Ιππότες της Καρπάθου. Μπουρμπουλήθρες και Ντιρλαντά.

24grammata.com- σύγχρονοι Λογοτεχνες

Επιτέλους, ο Μανώλης Δημελλάς αφήνει την επικαιρότητα και ξαναμπαίνει στον κόσμο της μυθοπλασίας. Θα χάσουμε και εμείς και αυτός, αν αργήσει να μας ξαναστείλει μυθιστορηματικές ιστορίες γραμμένες με μοναδική τρυφερότητα και ζεστασιά. Συνεχίζει να γράφει απλά, κινηματογραφικά με μοναδικές συλλήψεις στην έμπνευση για τα πιο σημαντικά πράγματα της καθημερινότητας μας. Το παρακάτω θα μπορούσε να είναι η ιστορία του τραγουδιού ¨ντιρλαντά”, αλλά κάπου μπλέκουν τα ψάρια, οι ιππότες της Καρπάθου, το Σουεζ, το άρωμα της νησιωτικής Ελλάδας, δικαστικές διαμάχες, η μικρότητα των λαλίστατων ανθρώπων και η μεγαλοπρέπεια του άλλαων ψαριών και όλα αυτά με έναν μοναδικό τρόπο, που μόνο ο Δημελλάς ξέρει να πλάθει. Το παρόν εντάσσεται στο εν εξελίξει βιβλίο του “στης σοφιτας τον καιρό”, που ελπίζουμε να το δούμε, κάποτε, ολοκληρωμένο (Σωτ. Αθηναίος)

Ιππότες της Καρπάθου. Μπουρμπουλήθρες και Ντιρλαντά.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Μάρτης, στην πίσω παραλία του Αφιάρτη και γίνεται μεγάλη φασαρία. Σε εκείνη την μυστική, καλά κρυμμένη θάλασσα, αυτήν που λένε πως ακόμα και ο παράδεισος στέκει πολύ μικρός μπροστά της, όμως μην περιμένετε να σας αποκαλύψω τη τοποθεσία, η Μαριάννα με ξόρκισε σε Θεούς και δαίμονες, να μην ομολογήσω.

Εκεί, λοιπόν, μαζεύονται οι βασιλιάδες της Καρπάθου, έχουν σύναξη πάντα τέτοια εποχή, αυτοί οι περίεργοι ιππότες και ωκαλοφαγωμένοι, πάνω στις μάλες, με τον ήλιο να γδέρνει λίγο την πλατούλα τους, λένε ιστορίες για τα περασμένα μεγαλεία.

Οι Σκάροι της Καρπάθου, μόνο να τους δείς, να καμαρώσεις τη λεβέντικη κορμοστασιά, την ηρεμία και το ερωτικό τους κάλεσμα, τα χάνεις, που να μάθεις ιστορίες από τα παλιά, αυτές που τις πλέκουν, σαν φύκια, πάνω στην ήρεμη, παιχνιδιάρα θάλασσα.

Ξεκίνησαν ψάχνοντας τον αφηγητή, δεν είναι και μικρή δουλειά να μάθεις στο άβγαλτο Σκαράκι, το μύθο του, αυτό που σέρνει μέσα στα πέλαγα και το κάνει ξεχωριστό. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο που είναι το μοναδικό ψάρι που τρώγεται σαν τη Μπεκάτσα, ολόκληρο.

Γυρνώ στον φασαριόζικο βυθό, στην πολυλογία των ψαριών, ξερόβηξαν μερικά, όταν πετάχτηκε ένας καθηγητής, ένας μεγάλος μαυρωπός παπαγαλόψαρος, έσπρωξε, άθελα του, κανα δυό, μικρά και χώθηκε στη μέση.

–       Ξέρετε πως κάποτε πάνω στο κυνηγητό μας, έγραψαν ένα τραγούδι που έγινε ένας θρύλος; 

Ο μεγάλος ρώτησε, μα δεν πολυπερίμενε απάντηση, τα υπόλοιπα εκεί που μυρικάζαν, έχασαν το λογαριασμό, κόντεψαν να πλαντάξουν, μα γίνεται άνθρωπος να τραγουδά στα ψάρια;

–       Ήταν το 1970 που ξεθάφτηκε η ιστορία μας, τότε μόλις κυκλοφόρησε ένα δίσκο ο Διονύσης Σαββόπουλος, το “Περιβόλι του τρελού”  και άνοιξε την πόρτα στο καβγά, ξεσκεπάστηκε μια ιστορία που μοιάζει με παραμυθάκι και είχε μισοξεχαστεί,  αφού οι δικοί μας, οι Σκάροι που την είχαν στο μυαλό τους,  έγιναν μάρτυρες, καταλήγοντας από τα κάρβουνα στα στομάχια των ανθρώπων.

Μαζεύτηκαν αμέτρητοι Σκάροι τριγύρω από τον ομιλητή, τέτοια σύναξη είχε να γίνει χρόνια και όλοι σιγοψιθύριζαν γεμάτοι απορίες.

Εκείνος πάλι, μέσα του, τους μετρούσε, αναρωτιόταν ποιοι θα έβγαζαν αυτό το καλοκαίρι. Δύσκολο να γλυτώσεις από τόσες τρίαινες και δίχτυα, μέρα και νύχτα οι κυνηγοί θα είναι και φέτος στο κατόπι τους. Τι κακό και αυτό, να είσαι Βασιλιάς και να σε τρώνε.

–       Ενώ η μεγάλη 33 στροφών, πλάκα, ο δίσκος του Σαββόπουλου, έκοψε 100.000 κομμάτια και πήγαινε με χίλια, ένας Καλυμνιός, ανέβηκε στην Αθήνα και τράβηξε μηνύσεις, αρχίζοντας τα δικαστικά όργανα. Έφερε όλα τα στοιχεία για το τραγούδι ,

–       ο Καλύμνιος καπετάνιος, όλα τα επίσημα χαρτιά, που έδειχναν πως πρωτοκυκλοφόρησε στις 12 Φλεβάρη 1968. Παρουσίασε τη δική του αλήθεια, λέγοντας πως το έγραψε ο ίδιος.

Μάλιστα περιέγραψε με ακρίβεια την ιστορία του, ήταν στα 1920, με τα καΐκια έτοιμα να ξεκινήσουν, για το μάζεμα, τον θερισμό των σφουγγαριών. Πάνω  στη σκούνα του καπετάν Λούγαρη, η κόρη του Μαρία λύνει το παλαμάρι. Ο νεαρός τότε σφουγγαράς, Παντελής Γκίνης, ξεκίνησε έναν αυτοσχέδιο, περιπαικτικό σκοπό, για τον καπετάνιο και την κόρη του.

Από τότε, έμεινε να τραγουδιέται μέσα στα καΐκια, στο τσιμάρισμα, το σήκωμα της άγκυρας, μα και στο βαρετό κουπί, που όμως θέλει πάντα έναν εύκολο ρυθμό για να δουλεύει γερά ο ναύτης. Ο Καλύμνιος λοιπόν τα έβαλε για τα καλά με τους μεγάλους. Ο εισαγγελέας Κλησάρης, είχε βρει για τα καλά τον μπελά του.

Δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που χόρευε στους ρυθμούς του Ντιρλαντά, ολόκληρος ο κόσμος. Ήδη τραγουδιόταν στα Ιταλικά και τα Γαλλικά από την Δαλιδά που το παρουσίασε και διαγωνίστηκε εκείνη τη χρονιά, στο φεστιβάλ της βενετίας, του Σαν Ρέμο αλλά και στην Άγκυρα της Τουρκίας.

Μα έχει τραγουθηθεί και στα εβραϊκά από τη Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, στα σερβικά από τον Τζόρτζε Μαριάνοβιτς και το συγκρότημα Delča i Sklekovi, στα φινλανδικά από τα συγκροτήματα Jean S, καθώς και σε ένα σωρό άλλες γλώσσες.

Τα ψάρια παρακολουθούσαν απορημένα, είχαν αρχίσει να αναρωτιούνται τι σχέση μπορεί να έχει το τραγούδι με την αφεντομουτσουνάρα τους.

Πουθενά δεν μιλά για κείνα, ούτε και οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες έδειχναν για αυτά καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση.

Ώσπου ένα μικρό αυθάδικο Σκαράκι, από εκείνα που έδειχναν πως θα έβγαζαν και αυτό το καλοκαίρι, πετάχτηκε και ρώτησε με νάζι,

–       Μπάρμπα, τραβά πολύ η ιστορία σου; γιατί έχουμε και κάτι δουλειές προς τα μέσα,

Με την ουρά έδειξε το πέλαγος και έκαμε μια να φύγει.

Έχε χάρη που ήταν μικρούτσικο και κοκκινωπό,  έτσι από ευγένεια ο Μεγαλό-Σκαρός, απέφυγε τη κόντρα, συνέχισε μα μπήκε γλήορα στο ζουμί,

–       Μάρτυρες ένα σωρό, γνωστοί και άγνωστοι, μπαινοβγαίναν για την υπόθεση στα δικαστήρια της Αθήνας. Για να υπερασπιστούν  τον Σαβόπουλο, ήρθαν ακόμη και ο δημιουργός Νίκος Μαμαγκάκης, αλλά και ο γνωστός συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου ακόμη και καπεταναίοι όπως ο Νίκος Ζουγανέλης, ο Μυκονιάτης ναυτικός.

Όλοι στο ίδιο μοτίβο, μιλούσαν για ένα πασίγνωστο δημοτικό, παραδοσιακό τραγούδι που ούτε πατέρα, ούτε και πατρίδα είχε. Έλεγαν πως ο Καλύμνιος καπετάνιος, είχε βάλει μόνο δικά του λόγια σε έναν πασίγνωστο σκοπό.

Από την άλλη ο καπετάν Γκίνης ανέβασε στη πρωτεύουσα τη μισή Κάλυμνο!

Ήταν ο Αντώνης Κοκκινίδης ο καπετάνιος, που είπε πως με τα αυτιά του, πρωτάκουσε τον σκοπό και το τραγούδι, από το στόμα του Παντέλη, που δεν έχανε στιγμή να διεκδικεί το πνευματικό του “παιδί”. Το Ντιρλαντά του.

Πάνω στο τέλος, παραλίγο να τα καταφέρει ο Καλύμνιος, μιλούσαν όλοι για την βέβαιη καταδίκη του Σαββόπουλου, μάλιστα έλεγαν για ένα κάρο χρήματα που θα έπρεπε να δώσει η δισκογραφική εταιρία.

Όμως στο τέλος έβγαλαν το τραγούδι δημοτικό, ανήκει σε όλους, ορφανό, από κείνα τα αδέσποτα παιδιά, που μπορείς να τα πάρεις σπίτι και να μην πει κανείς κουβέντες και παράπονα.

Τότε ήταν,  άρχισαν όλοι να μιλούν για μας, είπαν πως οι Καλύμνιοι άκουσαν στις πέρα θάλασσες, ετούτο τον σκοπό.

Πάνε χρόνια που έστελναν από την Αραπιά, μεγάλα ψαροκάϊκα, από κείνα που είχαν δυό σειρές κουπιά και κακόμοιρους μαύρους να  ιδρωκοπούν στο τράβηγμα.

Έφταναν στα δικά μας μέρη για να κυνηγήσουν τους παππούδες μας, αφού μια φήμη και όχι άδικα, ήθελε από τότε, τον Σκάρο σαν τον καλύτερο, πιο θρεπτικό ψαρομεζέ.

Έστελνε κάθε Σεΐχης το προσωπικό του σκάφος, για να θερίσει ψάρια. Είπαν λοιπόν πως εκεί πρωτοακούστηκε ο σκοπός, το Ντιρλαντά, εκεί έδινε το σύνθημα και βοηθούσε στο δυνατό τράβηγμα των κουπιών με τον ρυθμό του.

Η ιστορία δεν σταματά εκεί, αφού Κασσιώτες που δούλεψαν στο άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, έφεραν αλλιώς τα πράματα, λένε πως όχι μόνο το άκουγαν, μα ακόμη και το χόρεψαν, παρέα με ντόπιους εργάτες, ο στόχος, όπως έλεγαν, να φορτσάρουν, να γίνουν πιο αποδοτικοί πάνω στη χειρωνακτική δουλειά τους.

Μάλιστα οι Κασσιώτες ήταν τόσο ξεχωριστοί και αγαπητοί από τον σχεδιαστή της διώρυγας, Ντε Λισέφ, που παραλίγο να μετονομάσει για χάρη τους, ολόκληρο το Πόρτ Σαίντ, σε Πετί Κάσος. Αντ΄ αυτού τους χάρισε ένα οικόπεδο, που επάνω του έγινε η πρώτη χριστιανική εκκλησία. Όμως αυτό είναι άλλη ιστορία και εσείς όπως φαίνεται σας έκοψε βιασύνη.

Ο Σκάρος καθηγητής, έκαμε μια με την ουρά, χαιρέτισε και απομακρύνθηκε νωχελικά, έμεινε ξοπίσω η παρέα, να σιγοκουβεντιάζει την ιστορία του.

Το τραγούδι Ντιρλαντά, ο καλύμνιος καπετάνιος, η πολύκροτη δίκη και στο τέλος η δικαίωση της λαϊκής παράδοσης.

Ίστορία ξεπερασμένη και άγνωστη, θαμμένη μέσα στο βούρκο του μυαλού, τώρα πια οι άνθρωποι δεν πολυμιλούν, για ψάρια, κι αν μιλούν είναι για ιδιότροπες συνταγές μαγειρικής.

Πάνω που τα λέγαν και πέρασε ένα κοπάδι κακομούτσουνα Λαγόψαρα, οι ιππότες του Καρπάθικου πελάγου οι Σκάροι, χάλασαν βιαστικά το γλέντι, άλλαξαν τόσο οι καιροί, παντού έχωσαν πια το δάχτυλο τους, αυτοί οι σαρκοφάγοι άνθρωποι.