Η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η ποιήτρια Σοφία Κολοτούρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και ειδικεύτηκε στην Κυτταρολογία στα νοσοκομεία Πανεπιστημιακό Ηρακλείου Κρήτης και Άγιος Σάββας Αθηνών.

Έχει εκδώσει: την ποιητική συλλογή «Αν-επίκαιρα ποιήματα» (2007, Λάλον Ύδωρ) και το βιβλίο με κείμενα «Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς;» [στο οποίο περιλαμβάνεται ένθετο 16-σέλιδο κόμικ σχεδιασμένο από τον γνωστό σκιτσογράφο Σπύρο Δερβενιώτη] (2010, εκδόσεις ΚΨΜ) ενώ δυο ποιήματά της μελοποιήθηκαν από τον B. D. Foxmoor των Active Member (στο άλμπουμ: Όταν οι μικρόνοοι hiphoραγούν) και το άλλο από τον Κώστα Παρίσση (στο δίσκο: One For the Road του Δώρου Δημοσθένους).

Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά, έχει συμμετάσχει σε πολλές ποιητικές εκδηλώσεις και συνεντεύξεις της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά αλλά και σε πολιτικές εφημερίδες του ημερήσιου τύπου.

Διατηρεί τις ιστοσελίδες http://www.sofiakolotourou.gr (από την οποία και τα ποιήματα τα οποία παρουσιάζονται κατωτέρω) και http://kofosi.blogspot.com και είναι συνιδιοκτήτης της διαδικτυακής ανθολογίας σύγχρονης ελληνικής ποίησης σε παραδοσιακές μορφές, με τίτλο: Νέοι Ήχοι στο Παμπάλαιο Νερό http://pampalaionero.wordpress.com.Γιώργος Πρίμπας

ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ

Σπουδάζουμε και παίρνουμε πτυχία
που στέκοντ’ ύστερα στον τοίχο, ειρωνικά.
Μας παίρνουν έπειτα σε μι’ άσχετη δουλειά
– με σύμβαση κι η σταδιοδρομία.

Μετράμε κάθε μέρα τα έξοδά μας
– βγαίνει δεν βγαίνει ο προϋπολογισμός.
Μια σύμβαση όλα, ψυχαναγκασμός
μη χάσουμε στο τέλος τη δουλειά μας.

Και ζούμε τη ζωή μας με συμβάσεις:
μόνιμο τίποτα, κανένας, πουθενά.
Κι αν παντρευόμαστε, χωρίζουμε ξανά
και στήνουμ’ οικογένειες σ’ άλλες βάσεις.

Με σύμβαση μετράμε και το χρόνο
– μόλις θ’ αντέξουμε για καναδυο χρονιές.
Τώρα, με γράμματα ψιλά μες τις γραμμές
κι εγώ τη σύμβασή μου ανανεώνω.

ΚΛΕΙΤΟΡΙΔΕΚΤΟΜΗ

Στον Γιώργο Βέη

Σουδάν, Χαρτούμ. Εδώ, μέσα στη σκόνη
ένα χωριό έχει σήμερα γιορτή.
Γίνεται από νωρίς η ετοιμασία.
Στη μέση ένα κορίτσι – το κυκλώνει
πλήθος γυναίκες, πριν αρχίσει η τελετή,
μ’ επίσημο ύφος, ειδική ενδυμασία.

Μια τρύπα ήδη σκάψανε στο χώμα
και στρώνουν ένα –μ’ άνοιγμα- χαλί.
Το κοριτσάκι εκεί, προσεκτικά
τοποθετούν και του κρατούν το σώμα
-χέρια και πόδια, δεν μπορεί να κινηθεί-.
Έρχεται μια, απ’ όλες πιο γριά,

κρατώντας τα πρωτόγονα εργαλεία:
δέρμα, ξυράφια, αγκάθια μυτερά,
σύρματα, νήματα, ψαλίδια κι άλλα.
Χωρίς οινόπνευμα, δίχως αναισθησία
με γρήγορες κινήσεις, δίνει μια
στην κλειτορίδα και τα χείλη τα μεγάλα,

κι ακόμη παραμέσα, ενδεχομένως∙
ακολουθεί κλειστή μια συρραφή
κι αφήνουν το κορίτσι ν’ αναρρώσει.
Θα ‘ναι ο γονιός του τώρα ευτυχισμένος
-στο σώμα το παρθένο δεν θα μπει
η ξένη σάρκα, πριν το λογοδώσει,

και θα ‘χει το παιδί τύχη καλή:
το γάμο θα τον έχει εξασφαλίσει,
που είναι για γυναίκα η σκέψη η πρώτη.
Φυλάξανε τη μήτρα την ιερή
αμόλυντη, με ρόλο να γεννήσει
μι’ ακόμη μήτρα, άλλο ένα στρατιώτη.

Η τελευταία δεν είναι, μήτε η πρώτη.

ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Μεγάλωσα στο γκέτο∙ τ’ όνομά μου:
Τι Τζέι απ’ το Χάρλεμ, Τζένυ από το μπλοκ
Φτάνουν έως το σύρμα τα όνειρά μου
κι άμα ξεφύγω, για όλους θα ‘ναι σοκ.

Εδώ θα στρέφομαι, εδώ είν’ η τροχιά μο
– τον κόσμο πως ν’ αλλάξω μόνο εγώ;

Μεγάλωσα στο Ρίο, στις φαβέλες:
με λέγαν Έντσο, και στα δεκατρία
μαστούρωνα και είχα δυο κοπέλες
– ωστόσο, πριν με φάει η συμμορία,

εδώ θα βρίσκομαι, εδώ είναι τα όριά μου
– τον κόσμο δεν θα ορίσω, ένας εγώ.

Μεγάλωσα φτωχά στην Ουκρανία:
Ναστάζια με φωνάζανε, μα εγώ
απ’ της φυγής πιεζόμουν τη μανία
– σε νέο ήθελα μέρος να βρεθώ.
Μα όπου κι αν πάω, είν’ ίδια η θηλειά μου
– ο κόσμος θα με πνίγει, όπου κι αν ζω.

Μεγάλωσα στο φόβο: η Λιβερία
σπαράσσονταν, και όνομα δεν έχω.
Η Ευρώπη τ’ όνειρό μου, η σωτηρία
που έγιν’ εφιάλτης – δεν αντέχω.
Εδώ είμ’ απρόσωπος, κανένας τ’ όνομά μου
– στον κόσμο δεν θα λείψω κι αν χαθώ.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Μεγάλωσα σε κάποια συνοικία
που τους φωνάζαν όλους Γιώργο ή Πάνο
ή Δέσποινα ή Ρούλα ή και Μαρία
– κι όπου ήσυχα θα ζήσω ως να πεθάνω.

Εδώ θα εργάζομαι, αυτή είν’ η γειτονιά μου
– δεν θέλω να τ’ αλλάξω, είν’ απλό.

Μεγάλωσα στις μεσοπολιτείες
μ’ ονόματα ίδια: Τζίμυ ή Μαίρυ,
Μεχμέτ, Αϊσέ – στο Ομάν ή στις Ινδίες
μένει η μεσαία τάξη σ’ όμοια μέρη.
Εκεί όπου αναγνωρίζω τη σειρά μου,
τον κόσμο ξεχωρίζω κι αγαπώ.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Μεγάλωσα στα πιο όμορφα προάστια
και Φαίδρα με βαφτίσαν ή Λητώ.
Σε campus με σπουδάσανε τεράστια,
με το επιχειρείν ν’ ασχοληθώ.

Εδώ θα χαίρομαι, μαζί με τα παιδιά μου,
τον κόσμο, που θεωρώ φανταστικό.

Μεγάλωσα στο γκέτο: τ’ όνομά μου
Αλφόνσο Λούις, Γουλιέλμος, Στεφανί.
Γκέτο πλουσίων: όλα τ’ όνειρά μου
έχουν πριν γεννηθώ εκπληρωθεί.

Εδώ θα υπάρχω – κι οι άλλοι στην τροχιά μου.
Τον κόσμο δεν θ’ αλλάξω. Κυβερνώ.

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΛΟΡΔΟΣ ΤΣΑΤΕΡΛΥ

Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ είναι μύθος.
Ακούστε, θα σας πω την ιστορία:
ο λόρδος, απ’ τον πόλεμο σακάτης∙
λαβώθηκε στην πλάτη και το στήθος
κι έμεινε μήνες στα νοσοκομεία.
Μα γύρισε στη Λαίδη -και κοντά της

σε νέα περνάει φάση το ζευγάρι.
Δεν εμποδίζει πια το σεξ η αναπηρία
-μα είναι ταμπού και δεν το συζητάει
κανείς, λες και του έρωτα η χάρη
σβήνει κι αυτή, με την ακινησία.
Μα ωστόσο, το μυαλό δεν σταματάει

ερωτικές να φτιάχνει παραστάσεις.
Κι υπάρχουνε ακόμα και χαπάκια
που οι Τσάτερλυ του σήμερα γνωρίζουν.
Σ’ εκείνες που βολεύονται τις στάσεις
μ’ αγγίγματα και χίλια δυο κολπάκια
την ηδονή στη σύντροφό τους τη χαρίζουν.

Αυτά μας είπε σαν ρωτήθηκε η Κυρία
(κι ήτανε ψέμα πως το Λόρδο απατούσε).
Καιρός να μάθει ο κόσμος την αλήθεια:
κάποιος με μια –κινητική- αναπηρία
τη σύζυγό του πια δεν θ’ αμελούσε
-κι ο Λώρενς είχε γράψει παραμύθια

ONE FOR THE ROAD

στον Δώρο Δημοσθένους

Ένα ποτό ακόμα, τελευταίο,
βάλε μου απόψε φίλε, για το δρόμο.
Τη νύχτα, το μπαράκι είν’ ωραίο
κι έχει δικό του ορισμό, δικό του νόμο.

Κι είν’ το ποτό μας πάντοτε,
πάντα προτελευταίο –
ατέλειωτες οι νύχτες μας
κι οι ιστορίες που λέω.

Ένα τσιγάρο ακόμα, τελευταίο,
να κάνω άφησέ με, για το δρόμο.
Τη νύχτα, το χαρμάνι είν’ ωραίο
κι έχει δική του λογική, δικό του νόμο.

Κι είν’ το τσιγάρο πάντοτε,
πάντα προτελευταίο –
ατέλειωτες οι νύχτες μας
κι οι ιστορίες που λέω.

Ένα φιλί ακόμα, τελευταίο,
δώσμου πριν να χωρίσουμε στο δρόμο.
Τη νύχτα, κάθε χάδι είν’ ωραίο
κι έχει δική του ηθική, δικό του νόμο.

Κι είν’ το φιλί μας πάντοτε,
πάντα προτελευταίο –
ατέλειωτες οι νύχτες μας
κι οι ιστορίες που λέω.

Ένα τραγούδι ακόμα, τελευταίο,
τραγούδησέ μας φίλε, μες το δρόμο.
Τη νύχτα, ό,τι ακούσαμε είν’ ωραίο
κι έχει δική του μουσική, δικό του νόμο.

Κι είν’ το τραγούδι πάντοτε,
πάντα προτελευταίο –
ατέλειωτες οι νύχτες μας
κι οι ιστορίες που λέω.

ΣΤΑΔΙΟΥ 23

Τα ψέματα τελειώνουν… Οι αγελάδες,
πια θα ‘ναι ισχνές – κι οι Φαραώ
“διαίρει και βασίλευε” μες το λαό:
ματοβαμμένες πάλι δυο Ελλάδες.

Κι όπως θ’ ανηφορίζει στη Σταδίου,
στο ξέσπασμα του πλήθους, στην πορεία,

πάντα ο καπνός θα δείχνει εικοσιτρία:

νέο πεδίο μάχης Εμφυλίου.

– Σταθείτε λίγο!… Άλλος είν’ ο εχθρός μας –
δεν ωφελεί ν’ αφανιστούμε μέχρι ενός,
για να περάσει Αμερικάνος, Γερμανός,
να διαφύγει ο εγκληματίας πολιτικός μας.

– Όχι μολότωφ στον υπάλληλο, όχι!
Στ’ αφεντικά τους, την εργοδοσία,
τους βουλευτές, τους υπουργούς, την εξουσία –
σ’ όποιον το χρήμα τ’ άρπαξε και το ‘χει.

– Να μείνετ’ ενωμένοι αυτές τις μέρες:
Συνταξιούχοι, αδικημένοι, μισθωτοί,
ακούστε λίγο τη φωνή του ποιητή –
τι θέλει κι ο άγιος καμιά φορά φοβέρες.

Λαέ σε σώμα συγκροτήσου: η δύναμή σου,
μέσα απ’ το ίντερνετ, για πρώτη ίσως φορά,
μπορεί στο δρόμο να σε βγάλει, μαζικά –
για ν’ ακουστεί επιτέλους η φωνή σου.

Οργίσου!

Οργίσου, αλλ’ όχι με κυνήγι μαγισσών.
Στη βία δεν απαντούμε με τη βία –
με του Ρομπέν τον τρόπο, των Δασών,
ανακατανομή ζητάμε, των δασμών,
για να επιβιώσει η κοινωνία.

– Όχι μολότωφ στον υπάλληλο, όχι –
σ’ όποιον το χρήμα τ’ άρπαξε και το ‘χει.

8/5/2010

ΜΙΚΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΩΝ

…επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής»
Κ. Καρυωτάκης, Όλοι μαζί

Όλοι ζούμε στον υπόνομο,
μα κάποιοι από μας κοιτάνε τ’ αστέρια.

Οσκαρ Ουάιλντ

Οι φίλοι μου γεμίζουν με συνθήματα
όλους του Διαδικτύου τους άσπρους τοίχους
και κάπου κάπου γράφουν και ποιήματα-
τα λένε πεζοτράγουδα ή και στίχους.

Οι φίλοι μου αισθάνονται σαν θύματα
κι είν’ τόσο αδικημένοι στη ζωή τους.
Του κόσμου τ’ ανυπέρβλητα προβλήματα
τσακίζουν ειδικά την ύπαρξή τους.

Οι φίλοι μου δεν έχουν κάνει εγκλήματα
είν’ ήσυχοι και πράοι μες την καρδιά τους.
Άλλους βαραίνουν πράξεις κι ανομήματα,
ενόσω διορθώνουν τα γραπτά τους.

Οι φίλοι μου κι αν σέρνονται στα λύματα
των βόθρων, αγναντεύουνε τ’ αστέρια.
Της μοίρας τους κινούν άλλοι τα νήματα,
ξένα τους σπρώχνουν δάκτυλα και χέρια.

Μου στέλνουν τα βιβλία τους κατά κύματα.
Διαλέγω ένα ποίημα τους ή δύο,

που – αίφνης – ομολογεί δικά τους κρίματα.
Για τούτο, λέω, γράψαν το βιβλίο.