«ΘΡΗΝΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΣΙΕΝΤΖΑΣ», νέο διήγημα του Απ. Θηβαίου για τη Δούκισσα της Πλακεντίας

 

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

 

«ΘΡΗΝΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΙΑΤΣΕΝΤΖΑ» Σύντομο διήγημα, βασισμένο στο μύθο της Δούκισσας της Πλακεντίας, κατά κόσμον Σοφία ντε Μαρμπουά.

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

Όταν εκείνη χάθηκε, οι επαύλεις ερήμωσαν, σηκώθηκαν ψηλά χορτάρια και έπνιξαν τις προσόψεις, λέρωσαν τα ακριβά, πορώδη μάρμαρα, συνέβη το θλιβερό θαύμα της λήθης. Υπήρχαν κάποιοι που θα μπορούσαν να φροντίσουν τούτα τα οικήματα της αρίστης αρχιτεκτονικής. Τραπ

εζίτες, άνθρωποι με παιδεία δυτική,βαθύτατα φιλέλληνες, με ένα φιλολογικό πατριωτισμό που ξεπερνά πολλές φορές την πρόθεση. Υπήρχαν και άλλοι που θα μπορούσαν να μεριμνήσουν, όπως η ψυχοκόρη, το παιδί του Μεσολογγίτη ήρωα που το ανέθρεψε, το φρόντισε με όλες τις τιμές και τις προνοήσεις. Γύρω από το όνομα της νεκρής υπήρχε ένας μύθος, μια μεγαλοπρέπεια, ένας ηθικός σεβασμός. Τούτες είναι συν

θήκες για να δειχτεί το μέγιστο ενδιαφέρον στο ζήτημα της απώλειας, να προστατευτεί από τους επιτήδειους που γυροφέρνουν τούτο το αθηναϊκό, το ξεπεσμένο λασποχώρι. Τούτα είναι μέρη ληστών, λένε όσοι γνωρίζουν την αποτρόπαια ψυχολογία των υψηλών τάξεων. Εκείνος δεν θα μπορούσε να επιδείξει  ένα τέτοιο ενδιαφέρον, να φροντίσει για την κατοικία Plaisance, για τον Πυργίσκο της Πεντέλης που είχε ανεγερθεί μες σε επιφωνήματα θαυμασμού για το γούστο και την αριστοκρατική αισθητική της νεκρής. Εκείνος μπορούσε μονάχα να θρηνεί για το χαμό της, να πικραίνεται για εκείνο το ταξίδι στην οθωμανική Ασία που εστοίχισε στη νεαρή Λίζα τη ζωή, για τα τελευταία της χρόνια που ήταν ρημαγμένα, μες σε στάχτες αγαπημένες. Με τούτα τα αισθήματα δεν θα μπορούσε να παραμείνει στην Αθήνα, να βρίσκεται γύρω από τα μέρη που εκτίμησε εκείνη, να συναναστρέφεται με οικειότητα όσους δεν την αγάπησαν ποτέ και φρόντιζαν με επιμέλεια να τονίζουν τις αντικυβερνητικές της θέσεις, τις αντιβασιλικές της πεποιθήσεις, την αποστροφή για τη δυναστεία των Βουρβόνων, την ηθική της συγκεντρωτικής εξουσίας, τις συναναστροφές της με ληστές, άνδρες σκληρούς. Μια άσκοπη προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κλίμα εχθρότητας, ένα περιθώριο για εκείνη τη γυναίκα που αγαπούσε πολύ κάθε τι ελληνικό, αγαπούσε το φως και τη διαφάνεια ετούτου του προικισμένου τόπου. Παρά το φιλελληνισμό της, παρά τις χρηματικές καταβολές εις τον αγώνα, τις αγαθές προθέσεις, το θάρρος της γνώμης, το ψυχολογικό ανάστημα, πράγμα σπάνιο για μια γυναίκα,  εδέχθη το φθόνο, τη συκοφαντία. Η αγάπη της για τη ζωή, και εκείνη ακόμα πληρώθηκε με το χαμό της αγαπημένης Λίζας, στη Βυρηττό του Λιβάνου. Την άλλαξε ετούτο το γεγονός, την κλόνισε, στοίχισε την πρόωρη γήρανσή της, την οριστική της αποξένωση από τις χαρές του βίου, τις λαμπρές της ασχολίες. Έπειτα, εκείνη η φωτιά, το αποτεφρωμένο σώμα της μικρής, οι διαδοχές των γεγονότων που δεν της επέτρεψαν να τελειώσει μες σε ζεστασιά τη ζωή της.  Δεν θα μπορούσε ποτέ εκείνος να συλλογιστεί τίποτε περισσότερο από την τρυφερή της συντροφιά, τους περιπάτους στους χαλανδριώτικους δρόμους, με το πλήθος που γνώριζε τις προσφορές της και τη χαιρετούσε εγκάρδια και εκείνη ανταποκρινόταν μες στα βαθιά πράσινα φορέματά της. Τώρα μες στο δάσος του Αγίου Θεοκλήτου δεν θα τη συναντήσει κανείς, μήτε στην πρωτότυπη συναγωγή της θα την αντικρίσει να επιδεικνύει το γνώριμο, ευλαβικό ενδιαφέρον για τις γραφές και την αγάπη του Θεού.
Πάνε λίγοι μήνες που χάθηκε η Δούκισσα. Δίχως οδύνες, μες στη μοναξιά και τη συντριβή πέρασε στα μέρη της ησυχίας, εκεί που τα κορίτσια πλένουν με νερό άφθονο τα γκρίζα μαλλιά τους και δεν νοιάζονται, δεν αγαπούν ρωμαλέους άνδρες. Ο θάνατός της δεν συνιστά παρά μια στοιχειώδη αναφορά στις παλαιές δέλτους των συμβάντων. Μες στα σπίτια της τώρα επικρατεί μια απαράμιλλη σιωπή, σαν μνήματα τα μέρη που φρόντισε και έπλασε η ίδια πάνω στα χώματα της αττικής γης.  Και εκείνος τώρα που γυρεύει έναν τόπο με τη δική της ζεστασιά, ένα μέρος να θυμίζει εκείνη που τόσο αγάπησε μα δεν μπόρεσε ποτέ να το ομολογήσει,γιατί οι άνθρωποι των κοινωνιών θεωρούν βρώμικες τέτοιους δεσμούς και τους αντικρίζουν με την φτήνια σχέσεων εμπορικών. Πώς να μιλήσει σε αυτούς για τη μεγάλη του λύπη, η μορφή της που δεν θα ορθωθεί ξανά στις εξοχές   συνιστά ήδη μια μνήμη και θέλει κόπο πολύ να μην λησμονήσεις κάποτε όσους φύγαν νωρίς.
Τώρα στέκει στην πλατεία, στο βορρά της λατινικής γης. Μοιάζει με μια αυλή μεγαλοπρεπέστατη ετούτη η πλατεία, διαθέτει μια κλίση ανηφορική, περιβάλλεται από κτίσματα, μικρούς πυργίσκους στο χρώμα της λάσπης που διαμελίζουν το φως. Σε τούτη την αυλή κρατεί ένας ίσκιος δροσερός, πολύς και στο βάθος ο ορίζοντας που στήνει τις σκαλωσιές του. Στέκει κάτω από την αψιδωτή καμάρα της Πιάτσα ντέι Καβάλι που έχει το όνομά της και τώρα εκείνος αγαπά τόσο ό,τι θυμίζει εκείνη. Κοιτά τις τυχαίες φιγούρες των περαστικών που περνούν από την πλατεία και χάνονται προς το φως και ίσως είναι και εκείνοι άνθρωποι με πάθη λυμένα, με γλώσσα λυμένη, με φαντασιώσεις ακυρωμένες, με το αψευδές ενός ταραγμένου λυρισμού. Αποφάσισε να παρατείνει τη διαμονή του στην πόλη Πιατσέντζα. Ίσως εκείνο το κορίτσι που ζωγραφίζει πλάι στο ποτάμι να είναι μια κάποια διέξοδος. Θα παραμείνει στη φιλόξενη πολίχνη μέχρι να λησμονήσει τα βράδια που ξοδεύτηκαν μες σε φωτισμούς, εξώστες και πλούσιες αύρες. Λυπάται, σχεδόν κλαίει τούτο το ιταλικό απόγευμα γιατί συλλογίζεται που εκείνη τώρα έχει έναν ορίζοντα από χώμα και πέτρα και είναι μόνη μες στον αρχαιοπρεπή της τάφο, ένα κόσμημα κατά τα άλλα αρχιτεκτονικό με μια χρήση εξόχως θλιβερή.

Λίγα λόγια για  ζωή της
Η Σοφία ντε Μαρμπουά, πιο γνωστή σήμερα σαν Δούκισσα της Πλακεντίας, (Sophie de Marbois, Duchesse de Plaisance) γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1785. Είχε παντρευτεί τον Σαρλ Λεμπρέν, δούκα της Πλακεντίας (Plaisance), από τον οποίο απέκτησε τον τίτλο της δούκισσας.
Στα πρώτα χρόνια της διαμονής της στην Αθήνα, το πρώτο σπίτι, όπου εγκαταστάθηκε η Δούκισσα, ήταν στην οδό Πειραιώς, στο ύψος της τότε πλατείας Λουδοβίκου, κοντά στο σημερινό Μεταξουργείο. Στο σπίτι αυτό ζούσε η Δούκισσα με το ταριχευμένο πτώμα της μοναχοκόρης της Ελίζας, που είχε πεθάνει σ’ ένα ταξίδι τους στη Βηρυτό. Ένα βράδυ του Δεκεμβρίου του 1847, εκδηλώθηκε μεγάλη πυρκαγιά στο αρχοντικό και η μολύβδινη λάρνακα, όπου διατηρούσε η Δούκισσα το λείψανο της νεκρής κόρης της, αποτεφρώθηκε. Η ζωή της περιβάλλεται από το μύθο, ενώ εντάσσεται πια στην κατηγορία της αστικής μυθοπλασίας. Ο συσχετισμός με την ιταλική πόλη Πιατσέντζα δεν σχετίζεται μόνο με το βίο του συζύγου της Δούκισσας και την διοίκηση της πόλης μετά την κατάληψή της από τις ναπολεόντειες δυνάμεις. Η αναφορά στην πόλη της βορειοδυτικής Ιταλίας αποδεικνύει τη δυναμική των αστικών μύθων, την πλαστικότητά τους, τη δυνατότητα δηλαδή να υπερβαίνουν τις τοπικές, πολιτιστικές ιδιότητες, εκπληρώνοντας έναν σκοπό περισσότερο διεθνιστικό. Να αποκτούν δηλαδή χαρακτήρα μιας παγκόσμιας, πολιτιστικής κουλτούρας.