Η ποιήτρια Χαριτίνη Ξύδη

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η ποιήτρια Χαριτίνη Ξύδη γεννήθηκε στο Βόλο, μεγάλωσε και έζησε τα εφηβικά της χρόνια στον Αλμυρό. Έχει σπουδάσει Ιστορία και Αρχαιολογία και σήμερα ζει στην Αθήνα.
Το Δεκέμβριο του 2007 τιμήθηκε με πρώτο βραβείο, για τη νουβέλα της «Η ΄Ιρμα των δαιμονίων», από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.)
Τον ίδιο χρόνο επίσης βραβεύτηκε, από την Ένωση Συγγραφέων Λογοτεχνών Ευρώπης, στο Η’ Φεστιβάλ Ποιήσεως Θεσσαλονίκης.

Μια ιδιαίτερα ταλαντούχος γραφή που κινείται με ιδιαίτερη άνεση και στον έμμετρο και στον ελεύθερο στίχο ακόμα και στο σώμα του ίδιου ποιήματος.

Έχει εκδώσει
– το μυθιστόρημα «C-Minor ένα αιρετικό ρομάντζο», (2005 εκδόσεις Ιωλκός) και
– τις ποιητικές συλλογές: «Οι τρομπέτες του Οκτώβρη», «Το ράμφος», «Η ερωμένη των απολεσθέντων θαυμάτων» (2007, εκδόσεις Κώδικας) και «Τα όνειρα καπνίζουν» (2010, εκδόσεις Γαβριηλίδης) από την οποία και παρατίθενται τα κατωτέρω ποιήματα.(Γιώργος Πρίμπας)

ΣΚΟΤΕΙΝΟ

Έγινε βράδυ στην άκρη του κόσμου

– δώσ’ μου το ανείπωτο στερέωμα της ταφής μου

και στάχτη μολύβι να πνιγώ –

Εγώ τη δική μου ξανά διεκδικώ

-αντιδικώ με τη χλομή αχτίδα που επιπλέει στη σκόνη

που αφήνει πίσω το φεγγάρι –

Μια πίκρα αφήνω στα φύλλα του δυόσμου

-φως μου ασήκωτο κι αν είσαι χλομό δεν μπορώ να σε

βλέπω-

Εσύ νυχτερίδα, εγώ ξωτικό

Απ’ τον ουρανίσκο μου δηλητήρια στάζουν

– φράζουν τη νύχτα σπασμοί και ίλιγγοι γεωτόμοι –

Δράκοι γλιστράνε σαν λιωμένος θυμός

– ειρμός που ξεστέριωσε τα άβατα κάποιων ερωτηματικών,

βωμός εσπέριος –

Τρυπάνε το δέρμα μου, μέσα μου αδειάζουν

– με νοιάζουν ακόμα τα μη και τα όχι και τα μπορεί –

Το σκοτάδι που έφερε του όχι ο τριγμός

Είναι μια μνήμη που χρόνια με πνίγει

– λήγει η λίγη του φωτός η αξία, του σκοταδιού Πυθία

γίνομαι –

Φωτιά μιας ανάσας, παγίδα, θηλιά

– ελιά που δυνάστευσε βουβή συνοικία –

Ελπίζω σε θαύμα που την κρήνη ανοίγει

– το ζύγι αυτό το έχω δέσει γερά; –

Κι εκεί θα μεθύσουν του τρύγου τα πουλιά

 

ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ

Τη θαμπή σου οθόνη κοιτάζεις να δεις

Πώς ξέφτισαν τα λόγια και πού να κρυφτείς

Του φιλιού την αγχόνη η ανάσα ανταμώνει

Στο αβέβαιο νήμα της πώς να σταθείς

 

Τα τσιγάρα σου καίγονται φάροι χλομοί

Τι γυρεύουν να σώσουν του φόβου οι θυμοί

Πάνω στο μαξιλάρι καράβι σαλπάρει

Ακολουθείς του καπνού του τη μαύρη γραμμή

 

Σε παλιές αυταπάτες η ώρα γυρνά

Στο ρολόι μοιραία μια μπόρα ξεσπά

Κι οι τρελοί λεπτοδείκτες κυνηγάνε τις νύχτες

Κι οδηγούν το καράβι στα πιο μαύρα νερά

 

Σε λαβύρινθο η τύψη σιωπηλά σε τραβά

Σε είχε κάποτε πνίξει στο λαιμό σαν θηλιά

Ανεκπλήρωτος μύθος της Αριάδνης ο μίτος

Άλλος ένας Θησέας δεν αλλάζει πανιά

 

ΑΣ ΕΙΜΑΙ

Μια αναπνοή που την κρατούσα στο βυθό

Και πέρναγα μαζί της ώρες ατέλειωτες

Για να εξοικειωθώ με τις ασφυκτικές

Τις πνιγηρές μνήμες μου

Με πρόδωσε και μ’ έβγαλε σε μια επιφάνεια ουρανού

Τώρα είμαι εδώ

Όλα πήραν αέρα και φως

Κι ο διχασμένος μου εαυτός

Έγινε δέντρο κι άνθισε του ανέκκλητου ο λωτός

 

Κι άλλες φορές νιώθω σαν μια μικρή αυλή

Που τη χρησιμοποιώ για να κρυφτώ

Ή αφορμή, μια πρόφαση ν’ αναστηθώ

Αν θα καώ σε μια παραίσθηση διπλή

Ένα θα πω, πως είναι αλήθεια και τα δυο

Ο κεραυνός που χώρισε τη μνήμη σε μισά

Και η παγίδα που μου όρισε να φτιάχνω μυστικά

 

Κι αν διαδρομές έχω διανύσει σταυρωτές

Κι αν αποστάσεις έχω τρέξει οριστικές

Πάντα ένα πέρασμα κρυφό θ’ αφήνω στον αιώνα

Να παίρνει βήματα από κει της ποίησης η εικόνα

 

Εικόνες μόνο είμαι κι εγώ εικόνες κινηματογραφικές

Στιγμιότυπα δίχως μνήμη

Φωτογραφίες κάποιων στιγμών ηρωικών

Σαν από παλιά ρομαντική

Εφηβική επανάσταση

Με παίρνουν και με σεργιανάνε σε άβατες

Στοές των παραδείσων

Σ’ επιστροφή εξαίσια

Της αντοχής τα αίτια αδιάφορα κενά

 

 

ΤΑ ΣΚΙΣΜΕΝΑ ΜΑΝΙΚΙΑ

 

Πουκάμισο βαρύ και στη μέση ακριβώς ο απών

Στις όχθες του μελωδικές απηχήσεις του απόλυτου θανάτου

Σαν αλλοπρόσαλλες τυφλές μούμιες:

Τα μανίκια ψάχνουν αέρα ν’ ανεμιστούν

Ν’ αγγίξουν κάποιας πόρνης το τρυφερό μπράτσο

Θηλάζοντας το ζοφερό της γαλήνιο μίσος

– το στήθος της κατεβάζει αστέρια –

Θηλές αγγιγμένες από ανθρώπινα τραύματα

Από απορρίψεις και ασάφειες μπερδεμένες

Η αποφλοίωση του πεζού χαρακτήρα

Διασκεδάζει την διχοστασία του

Κομπιάζει

Μα στη συνέχεια κινείται θαρρετά

Αναδύεται κενό

Σαν να τινάζεται βρεγμένο από νερό

Σαν να χορεύει

Και τα μανίκια λεπτά αναβαπτισμένα

Στα τρυφερά δάχτυλα της πόρνης

Κομμένα φτερά

Ξορκίζουν το λευκό του κενό με συμπάθεια

 

ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ

Σε θυμάμαι, είχες μια μικρή ραγισματιά

Σαν δόκανο και φρέαρ μαζί στο γόνατο

Κι από κει έσταζε όλη η αλλόκοτη οδύνη του μέσα σου

Από κει έτρεχε η φωτιά, όχι το αίμα

Από κει τρεφόσουν, απ’ αυτόν το μικρό εγχάρακτο λώρο

Σε θυμάμαι, καθόσουν κάτω από μια λαμπερή κερασιά

– μια κερασιά που δεν έκανε σκιά γιατί ήταν διάφανη –

Κάτω από το φως της έσκαβες την τρύπα της πληγής σου

Να πάρει φως; Να την κάνεις βαθύτερη;

Σε θυμάμαι σαν όνειρο κρυμμένο σε ομίχλη

Πεισμωμένο γιατί ποθούσες γαλανό κι ολοκάθαρο ουρανό

Αλλά κατόρθωνες μόνο τον πυρετό και μια θλίψη

– που τη νόθευες κάποτε με συνεσταλμένες ερωτοτροπίες

με τη φωτιά –

Και την αγρύπνια γιατί φοβόσουν ότι ο ύπνος θα σε κατά­πινε

Σε θυμάμαι να στέκεσαι μπροστά σε μισές σελήνες

– σ’ αυτά τα γυαλιστερά και κοφτερά δρέπανα –

Δεν άρθρωνες ούτε λέξη μπροστά τους

Ντρεπόσουν το μισό φέγγος και την κόψη τους

Τρόμαζες την ομορφιά τους

Κι αν είχες καλοσύνη δε θυμάμαι

Ούτε και το έμαθα ποτέ

Ούτε να την ψελλίσεις ούτε να την τραυλίσεις μπορούσες

Σε θυμάμαι ν’ ακολουθείς τη φωνή σου

Πνιγμένη στα βάθη της

Σε θυμάμαι είχες ένα γόνατο τρύπιο

Κι από κει ανάβλυζε – ανάκατο με το μπερδεμένο αίμα σου, όχι αίμα –

Το ρετσίνι της κερασιάς

 

ΤΑ ΘΕΛΚΤΙΚΑ ΤΟΥ ΙΧΝΗ

Ο ήλιος επικρέμαται ειρωνικά

Ως είλωτας ενστίκτου φωσφόρου

Πάνω από τον Νείλο κήπος από νούφαρα

Ανυπόληπτου εραστή ανυδρίτης υαλογραφήματος

Με τις αλχημικές του μεθέξεις μάς καλεί

Σε τροχιά υδραργύρου μικροκλίματος

Εμείς οι απόηχοι λάτρεις της σάρκας και της σκλαβιάς

Χρήζουμε επειγούσης ενισχύσεως άφατης μνήμης

Μονομερή κορμιά εμπιστεύονται

Θαύματα παρωχημένα

Αντίθετα με τους ψιθύρους των ναμάτων

Ραντίσματος μαύρου μύρου

Κραδαίνοντας απόκρυφες αιτίες απολαύσεων

Αντίλαλους άσπιλων σπερμάτων

Κατόπιν στη συσκότιση των παιγνιωδών ωρών

Όπου υφιστάμεθα την πνευματική παράλυση

Δε μ’ ενοχλούν οι αντιφάσεις σου

Ιδίως εκείνες που αμβλώνουν το ζην ακινδύνως

Και επιβεβαιώνουν τη φρενίτιδα

Στην τροπική βλάστηση του υπογαστρίου κοιτώνος

Όταν ταυτόχρονα παίρνεις εκείνη την όψη

Που μόνο ένας ληθαργικός τρελός σαν εμένα

Μπορεί να εννοήσει απαλλαγμένος

Από το βιομηχανικό ιδεώδες και

Γιατί μπορώ να λάβω την ίδια ακριβώς μορφή

Λιώνοντας ποίηση και σάρκα

Με μεσολαβητή μια αφυπνισμένη μοίρα

Που είτε το θες είτε όχι μέσα και μόνο

Από τη συνεύρεση μας θα δικαιώνεται

Ως αιώνια Ημισέληνος

Για να αγκαλιαζόμαστε ακριβώς

Στην κόψη της