Η ποιητική της ζωγραφικής του Θεόφιλου

24grammata.com/ ζωγραφική

«ΘΥΡΟΦΥΛΑΞ»
Σχόλιο για την ποιητική της ζωγραφικής  του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Κατέληξε στις 24 Μαρτίου του έτους 1934, δίχως ποτέ να λάβει τη δίκαιη εκτίμηση και τον υψηλό θαυμασμό τον οποίο το έργο του απαιτούσε.Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ ή Κεφαλάς ή Κεφάλας γεννήθηκε στη Μυτιλήνη στο χωριό Βαρειά το 1870 και κατέληξε στον ίδιο ετούτο τόπο. Η περιήγησή του στη Σμύρνη και την περιοχή του Πηλίου, προτού επιστρέψει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη αποδεικνύεται από το πλούσιο ζωγραφικό έργο το οποίο ανέπτυξε σε όλους τους σταθμούς της ζωής του. Η ευαίσθητη φύση του, η πλασμένη να ενσωματώσει ως φορέας όλους τους δεσμούς και τις ενώσεις ανάμεσα στην ιστορική μνήμη και το παρόν, εμπόδισε την ομαλή κοινωνική του ένταξη. Περιθωριοποιημένος, με μόνο εφόδιο την αξεπέραστη επάρκεια του χρωστήρα, ο Θεόφιλος παρέμεινε συνεπής ως το τέλος σε εκείνη τη θερινή θεώρηση του ελληνισμού. Και επιστρατεύοντας ετούτο τον όρο, καλούμαστε να περιγράψουμε το φωτεινό τρόπο, τον ακηλίδωτο, τον απόλυτα διαυγή με τον οποίο ο Μυτιληνιός ζωγράφος κατέστη ένας δεσμός ανάμεσα στο σύγχρονο ελληνισμό και τις ίδιες τις καταβολές του. Το βυζαντινό και το αρχαίο, εκείνο το μεγαλοπρεπές που συστάθη μες στα όρια του λόγου και του μέτρου και το άλλο, εκείνο που ανταποκρίνεται στη θρησκευτική εντοπιότητα του όψιμου ελληνισμού αναζωπυρώνονται σε μία ενότητα λαμπρή. Με την αυθαιρεσία της ιστορικής επιλογής, με την ανάδειξη μιας άλλης, θερμής αδεξιότητας, αγαθής και γαιώδους, καθώς επισημαίνει ο Σεβαστάκης στο αφιέρωμα του περιοδικού «Η Λέξη», ο Θεόφιλος διαμόρφωσε υπέροχα ρήγματα στην αφήγηση και την απεικόνιση, κατάλληλα πεδία προκειμένου να αποτυπωθεί το ψυχικό, εκείνο στοιχείο του «ελληνικού.» Οι τεχνικές ανεπάρκειες του ζωγράφου, όχι μόνο δεν πρόδωσαν τη δημιουργική του πρόθεση μα συντέλεσαν ώστε να αποτυπωθεί πλήρης μια λαϊκή επίγνωση της ιστορίας, πολύ πλησιέστερη προς το δημώδη, διασωσμένο μύθο. Ετούτος ο τελευταίος, κοιτίδα και φορέας της ιστορίας στάθηκε πάντοτε το πιο άμεσο υλικό της μνήμης, παρουσιάζοντας μια ροπή προς τη σύνθεση και την ευρύτητα. Σε τούτο το μύθο ο Θεόφιλος εντόπισε τα σύμβολα, το ύφος και το πνεύμα το πιο αντιπροσωπευτικό της ελληνικής ψυχογραφίας, παραμένοντας πιστός στο τοπίο της ελληνικής φύσης. Παρά δε το γεγονός πως συντήρησε πάντοτε μια εμμονή,-λόγοι τεχνικοί ίσως τον ανάγκασαν-, στην προβολή των ελαχίστων διαστάσεων στη ζωγραφική του, εντούτοις ετούτο το φαινομενικό βάθος, το ανεκπλήρωτο από τη δυναμική του χρωστήρα μοιάζει να αντικαθίσταται από μιαν αρχή, εκφρασμένη σε πλήρεις διαστάσεις στο έργο του Θεόφιλου. Αναπαράγουμε τη διατύπωση του Μινωτή, καθώς διασώζεται στις «Διαλέξεις» του. «Η καλλιτεχνική δημιουργία δεν υπόκειται στην οριζόντια έκταση του χρόνου, όπως η επιστήμη, αλλά στην κάθετη, τη μεταφυσική.» Ίσως ετούτη την ανταπόκριση να την πληρεί σε βαθμό απόλυτο η μεταφορική ανάκληση ενός υπερβατικού, ιστορικού μεγέθους, χαρακτηρισμένου κυρίως από την υπερβολή, σε αντίθεση με το δυτικό δράμα, το οποίο στάθηκε τόσο νατουραλιστικό. Μιλούμε για μια αποκατάσταση της ιστορικής συνέχειας και της θρησκευτικής ασυνέπειας, της σύγκρουσης με την οποία ο αρχαίος θεός τέθηκε αντιμέτωπος με την ανατολική ορθοδοξία. Στην περίπτωση του Θεόφιλου σημειώθηκε με άλλα λόγια μια συμφιλίωση ανάμεσα στις δυο εποχές,έτσι ώστε στις ζωγραφικές επιφάνειες να προβάλλονται οι αρχαίοι ως άγιοι και με μια ανάλογη καταγωγή να ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Η λαϊκή τέχνη, για την οποία ο Θεόφιλος στάθηκε αναμορφωτής, δεν πηγαίνει να παραστήσει βαθύτερα τα συστήματα ή ορμητικότερη την πράξη, παρά γυρεύει με κάθε τρόπο να ζωντανέψει μια στιγμή του χρόνου. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η τεχνική του Θεόφιλου εισηγείται τέτοιες λαμπρές επισημάνσεις, ικανές να παγιώσουν την ανεξάντλητη δυναμική της δημοτικής τεχνικής, όπως αναπτύχθηκε, σμίγοντας την κοσμική με τη μεταφυσική διάσταση. Στα τοπία, αλλά και τις προσωπογραφίες του Μυτιληνιού υφίσταται η συνέχεια της βυζαντινής αγιογραφίας, καθώς τούτο αποκαλύπτεται με τα εκφραστικά ύφη, τις τονισμένες κεφαλές που τόσο υπερτερούν του αδύναμου σώματος. Καθώς στους βυζαντινούς σοφάδες, έτσι και στα τοιχεία των καφενείων και τα πηλιορίτικα αρχοντικά αποκρυσταλλώνεται με τρόπο πολύχρωμο και εξισορροπητικό όλο εκείνο το πνευματικό υλικό της απλότητας και του μεγαλείου, το οποίο συγκινεί και ερεθίζει την ελληνική ψυχή. Είναι γεγονός πως η ανανέωση της παράδοσης συνιστά υποχρέωση, μια αιτία επαρκή για να τη συνδέσουμε με ό,τι ζωντανό παραμένει. Ο Θεόφιλος αποτελεί το ζωντανό εκείνο κομμάτι, το πεδίο μες στο οποίο η παράδοση τονίζει και πάλι τα όρια και τις αρχές της. Η πλαστικότητα αυτή, η οποία φανερώνει τη διαχρονική ύπαρξή της, καθώς εκφέρεται στο χρωστήρα του Θεόφιλου συνιστά την πιο τρανή απόδειξη της ελληνικής, λαϊκής ταυτότητας με την οποία, καθώς προικίζεται η τέχνη ανακτά τη δημοτικότητά της και μια φυσική συλλογικότητα, προϋπόθεση ενότητας.
«Ο εύελπις, φέρων ένα μειδίαμα ελαφρύ, μιαν ανησυχία περιπαιχτική, παιδιαριώδης αναμένει με το φλόγιστρο προκειμένου να πραγματοποιηθεί η επίδειξη. Ο Παναής Κουταλιανός στέκει μετα των κανονιών του, με την ηρεμία του αγίου στο βλέμμα και την αμφίεση τη νεοκλασική, όπως εσχεδιάσθη για την ιταλική όπερα, εκ των φημισμένων Τορέλλι και άλλοτε Ραφαήλ. Φέρει μια όψη αρχαγγέλου ή αγίου, μιλούμε για μια παρενδυσία θρησκευτική ή αρχαϊκή, ένα πρότυπο λαϊκό το γεροδεμένο ύφος του Πανή Κουταλιανού. Τα κανόνια εκπυρσοκροτούν και οι θεαταί σοβαροί και άκαμπτοι θαυμάζουν το νεαρό μυστακοφόρο άνδρα, με τους διογκωμένους οφθαλμούς και το ερμητικό στόμα, καθώς συνηθίζεται εν μέσω της αναμονής των σπουδαίων εορτών της τραχυτάτης, ανατολικής, ορθοδόξου εκκλησίας. Τιμή και δόξα λαμπρή στον προικισμένο με τη λαμπρή αιωνιότητα του πνεύματος, Πανή Κουταλιανό.Τιμή και δόξα σε εκείνους που εξανθρώπισαν θεούς κατώτερους!» Το σχόλιο ετούτο να βασιστεί στη σωσμένη ζωγραφιά του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, «Ο Νέος Ηρακλής Παναής Κουταλιανός το 1884.» Μια τέτοια μορφή αξίζει να συγκρατηθεί της ιστορίας με την κατασκευή εκείνων ενός πριγκηπικού αγάλματος, που συστήνεται εκ ελεφαντόδοτου και χρυσού, ρωμαϊκής, μελαγχολικής τεχνοτροπίας.
Η περίπτωση του Θεόφιλου συνιστά ένα είδος σήμανσης. Ένα εμβληματικό φαινόμενο μες στα όρια της ελληνικής λαογραφίας, ένα είδος ίσως αφετηρίας προκειμένου να εκτιμηθεί πια στο σύνολό της η λαϊκή τέχνη στα όρια της επικράτειας και μες στα ευρύτερα πλαίσια της ελληνικής ιστορίας. Θα αποπειραθούμε λοιπόν να συνδέσουμε την περίπτωση του Μυτιληνιού ζωγράφου με εκείνες των δημιουργών, οι οποίοι παρέμειναν άσημοι μεν, εκπληρώνοντας δε στο ακέραιο ένα έργο αντίστοιχο με εκείνο του Θεόφιλου. Με τούτο τον τρόπο ίσως μπορούμε να παραχωρήσουμε στην περίπτωση του Χατζημιχαήλ την ιδιότητα ενός οδηγικού προτύπου προκειμένου να τονιστούν και οι άλλες, τεχνικές κορυφές της εντόπιας, λαϊκής τέχνης, δίχως η περίπτωση του ζωγράφου να παραμένει μια στείρα επισήμανση. Έτσι, θα ήμασταν σε θέση να εκλείψουμε τον κίνδυνο ενός φιλελληνισμού, όπως διαπιστώθηκε από τον Κώστα Πανιάρα. «Συντηρούμε δηλαδή εξωτερικά γνωρίσματα μιας καθημερινής ζωής που καλά καλά δεν ζήσαμε και που απειλούν από Έλληνες να μας μετατρέψουν σε φιλέλληνες.»
Ο κίνδυνος είναι λοιπόν ξεκάθαρος.Οι επιφανειακές εκδηλώσεις θαυμασμού εμπρός στο δημιουργικό έργο του Θεόφιλου είναι δυνατόν να αναδείξουν ακόμη περισσότερο τη δυναμική της λαϊκής τέχνης, δίχως όμως να αποκαταστά την ενότητά της, την κοινή, ψυχολογική της ένταση σε όλα τα σχετικά δημιουργήματα. Η περίπτωση των παραγνωρισμένων Χιονιαδιτών τεχνιτών, αγιογράφων, κοσμικών ζωγράφων ή επιδέξιων χειριστών του ξύλου αποδεικνύει το χάσμα που συντηρείται αν περιπτώσεις με τις οποίες εξεικοιώνεται το κοινό, όπως αυτή του Θεόφιλου, δεν στέκουν υλικό για ευρύτερες καταβυθίσεις στη λαϊκή δημιουργία. Φερμένοι είτε από την Ιταλία, όπου και διδάσκονται την τέχνη τους, είτε πάλι αναπτύσσοντας τις δεξιότητές τους προς κάλυψη βιοποριστικών αναγκών, οι τεχνίτες των Χιονιάδων αποδίδουν υψηλά δείγματα βυζαντινών αγιογραφιών και υιοθετούν δίχως δυσκολία τα μοντέρνα, ζωγραφικά ρεύματα, προικίζοντας τα τελευταία με διακρικά στοιχεία ελληνικότητας. Παρά τις δυσκολίες, επιμένουν στη χρήση του χρώματος, σε μια θερμή αποτύπωση των αγίων της Εκκλησίας και σε μια ισορροπημένη αναπαράσταση του φυσικού τοπίου. Αντλούν τα χρώματά τους από τη γη,  διαμορφώνοντας μια ισότονο, γαιώδη ποίηση, καθώς τονίζει ο Σεβαστάκης. Στην περίπτωση των ξυλογλυπτών η τέχνη ακμάζει με την κατασκευή νυφιάτικων κασσελών, τέμπλων, αρχιερατικών θρόνων. Μπορεί οι θεματικές τους να αντλούν το υλικό από το φυσικό τοπίο και τις νεκρές φύσεις ή τις βιβλικές περιγραφές και την ανάλογη αισθητική, δίχως δηλαδή να βασίζονται σε τόσο υψηλό βαθμό στην ιστορική μνήμη, καθώς ο Θεόφιλος. Όμως παρά τις επισημάνσεις αυτές, η τέχνη τους αναπτύσσεται μες στο περιβάλλον, σε σπίτι, ναούς ή δημόσιες κατασκευές, εμποτίζοντας την τέχνη με το στοιχείο της συλλογικότητας. Δεν θα αυθαιρετούσαμε αν ερμηνεύαμε τον όρο ετούτο με μια ευρύτητα πολιτισμική, με μια ενότητα καλλιτεχνική. Ο Σίμος Μαργαρίτης, ο Ματθαίος, ο Γεώργιος Κ. Δημητριάδης, ο ζωγράφος Χριστόδουλος Παπακώστας Μαρινάς, ο Αναστάσιος Καραγιαννίδης,  ο Θωμάς Χρήστου, καθώς μας πληροφορεί η εργασία του Χιονιαδίτη Μιλτιάδη Γεραβέλη στάθηκαν εμβληματικές μορφές για τη λαϊκή τέχνη, διαδίδοντάς την στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στον υπόλοιπο, ελλαδικό χώρο. Μολύβι, χρώμα και τελειοποίηση συνιστά εν τάχει τη διαβάθμιση με την οποία εξελισσόταν κάθε ζωγραφικό δημιούργημα, για να παραμείνει σε μια διάρκεια χρόνου, αποκαλύπτοντας πέρα από την καλλιτεχνική, την τεχνική δεξιότητα και την αξία της εμπειρικής γνώσης.
«Ο μάντης έδωκε το χρησμό. Έπειτα σχεδιάστηκε η θυσία, λήφθησαν όλα τα απαραίτητα μέτρα προς ικανοποίηση των θεών, ενημερώθηκαν οι στρατιώτες, σημειώθη αναστάτωση μα τελικώς ετούτη συγκρατήθηκε και ανεπτύχθη η χαρά μετά των διαφόρων τάξεων για την επικείμενη λύση της δυσχέρειας. Έπειτα ο Οδυσσέας συνόδευσε την κόρη του Αγαμένονα Ιφιγένεια στο θυσιαστήριο, ντυμένος εκείνος με τη βυζαντινή στολή, φέρουσα επιχρυσίμματα και φλούδες άλλων κατάλληλα, δουλεμένων υλικών. Ο ιερέας, μάντης κατά το σωστότερον έφερε μια αμφίεση αρχαιοπρεπή μεν, με το στεφάνι της ελιάς γύρω από το κεφάλι. Μα σαφώς και εθύμιζε τους ασιάτες μάγους, με τους σχιστούς οφθαλμούς και την ταπεινοφροσύνη, καθώς ερμηνεύουν την κίνηση των αστρικών σωμάτων. Η τραγικότητα εξέπεμπε, θαρρείς μέγιστο θόρυβο, απελπισία να πούμε και φανερωνόταν ακόμη περισσότερο στη διαστολή τους και την υποτιθέμενη, διακεκομμένη ανάσα. Θλιβερά, ακοίμητα μάτια, ήμερα μα βαθιά δυο φίδια αθώα που πεθαίνουν τις τελευταίες μέρες της νάρκης. Όλοι οι λαοί και όλοι οι άνθρωποι που χάθηκαν είναι από μια έλλειψη γενναιοδωρίας, είτε προς τους θεούς είτε πάλι εκ μέρους των ανθρώπων για ανθρώπους μόνο. Χωρισμένα τα πρόσωπα ανά μέσον φωτός και ανά μέσον σκότους και μόνο η μορφή της Ιφιγένειας κλονισμένη και αθωοτέρα όλων των ανθρώπων. Για την περίπτωση του Οδυσσέα όλα αναγράφονται πια στις παλαιές των συμβάντων δέλτους.Ελάχιστα απασχολεί πέρα από σύμβολο πια τις ιστορίες.»
Στη μετάφραση του Αντώνη Φωστιέρη, ο Ch. Le Corbusier επισημαίνει πως μέσα από την οπτική του Θεόφιλου απεικονίζεται η ίδια η φύσης των πραγμάτων. Η πλατωνική, δηλαδή ενόραση του είδους των όντων και των πραγμάτων. Πέρα όμως από τις ακαδημαϊκές παρατηρήσεις η περίπτωση του Θεόφιλου και κυρίως η τέχνη του η ίδια αναπάριστά το πιο αγνό αίσθημα, τη λαϊκή τρυφερότητα με την οποία αντικρίζεται η ιστορία.Περιπτώσεις σαν του Θεόφιλου συνιστούν συνήθες φαινόμενο για τον ελληνικό τόπο και τους ανθρώπους του. Οι τεχνίτες δηλαδή οι οποίοι με τρόπο ψυχικό εκτίμησαν την ιστορία αγιογραφώντας το ίδιο το περιβάλλον τους συνιστούν έναν κανόνα για τον εντόπιο πολιτισμό. Ο Θεόφιλος με τις μορφές του καταγράφει εκ νέου την ιστορία του, ενώ με τα χρώματα, τα ορφικά πάθη φωτός, αναπαριστά τα πάθη της ψυχής και τα πάθη της γης μας.Η στροφή προς τη λαϊκή τέχνη δεν αποτελεί πια προοπτική δημιουργική, παρά μόνον μια τάση επιφανειακή προς τέρψην μιας ολότελα, απωλεσθείσας εθνικής συνειδήσεως. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον ίδιο το ζωγράφο όρθιο και περήφανο, στεκόμενο εις βάθρο, στα πόδια του Φειδία και πίσω, εμπρός και γύρω του οι τεχνίτες του τόπου μας. Περιβάλλονται όλοι από στέγαστρο αποτελούμενον από ξύλο πεύκου με πλεγμένη την άμπελο στις δοκούς, γλυπτές ορχηστρίδες και ωδικά φυτά με άφταστη πλαστικότητα. Πέρα μαίνεται το απομεσήμερο.  Σταθεροί και διάφανοι οι άνθρωποι ετούτοι, αιχμές των αιώνων, φωτογραφικά αποτυπωμένοι σε πλάκες «visite-portrait».

Δείτε, επίσης, στο 24grammata.com