέσα στη φτώχεια και στην εγκατάλειψη ή την εκμετάλλευση θα μπορέσουν να πάρουν μέρος σε γνήσιο  διάλογο.  Αντίθετα, τα παιδιά αυτά συνήθως αποκτούν συνήθειες, πεποιθήσεις και νοοτροπίες που υπονομεύουν την ανάπτυξή τους και τη διάθεσή τους για  διάλογο.  Δεν μπορεί λοιπόν μια σοβαρή εκπαιδευτική πολιτική να αγνοεί τις κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις του εκπαιδευτικού προγραμματισμού.

Παιδεία και διάλογος
Δεν είναι μια απλή σύμπτωση ότι οι προϋποθέσεις του διαλόγου είναι και προϋποθέσεις της παιδείας και οι αρχές του διαλόγου είναι στα θεμέλια  κάθε αξιόλογης εκπαιδευτικής πολιτικής.  Ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσουμε τη φύση της παιδείας είναι να τη δούμε σαν έναν ελεύθερο, πλούσιο και γνήσιο διάλογο μέσα στη κοινωνία, ενώ τη δημόσια εκπαίδευση θα μπορούσαμε να τη δούμε σαν έναν προσεκτικό, συστηματικό διάλογο ανάμεσα στη νέα και την παλιά γενιά πάνω σε όλα τα σημαντικά προβλήματα της ανθρώπινης εμπειρίας—και όχι σαν κατήχηση, επιβολή ή εξαναγκασμό.  Ο διάλογος, σαν τη παιδεία, έχει μια οριζόντια διάσταση που αγγαλιάζει όλα τα αξιόλογα ανθρώπινα πνευματικά επιτεύγματα που πρέπει να αποτελούν το πρόγραμμα της παιδείας.  Και έχει και μια κατακόρυφη διάσταση που εξετάζει σε βάθος τους λόγους και τις αιτίες των φαινομένων και των εμπειριών μας και τους λόγους για τις επιλογές, τις πράξεις και τα ιδρύματά μας.  Ο διάλογος ξεκινάει νωρίς στο άμεσο περιβάλλον μας όταν είμαστε μικροί και συνεχίζει με τις μακρυνές φωνές άλλων πολιτισμών και τις αξιόλογες φωνές του παρελθόντος.  Δεν κάνουμε διάλογο μόνο με τους δασκάλους, συγγενείς και φίλους του στενού μας περιβάλλοντος αλλά και με τους συμπολίτες που ακούμε και με τους συγγραφείς των βιβλίων που μελετούμε, δηλαδή, με ολόκληρη την πολιτιστική μας κληρονομιά.  Ο ελεύθερος διάλογος ενεργοποιεί, απελευθερώνει, καλλιεργεί και δυναμώνει το νου, το χαρακτήρα και τα συναισθήματα των νέων, ενώ ο δογματικός μονόλογος και ο εξαναγκασμός αδρανοποιούν, αναστέλλουν και εξουδετερώνουν την υπεύθυνη κριτική σκέψη και τις δημιουργικές μας διαθέσεις και ικανότητες.

Η άποψη ότι η σκέψη μας είναι διαλογική μας απαλλάσσει, μεταξύ άλλων, από την επιπόλαιη και παραπλανιτική ιδέα ότι ο νους μας είναι ένα είδος χώρου οπου αποθηκεύονται οι πληροφορίες, ή μια μηχανή που επεξεργάζεται τις πληροφορίες, όπως περίπου κάνουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές.  Οι δυο αυτές αντιλήψεις του νου και του τρόπου λειτουργίας του είχαν ολέθριες συνέπειες για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό μας.  Αν ο νους είναι σαν μια αποθήκη, τότε η διδασκαλία αποσκοπεί στη μετάδοση της διδακτέας ύλης, την οποία οι μαθητές καλούνται να απομνημονεύσουν για τις εξετάσεις, και όχι για να καλλιεργήσουν το νου, το χαρακτήρα και τις ευαισθησίες τους.  Αν πάλι ο νους είναι μια μηχανή που απλώς επεξεργάζεται πληροφορίες, τότε αγνοείται και υποβιβάζεται ο χαρακτήρας των μορφωτικών αγαθών που αποτελούν το πρόγραμμα της παιδείας.  Στο κέντρο μιας θεωρίας της παιδείας δεν μπορούν να βρίσκονται ο υποτιθέμενος νους-αποθήκη με τις υποτιθέμενες ικανότητες επεξεργασίας της διδακτέας ύλης, αλλά τα μορφωτικά αγαθά, το καθένα με τον ιδαίτερο χαρακτήρα του, τις δικές του έννοιες, κανόνες,  μεθόδους, αξίες και προοπτική.  Χωρίς αυτά τα μορφωτικά αγαθά δεν είναι δυνατό να μιλάμε για το νου, τη σκέψη, το διάλογο και την παιδεία.  Η διδακτέα ύλη δεν μπορεί να εννοηθεί απλώς σαν  ένα ουδέτερο μέσο για την επίτευξη κάποιων σκοπών που βρίσκονται έξω από αυτή.  Όσοι ενδιαφερόμαστε για την παιδεία των νέων δε διδάσκουμε την ποίηση, τα μαθηματικά, τη φυσική, τη φιλοσοφία, την ηθική και την τέχνη για να πετύχουμε κάποιο σκοπό που βρίσκεται έξω ή πέρα απ’ αυτά τα αντικείμενα, αλλά για να καλλιεργήσουμε το νου, τις ευασθησίες και το χαρακτήρα τους σύμφωνα με τους τρόπους που μας παρέχουν οι διάφορες μορφές της γνώσης.  Για να το πούμε κοντολογής, η παιδεία είναι αυτοσκοπός και συνιστά ένα ιδεώδες της ανθρώπινης ανάπτυξης που είναι αναγκαίο συστατικό κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.  Όσοι τη χρησιποιούν απλώς σαν μέσο αποξενώνουν τους νέους και τις νέες από τα πνευματικά και πολιτιστικά αγαθά και δημιουργούν όργανα που θα εξυπηρετήσουν τους παραγωγικούς,  αναπαραγωγικούς και ανταγωνιστικούς μηχανισμούς της κοινωνίας.   Όχι ότι η παιδεία δεν είναι χρήσιμη για επαγγελματικούς ή άλλους σκοπούς, απλώς δεν πρέπει να συγχέεται με την επαγγελματική εκπαίδευση.  Άρχισε να κατανοείται στις μέρες μας ότι χωρίς την παιδεία η οποιαδήποτε επαγγελματική προετοιμασία είναι ελλειπής.
Όσοι εξακολουθούν να μιλούν για τους ‘‘σκοπούς της παιδείας’’, όπως δυστυχώς κάνει το Σύνταγμα της Ελλάδας, συγχέουν την παιδεία με την εκπαίδευση και δημιουργούν επικίνδυνη σύγχυση για την εκπαιδευτική πολιτική και πράξη.  Μια σύντομη ματιά στον τρόπο που χρησιμοποιούμε τις λέξεις ‘παιδεία’ και ‘εκπαίδευση’ στην καθομιλουμένη είναι αρκετή για να μας δείξει την τεράστια διαφορά ανάμεσά τους.  Λέμε ότι κάποιος εκπαιδεύτηκε στη χρήση μιας μηχανής, ως γιατρός, ή για κάποια ειδική δουλειά. Αλλά δε λέμε ότι κάποιος μορφώθηκε σε κάτι, ως κάτι ή για κάτι.  Η εκπαίδευση είναι πάντοτε παρασιτική και υπονοεί κάποιο έργο για το οποίο το άτομο έχει προετοιμαστεί, ενώ η παιδεία είναι αυτοσκοπός.  Οι ερωτήσεις που μπορούμε να κάνουμε για την παιδεία δεν είναι ποιός είναι ο σκοπός της – διότι η παιδεία λογικά δεν μπορεί να έχει σκοπούς – αλλά ποιά είναι τα κριτήριά της και οι διαστάσεις της, ποιές δραστηριότητες έχουν μορφωτική αξία και ποιές δεν έχουν. Για παράδειγμα, είναι πολύ χρήσιμο στις μέρες μας να μαθαίνουν οι νέοι πώς να χρησιμοποιούν τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και πρέπει να διδάσκουμε τη χρήση τους μέσα στα δημόσια σχολεία ή αλλού.  Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η καλλιέργεια αυτής της δεξιότητας αποτελεί μέρος του μορφωτικού προγράμματος των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.  Φυσικά, τα δημόσια σχολεία δεν είναι εξ ορισμού μορφωτικά ή παιδευτικά ( οι δυο αυτές έννοιες είναι συνώνυμες στη γλώσσα μας).  Εμείς αποφασίζουμε ποιός θα είναι ο χαρακτήρας τους.  Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις μορφωτικές και τις άλλες δραστηριότητες του δημόσιου σχολείου είναι απαραίτητος για το σωστό εκπαιδευτικό προγραμματισμό.
Η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική είναι παγιδευμένη σχεδόν αποκλειστικά στην υπηρεσία του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου.  Ο κύριος σκοπός του σχολείου δεν είναι, όπως λέει ο ελληνικός λαός,¨ να μάθουν γράμματα τα παιδιά για να γίνουν άνθρωποι¨, αλλά η προετοιμασία τους ώστε να υπηρετήσουν το οικονομικό κατεστημένο και τον αδυσώπητο ανταγωνισμό.  Η ιδέα ότι η παιδεία είναι προετοιμασία και όχι αυτοσκοπός αλλοιώνει το χαρακτήρα της και την κάνει στενή επαγγελματική προετοιμασία.  Κοιτάξτε ιδιαίτερα τo σημερινό Λύκειο στη Ελλάδα που εγκατέλειψε σ’ ένα μεγάλο βαθμό  τον παιδευτικό του σκοπό και έγινε μια σχεδόν αποκλειστική προετοιμασία για την είσοδο των νέων στα πανεπιστήμια, τα οποία, εν συνεχεία, λειτουργούν κυρίως ως επαγγελματικές σχολές.  Η οποιαδήποτε παιδευτική αξία της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι σκόπιμη και σχεδιασμένη αλλά τυχαία.  Η παιδεία ως ιδεώδες της ανθρώπινης ανάπτυξης και ως αναγκαίο συστατικό της ανοιχτής κοινωνίας έχει παραμεληθεί ή εγκαταλειφθεί από τη δημόσια εκπαίδευση.
Η προκατάληψη με την εκπαίδευση και όχι την παιδεία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την παραμέληση του διαλόγου μέσα στα σχολεία μας όπου ο δάσκαλος και η δασκάλα μεταδίδουν γνώσεις τις οποίες οι μαθητές πρέπει να  απομνημονεύσουν.  Στα σχολεία όμως που είναι αφοσιωμένα στην παιδεία οι μαθητές δεν αποστηθίζουν για χάρη των εξετάσεων αλλά συζητούν και ρωτούν ‘‘τί εννοεί η συγγραφέας’’, ‘‘πώς γνωρίζει και πώς υποστηρίζει αυτά που γράφει’’, ‘‘υπάρχουν εναλλακτικές ιδέες, υποθέσεις, θεωρίες’’, ‘‘τί σημαίνουν οι νέες ιδέες, θεωρίες κλπ για τη δική μου ανάπτυξη και για την κοινωνία μου’’ και τα παρόμοια.  Η αξία του διαλόγου δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι καλλιεργεί όλες τις πανανθρώπινες αρετές και επομένως προάγει τον πολιτισμό και ενώνει τον κόσμο, είναι επίσης και η πιο πολιτισμένη και αποτελεσματική μέθοδος διδασκαλίας και μάθησης.  Τίποτε άλλο δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τις  μαθήτριες και τους μαθητές, να διεγείρει και καλλιεργήσει τα ενδιαφέροντα, τις ευαισθησίες και το χαρακτήρα τους όσο ο γνήσιος διάλογος.  Στον ιδεώδη διάλογο ο δάσκαλος και η δασκάλα είναι ζωντανά παραδείγματα όλων των ηθικών και διανοητικών αρετών που προανέφερα και η εξουσία τους είναι πάντοτε υπό όρους – διότι υπόκειται στις απαιτήσεις του ορθού λόγου.  Ο ορθός λόγος διέπει τις σχέσεις δασκάλων και μαθητών και όχι η βούληση, οι προτιμήσεις, η ιδιοσυγκρασία και οι αδυναμίες τους.  Μόνο μέσα σ’έναν κόσμο που στηρίζεται πάνω στις αρχές της ελευθερίας, της αληθολογίας και της ισότητας μπορεί να καλλιεργηθεί ο υπεύθυνος και δημιουργικός διάλογος και να εξασφαλιστεί η παιδεία των νέων.  Τίποτε άλλο δε θα ενδυνάμωνε την ελληνική εκπαίδευση και θα ανακαίνιζε την ελληνική κοινωνία όσο ο γνήσιος διάλογος.
________________________
* Για μια πιο ολοκληρωμένη συζήτηση της σημασίας του διολόγου βλ. το βιβλίο του συγγραφέα: Η Σημασία του Διαλόγου και οι Εχθροί του. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 2004.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1)    Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Των Μετά τα Φυσικά
2)    Πλάτων, Θεαίτητος, Σοφιστής
3)    Michael Oakeshott, The Voice of Liberal Learning.  New Haven: Yale University Press, 1989.
4)    Ludwig Wittgenstein, Lectures and Conversations on Aesthetics, Psychology and Religious Belief.  Berkley: University of California Press, 1967.
5)    Ludwig Wittgenstein, Philosophical Investigations (Translated by G.E.M. Anscombe).  New York: The Macmillan Company, 1964.
6)    Ludwig Wittgenstein, Zettel (Translated by G.E.M. Anscombe).  Berkeley: University of California Press, 1967.
7)    Τάσος Καζεπίδης, Η Φιλοσοφία της Παιδείας ( δεύτερη έκδοση ). Θεσ/νίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 1998
8)    Τάσος Καζεπίδης, Η Σημασία του Διαλόγου και οι Εχθροί του.  Θεσ/νίκη: Εκδόσεις Βάνιας, 2004