Η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

αποκλειστικά στο 24grammata.com

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Η ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Δούλεψε για αρκετά χρόνια σε τράπεζα αλλά τα τελευταία χρόνια έχει ένα εργαστήρι αφήγησης και δημιουργικού λόγου για παιδιά Δημοτικού και Γυμνασίου, όπου συνδυάζει τεχνικές δραματοθεραπείας με ασκήσεις λόγου και φαντασίας.

Έχει εκδώσει:
Ποιητικές συλλογές
«Σχέσεις Σιωπής» (1984, εκδόσεις Εγνατία)
«Η νύχτα είναι μια φάλαινα» (1990 εκδόσεις βιβλιοπωλείου Λοξίας)
«Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα» (2004, εκδόσεις Νέα Πορεία)
«Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια» (2006, εκδόσεις Νέα Πορεία)
«Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» (2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης) (από την οποία παρατίθενται και τα κατωτέρω ποιήματα)
Θέατρο
«Ορφέας στο μπαρ» (2005, εκδόσεις Πάροδος)
Μυθιστόρημα
«Ψιθυριστά» (2002, εκδόσεις Παρατηρητής)

Διατηρεί την ιστοσελίδα http://foxandthereddance.blogspot.com. Γιώργος Πρίμπας

Η   ΜΙΚΡΗ   ΓΚΡΕΪΣ

Η μικρή Γκρέις
ζει ακόμα εδώ
με άσπρο φόρεμα φουρό
μαύρα λουστρίνια για παπούτσια
και καστανά μπουκλάκια στα μαλλιά.
Πιπιλάει το δάχτυλο της.
Τις νύχτες σέρνεται στις σκοτεινές γωνίες
γλιστράει κάτω από το πάπλωμα σαν φίδι
οι εραστές πετιούνται πάνω τρομαγμένοι
στο χέρι κρατάει ένα κερί και τους φωτίζει
φεύγουν στο τέλος κάθιδροι από φόβο
και πίσω τους διπλοκλειδώνει
την δρύινη πόρτα της καρδιάς μου.
Πότε θα μεγαλώσεις μικρή Γκρέις
πέρασαν κιόλας τριάντα χρόνια από τότε
οι μάσκες δεν ουρλιάζουν πια τα βράδια
το βαλσαμωμένο ελάφι δεν κουνάει τα κέρατα του
ο άνθρωπος σκιά δεν θα ξανάρθει
κανείς δεν θα βάψει κόκκινο
το λευκό σου νυχτικό.
Όταν έτσι της μιλώ
κλαίει με κοφτά αναφιλητά
νομίζει ότι θα φύγω.
Ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω, ψιθυρίζω
και της χαϊδεύω τα μαλλιά
ενώ αυτή θηλάζει το αίμα των καρπών μου.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ  I

Πρώτα βγάζει το πουκάμισο
μετά το αστραφτερό χαμόγελο,
έχει σειρά η φούστα
ύστερα το μεσοφόρι από δαντέλα.
Ντύνεται ολόκληρη το κόκκινο κραγιόν.

Έξω η νύχτα βάφει με πινέλο
μαύρο το σκοτάδι της.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ   II

Γυναίκα σε καθρέφτη.
Φοράει μαύρες κάλτσες,
νυχτερίδες στο χιόνι του κορμιού της.
Ένας άντρας στέκεται κοντά της.
Δεν φαίνεται η αντανάκλαση του στο γυαλί.
Τα μάτια του έχουν ήδη φύγει.
Δεν μπορεί να δει
το τρίγωνο του φόβου της
τα ελάφια των ματιών της
τα σπαρταριστά περιστέρια των δαχτύλων της.

Όπως κάθε βράδυ
τελευταία αποχωρούν τα χέρια του.

ΠΑΛΙΕΣ  ΣΥΜΜΑΘΗΤΡΙΕΣ

Με ξεσκισμένες σάρκες και γυμνά φτερά
μικροί καθρέφτες των ρυτίδων μου
πόσο ακόμα ως το τέλος;

ΟΙ   ΡΑΓΕΣ   ΤΩΝ  ΧΕΙΛΙΩΝ

Η στιγμή πριν η σταγόνα
πέσει στο ποτήρι.
Η μαγεία του μετέωρου.
Βαγόνι με αχνιστά κάρβουνα
στις ράγες των χειλιών.

Ο  ΑΝΤΡΑΣ  ΠΟΥ  ΦΕΥΓΕΙ

Αυτός ο άντρας όλο φεύγει.
Τον βλέπω να κινείται στο δωμάτιο
στα μακριά μαλλιά του σκαλώνουν νυχτερίδες
στην κάπα του φωσφορίζουνε αστέρια
νιφάδες από λύπη.
Ξέρω ότι φεύγει και πάω να του μιλήσω
δεν έχω χέρια ούτε φωνή
μόνο ένα παλιό τραύμα στους καρπούς
τότε στον Πύργο όταν με κλείσαν ζωντανή.
Κρυφά τα βράδια τον δένω με βιολετί κλωστή
κρύβω στις τσέπες του μπισκότα νοσταλγίας
πάνω στο πουκάμισο του καρφιτσώνω χάρτες από κερί
μήπως κάποια στιγμή ξεχάσει να γυρίσει.
Όταν ο άντρας φεύγει
τα σκυλιά ουρλιάζουν στο δωμάτιο
η ντουλάπα ανοίγει να με φάει
και η τσαγιέρα μού δαγκώνει αρπακτικά το χέρι.
Συνέχεια με διαβεβαιώνει.
«Ποτέ» μου λέει «ξανά»
μου χαϊδεύει το κεφάλι
μα μέσα στα απαλά του μάτια
βλέπω πως έχει αρχίσει κιόλας
το σκοτεινό ταξίδι προς τα μέσα.

ΤΟ  ΔΩΜΑΤΙΟ

Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη.
Πρώτα με πλένεις.
Δέκα δάχτυλα
μαύρα άλογα
αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν
κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα
κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν.
Με χαϊδεύεις.
Ύστερα έρχεσαι.
Όπως ποτέ.
Όπως ξανά.
Στο πιο
κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.

ΤΟ   ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα κι ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.