O Aπόστολος Θηβαίος συνομιλεί με τον Γιώργο Αριστηνό

24grammata.com/σύγχρονοι Λογοτέχνες

O Aπόστολος Θηβαίος συνομιλεί με τον Γιώργο Αριστηνό. Παραγωγή 24grammata culture WebTV

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

«ΚΟΙΝΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ»
Γιώργος Αριστηνός

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
«Οι δύο άνδρες  βρεθήκαν στη μέση του καιρού. Και του λόγου. Σε μια ενδιάμεση κατάσταση περισυλλογής και αυτοτιμωρίας. Αγκαλιάστηκαν βέβαια, καθώς κάνουν όσοι γνωρίζονται ξανά έπειτα από αιώνες. Ίσως να έκλαψαν, διακριτικά, με κομψότητα, είναι άνθρωποι που προδίδουν μια σημασία στην αισθητική. Ύστερα περπάτησαν αργά, όπως οι τραγικοί ήρωες. Έφτασαν στους πρόποδες του λόφου. «Θα ακολουθήσει μια σκληρότατη ανάβαση», είπε εκείνος που βασίλεψε κάποτε στην Καρθαγένη. Έπειτα δεν μίλησαν, μόνο κάτι γαλλικές εκφράσεις, μια ένδειξη αγωγής και προστυχιάς, είπε ο άλλος, που περπατούσε ζωηρά, σαν να πρόκειται να συνεχίσει ένα έργο, μια οδοιπορία σημαντική. Έφτασαν εμπρός στο γκρεμισμένο σπίτι. Ήταν γυμνό με τα τούβλα του εκτεθειμένα, στο εσωτερικό σπασμένα γυαλιά, σπασμένες πόρτες και ερείπια.

Και οι δυο άντρες έκλαψαν ξανά γιατί τόση καταστροφή δεν μπορεί να υφίσταται είπαν. Πέρα από το σπίτι φαίνονταν οι αριστοκρατικοί εξώστες με τους φωτισμούς, τα ποτά, τις πλούσιες αύρες. Εκείνοι δεν μιλούσαν, δεν είπαν τίποτα. Στέκουν στον ανηφορικό δρόμο που είναι από χώμα και ψιλό χαλίκι. Και το φως τεμαχίζει τα πρόσωπά τους και γδέρνει το φως τα σώματά τους και εκείνοι οι δυο είναι μια μεγάλη σημασία, κάτι δηλαδή πολύτιμο. Νύχτωσαν καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα, μιλώντας για πράγματα επουσιώδη. Είχε ο ένας τα μαλλιά του ρωμαϊκά. Ο άλλος μιλούσε για μια κοπέλα, νεαρή που την ερωτεύτηκε και τη μίσησε και έσφαξε το σώμα της, επεκτάθηκε σε όλο της το σώμα, πρόκειται για μια πολύ λυπημένη ιστορία. Αργά τη νύχτα, ο ένας αποχώρησε. Μια σκιερή φιγούρα στην άκρη του κόσμου, χάθηκε στο βάθος, είχε πολλά χώματα στο στόμα, τα χέρια του νεκρά ψάρια στα πλευρά του, ακίνητα, σαν να πρόκειται να σηκωθούν μόνο για μια πράξη απελπισίας. Έπειτα άστραψαν φλας μες στη νύχτα, εκείνος που είχε απομείνει στο απομονωμένο σπίτι, μιλούσε τώρα μόνος με έναν λόγο ακατάληπτο, μια ομιλία εντός της ροής του κόσμου. Το πρωί, όσοι περνούσαν από εκεί, φορτηγά από τα νταμάρια, εργάτες, νυχτερινοί οπλίτες που είχαν παραβιάσει την άδεια εξόδου τον κοιτούσαν που πέθαινε, εκφέροντας ένα βαθύ και ανθρώπινο λόγο. Παρά το γεγονός πως ήταν ακίνητος, ως σημαία και παρά το γεγονός πως ο θάνατος συνιστά μια τρομακτική υπόθεση, όσοι περνούν στέκουν και ακούν και είναι παράξενο που ετούτος ο άνδρας διατηρεί μια ομοιότητα με κάτι εσωτερικό και δυσδιάκριτο. Εκείνος εξαντλείται μέσα μας, ο κόσμος που χιμάει μέσα από το στόμα του είναι ένα νέο φαινόμενο.»
Ο Γιώργος Χειμωνάς διατύπωσε μια πρωτοπορία. Έναν λόγο ικανό να εκφράσει τις τερατώδεις τοπογραφίες του ανθρώπινου ψυχισμού. Ο λόγος του εκτείνεται σε μια ευρύτητα ασύλληπτη, τρομακτική ικανή να θέσει έναν δισταγμό στην εκτίμηση και τη θεώρηση του έργου του.  Πρόκειται για τη μεγαλοπρέπεια της μνήμης. Δεν αναφερόμαστε σε μια επίκτητη ιδιότητα, μα σε μια ασυνείδητη ιδιοκτησία, ένα κληροδότημα του είδους και της αφετηρίας μας. Η μυθιστορία του ανθρώπου αποτελεί το νέο είδος της λογοτεχνίας, το οποίο επρότεινε, εισήγαγε και θεμελίωσε ο Γιώργος Χειμωνάς. Αναφερόμαστε στο δαιμονισμό της γλώσσας, όπως τον περιέγραψε μετέπειτα ο Γιώργος Αριστηνός, πασχίζοντας να προσδιορίσει ένα, καθώς σημειώνει , α-χώρητο συναίσθημα. Είναι εφικτή μόνο η προσέγγιση ενός τέτοιου αξιώματος. Ίσως για το λόγο αυτό, οι δύο δημιουργοί θέτουν τον ίδιο το λόγο ως σύμβολο, εκείνον που συνεπάγεται όσα το πρόσωπο κατέκτησε και όσα δεν θα αποκτήσει ποτέ, τη σιωπή, τα χάσματα, μια άλλη κατεύθυνση πέρα από την επικοινωνία.
Τόσο ο Αριστηνός, όσο και ο Γιώργος Χειμωνάς παραχωρούν την προτεραιότητα στη συναισθηματική υφολογία, αντλώντας από τις δεξαμενές του εθιμικού το λογοτεχνικό υλικό τους. Προφορικοί, άμεσοι, εφιαλτικοί, καθώς η, κατά τον Τζόϋς, ιστορική μνήμη οι δύο δημιουργοί εκτείνονται πέρα από το λογικό και το καταφανές και επιβάλλουν μια ροπή προς τους «ενδότερους» χώρους. Μιλούμε για το λόγο-σήμανση, για την αφετηρία και τη δομή έργων με μια ολοφάνερη επιθετικότητα. Μιλούμε για την αισθητική της τερατογονίας, όπως εκφράστηκε από τον Χειμωνά και έπειτα διευρύνθηκε και επικαιροποιήθηκε από τον έτερο «αδελφό», τον Γιώργο Αριστηνό. Λόγος συμβολικός, άμεσος, προικισμένος με τη φυσική ελαστικότητα του ανθρώπινου ρυθμού, του πιο μυστικού και την ίδια στιγμή, ανεπηρέαστου. Ο κόσμος του Αριστηνού εξακολουθεί να συνιστά μια υπόθεση εικαστικής και όχι ρηματικής τάξεως, όπως ο ίδιος επισήμανε στη μελέτη την οποία εκπόνησε για το έργο και τη δυναμικά, διαφοροποιημένη προσέγγιση του Χειμωνά.
Η αμφισβήτηση της φυσικής κλίσης και η καχυποψία ως προς την ελλιπή, εργαστηριακή μέθοδο των λογοτεχνών αποτελεί ένα ζήτημα δίχως έρεισμα. Θα λέγαμε πως αποτελεί αφορμή για την ανεπαρκή στοιχειοθέτηση όσων επικαλούνται έναν ελιτισμό, μια υπερβολή αισθητισμού από πλευράς των δύο δημιουργών.Η πλέον περιεκτική και ισχυρή ανταπόκριση της λογοτεχνικής κοινότητας απέναντι στην κριτική, η οποία εστιάζει στα δυο προηγούμενα χαρακτηριστικά του λόγου των Χειμωνά και Αριστηνού, δίδεται από τον τελευταίο, όταν εκείνος δηλαδή επικαλείται τη ρεαλιστική αναγκαιότητα ενός φυσικού οργανισμού, όπως η τέχνη, προκειμένου να εκφραστεί η κατά τόπους και χρόνους αλήθεια της.Ίσως δε, η καταδικαστική κριτική να πραγματοποιεί μια επιδερμική προσέγγιση, όχι για άλλο λόγο παρά για να θίξει ένα υψηλό μέγεθος, ένα ύφος ευθείας αντιπαράθεσης εμπρός σε κάθε συγγραφικό συρμό.
«Τώρα μιλά με μια σταθερή φωνή. Πίσω από τα κλειστά παράθυρα το πρόσωπό του τεμαχίζεται από λεπτές, αυστηρές γεωμετρίες, το πρόσωπό του, η πόλη πιο πέρα, οι αποκλεισμένο φωταγωγοί, το κορίτσι που αγάπησε ερωτικό και αιμόφυρτο χαρακτηρίζεται από μια εύθυμη ειρωνεία δίχως κακία. Και όσοι ακούν, απορούν για τη θρησκευτική καταγωγή ετούτης της βαθιάς, αριστοκρατικής φωνής. Στο βάθος, πέρα ακριβώς από τα μάτια του, γκρεμοί και αφοπλιστικά τοπία.»
‘Ολα συμβαίνουν από αγάπη, καταθέτει ο Χειμωνάς στο «Μυθιστόρημά» του και τολμά να κοιτάξει κάθε όψη της, ακόμη και εκείνη τη φλεγόμενη στο μέσον μιας πλατείας επαρχιακής που γίνεται τραγούδι και αίσθηση βακχική. Η μηνυματική του Χειμωνά είναι σαφής, ανθρώπινη βαθιά, ανθρωπιστική θα λέγαμε, δίχως καμιά αναγωγή στη λογοτεχνική γραφειοκρατία των καιρών μας. Ο θάνατος ενός ποιητή προσωποποιεί τον άνθρωπο που διστάζει εμπρός στη διεκδίκηση του οράματος. Ο Γιώργος Αριστηνός ασπάζεται τούτη τη θρησκεία και κατά τούτο τον τρόπο επιζεί, αγαπά, πεθαίνει και ανασύρεται εκ νέου, στις αφοπλιστικές, ηλεκτρικές εκκενώσεις του λόγου του, ενός λόγου τερματικού. Δεν πρόκειται για ένα σχόλιο συγκριτικό. Τούτο εδώ το κείμενο συνιστά μια απόδειξη ουσιώδους συγγένειας.