Θέμιδος Μέλαθρον – Μια γλωσσική και μυθολογική προσέγγιση

θεμιδος 24γραμματαjpg

24grammata.com/ ιστορία των λέξεων

Θέμιδος Μέλαθρον – Μια γλωσσική και μυθολογική προσέγγιση

Το μεγαλύτερο μέρος του παρακάτω άρθρου δημοσιεύτηκε στην έντυπη ελευθεροτυπία, Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013 , κλικ εδώ. Στην έκδοση που παρουσιάζεται στο 24grammata o συγγραφέας παραθέτει αφενός εκτενέστερη ανάλυση και αφετέρου τις βιβλιογραφικές πηγές

γράφει ο Γιώργος Καλογερόπουλος
Βαδίζοντας κάποιος το πολυάσχολο μονοπάτι της καθημερινότητάς του, παρατηρεί ενίοτε τις διάφορες επιγραφές που τον περιβάλλουν, χωρίς συνήθως να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο ή την ιστορία αυτών. Μια τέτοια επιγραφή είναι και το «Θέμιδος Μέλαθρον» που φέρει στην πρόσοψη του το δικαστικό μέγαρο όπου από τον Φεβρουάριο του 1981 έως και σήμερα στεγάζεται το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της Ελλάδος, ο Άρειος Πάγος.
Το όνομα Θέμις προέρχεται από το ρήμα τίθημι που σημαίνει θέτω, τοποθετώ, φέρω τι εις τίνα θέσιν, και συνεπώς εμπεριέχει αρχικά την έννοια του τεθειμένου και κατ’ επέκταση του δικαίου και της ηθικής τάξης ως κάτι που έχει τεθεί θεϊκά, και αφορά κατά το μύθο τόσο τους ανθρώπους όσο και τους θεούς. Επομένως, έρχεται σε αντιδιαστολή προς τον γραπτό νόμο που έχει επιβληθεί από την πολιτεία και θα μπορούσε με άλλα λόγια να αντιστοιχισθεί με το λατινικό fas εν αντιθέσει προς το lex. Το Θέμις είναι ήδη μυκηναϊκό, όπου και απαντάται ως te-mi.
Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, η Τιτανίς Θέμις ήταν κόρη της Γαίας και του Ουρανού, και πέραν της θεϊκής δικαιοσύνης, φρόντιζε για τη διαφύλαξη της φιλοξενίας και την προστασία των αδυνάμων. Συν τοις άλλοις, ήταν η πρώτη κάτοχος του μαντείου των Δελφών, το οποίο και έπειτα χάρισε στην αδελφή της Φοίβη, γιαγιά του Απόλλωνα. Ύστερα από την εγκαθίδρυση της βασιλείας του Δία, έγινε η δεύτερη σύντροφός του. Παιδιά τους ήταν οι Μοίρες και οι Ώρες.
Τις Μοίρες απάρτιζαν η Κλωθώ, που έκλωθε το νήμα της ζωής – εκ του ρήματος κλώθω, η Λάχεσις, που διέθετε τους κλήρους των ανθρώπων και όριζε την τύχη του καθενός – εκ του λαγχάνω, δηλαδή λαμβάνω με κλήρο ή τυχαία, και η Άτροπος – εκ του στερητικού «α» και του ρήματος τρέπω, που μαζί απέδιδαν τη σημασία του μη τρεπομένου, του αμεταβλήτου.
Όσον αφορά τη δεύτερη ομάδα θεοτήτων, τις Ώρες, αυτές αποτελούνταν από την Ευνομία, που προσωποποιούσε την ύπαρξη καλών και δικαίων νόμων – εκ του «ευ» και του ρήματος νέμω που σημαίνει μοιράζω, κατανέμω, διανέμω, τη Δίκη που αρχικά απέδιδε την έννοια του ενδεδειγμένου, του συνήθους, του εθίμου και μετέπειτα απέκτησε τη σημασία της κρίσης, περιορισμένης όμως σε ανθρώπινο επίπεδο, και ακολούθως της εκδίκασης – εκ του ρήματος δείκνυμι, δηλαδή δείχνω, επιδεικνύω, και την Ειρήνη, λέξη που δήλωνε ό,τι και σήμερα – αβέβαιης ετυμολογίας, αν και πιθανότατα αποτελεί αρχαίο δάνειο προελληνικής καταγωγής. Η Δίκη ήταν η μόνη που είχε το θρόνο της δίπλα στον πατέρα της, Δία, όταν εκείνος δίκαζε. Ρωμαϊκό ισοδύναμο της Δίκης μπορεί να θεωρηθεί η θεότητα Iustitia – η λατινική λέξη για τη δικαιοσύνη.
Στην πραγματικότητα, τα τρία προαναφερθέντα ονόματά των Ωρών αποτελούν μετεξέλιξη της αρχικής τους προέλευσης. Παλαιότερα, αυτές λατρεύονταν στην Αττική ως θεότητες της βλάστησης με τα ονόματα Καρπώ, Θαλλώ και Αυξώ. Ωστόσο, ο Ησίοδος, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο κυρίαρχο αίσθημα, συνεισέφερε στο να εξελιχθούν σε θεότητες της κοινωνικής τάξης και ευημερίας που προστάτευαν τα έργα των ανθρώπων. Ο Πίνδαρος προσδίδει στις Ώρες, και κυρίως στην Ευνομία ένα χαρακτήρα αριστοκρατικό και ολιγαρχικό ως εγγύηση της σταθερότητας του συστήματος διακυβέρνησης. Σημειώνεται επίσης πως, ενώ οι Μοίρες συνδέονταν περισσότερο με μεμονωμένα άτομα, οι Ώρες συνδέονταν με ολόκληρες πόλεις, και αυτό που ένωνε κατά κύριο λόγο τις δύο αυτές ομάδες θεοτήτων μεταξύ τους, ήταν η κοινή τους μητέρα, η Θέμις – η κοινή τους προέλευση από την ίδια θεϊκή αρχή της τάξης και του δικαίου.
Ο Δίας, με τη σύζευξή του με τη Θέμιδα, και ως πατέρας των Ωρών, συσχετίσθηκε με τη ρύθμιση της ύπαρξης του κόσμου και των κανόνων της ανθρώπινης κοινωνίας, και συχνά προβλήθηκε με τους χαρακτηρισμούς θεμίστιος, δικαιόσυνος, δικηφόρος, δικαπόστολος, νόμιος και ειρηναίος.
Μιας και προηγουμένως αναφέρθηκε το ρήμα νέμω και η σημασία του – αν και αυτό απομακρύνεται λίγο από τον κύριο σκοπό του κειμένου – αξίζει να μνημονευθεί και η θεότητα Νέμεσις, το όνομα της οποίας και ανάγεται στο εν λόγω ρήμα. Η θεότητα αυτή ήταν κατά τον Ησίοδο κόρη της Νύχτας, και είχε επιφορτιστεί με την επίβλεψη της διατήρησης της ατομικής ευημερίας σε μη υπέρμετρα πλαίσια και αναλόγως με το τι άξιζε στον καθένα. Παρουσιάζεται συχνά στις ελληνικές τραγωδίες ως εκδικητής του εγκλήματος και τιμωρός της ύβρεως, της αλαζονείας. Γνωστή και ως Ραμνουσία – από ένα ναό της στον Ραμνούντα, κοντά στον Μαραθώνα – ή ως Αδράστεια – από την οποία κάποιος δε δύναται να διαφύγει, εκ του στερητικού «α» και του ρήματος διδράσκω, δηλαδή δραπετεύω, διαφεύγω – η Νέμεσις εξασφάλιζε τη θεϊκή κατανομή.
Επιστρέφοντας και πάλι στη Θέμιδα, και σχετικά με τη συνηθισμένη αναπαράστασή της φέρουσας έναν ζυγό, σημειώνεται ότι το σύμβολο αυτό εμφανίζεται πρωτύτερα στην Αίγυπτο, στη θεότητα Μάατ, που αντιπροσώπευε την αλήθεια, την ισορροπία και το θεϊκό πνεύμα του δικαίου. Αργότερα αυτό υιοθετήθηκε σε καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις τόσο της Θέμιδος όσο και της Iustitia ή Justitia ή αλλιώς Justice όπως η λέξη αυτή πέρασε στην παλαιά γαλλική και την αγγλική γλώσσα.
Μεταβαίνοντας τώρα στη λέξη μέλαθρον, αρχικά με τον τρόπο αυτό καλούταν η κύρια δοκός που υποβάσταζε τη στέγη μιας οικίας ή ενός δωματίου, ή το προεξέχον μέρος της δοκού αυτής. Μετέπειτα η λέξη άρχισε να δηλώνει τη στέγη, την οροφή, και κατ’ επέκταση την οικία και αργότερα το μέγαρο.
Ως προς την προέλευσή της, δεν υπάρχει μέχρι τώρα κάποια ικανοποιητική ερμηνεία. Η πρόταση ότι προέρχεται από το μέλας, με τη δικαιολόγηση πως η δοκός αυτή είναι συνήθως μαυρισμένη από τον καπνό της εστίας, είναι πιθανότατα προϊόν παρετυμολογίας. Άλλες προτάσεις θέλουν η λέξη να είναι συγγενής είτε με το βλωθρός, που σημαίνει υψηλός, μεγαλοπρεπής, είτε με το κμέλεθρον που σημαίνει δοκός, χωρίς όμως κάποια από αυτές να έχει τεκμηριωθεί.
Κλείνοντας, αναφέρεται ότι  μια επιγραφή ή ένα όνομα – ή εν γένει μια λέξη – πέραν από το να βοηθά στην επικοινωνία, είναι και αλληλένδετη με ένα δεδομένο περιεχόμενο και άλλοτε μια ιστορία – η γνώση της οποίας, πέραν της όποιας βελτίωσης στην κατανόηση του ιδίου του περιεχομένου, συχνά προσφέρει και την ευκαιρία μιας διέλευσης από ένα μονοπάτι αλληλεπιδράσεων ανθρώπων και κοινωνιών που μπορεί να εκτείνεται σε δεκάδες αιώνες.

Βιβλιογραφία:
Κακριδής Ι., Ελληνική Μυθολογία, Αθήνα, 1986
Μπαμπινιώτης Γ., Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 2010
Μπαμπινιώτη Γ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Σταματάκος Ι, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήνα, 1949
Klein E., A Comprehensive Etymological Dictionary of the English Language, Amsterdam, 1966
Lewis Ch.T. & Short Ch., A Latin Dictionary, New York, 1879
Liddell H.G. & Scott R., Jones H.S., McKenzie R., A Greek-English Lexicon, Oxford, 1996
Oxford Latin Dictionary, Oxford, 1968
The Century Dictionary and Cyclopedia, New York, 1889

άλλα άρθρα του Γ. Καλογερόπουλου εδώ