Λεωφορείο Πόθος

λεωφ 24γραμματα24grammata.com/Αμερική (αφιέρωμα  εν προόδω)

Εξερευνώντας την “Ωραία Αμερική” (11η στάση, αφιέρωμα εν προόδω)

 έχουν  προηγηθεί κλικ εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος.

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.com κλικ εδώ

Ο Απόστολος Θηβαίος θα είναι ο οδηγός και ο ξεναγός μας σε αυτό το πανέμορφο ταξίδι στην Αμερική του ωραίου, του έρωτα και της φαντασίας.

Ενδέκατη στάση του οδοιπορικού

ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, Ο ΠΟΘΟΣ
Ο Ελία Καζάν, ο ωραίος, Πολωνός εργάτης Κοβάλσκυ, ο Σταύρος Τοπούζογλου και ορισμένοι άλλοι από τις ανατολικές πόλεις, θρησκόληπτοι, παιδιά αγροτικά και γνήσια, τραγουδούν τα λαϊκά, αμερικανικά τραγούδια. Σκοπούς της δύσης και ιστορίες από σκόνη και ερημιές της Νεβάδα. Η υπέργηρη Μπλανς, μεθυσμένη,  χορεύει αισθηματικούς σκοπούς ανάμεσα στ΄αγόρια της Αμερικής. Κάθε τόσο σταματά, φιλά με πάθος εφηβικό τον Πολωνό και έπειτα σωριάζεται σαν αστέρι πάνω στα δέρματα της ινδιάνικης τεχνοτροπίας. Η Μπλανς περνά τις μέρες της με ποτό και απιστίες. Όταν θα κάνει έρωτα με τον όμορφο Κοβάλσκυ, τότε θα ξεχάσει τους δρόμους και τις σκληρές μέρες, θα ξεχάσει ακόμη πως τα μάτια της είναι από λεπτό γυαλί, την Αμερική και τα πυροτεχνήματα στον άνεμο. Η Μπλανς χορεύει πια νεκρή, νεκρή, νεκρή. Μες στο νου της το φάσμα της πόλεως Εδέμ και το χαμένο της νιότης όνειρο.
Ο Ελία Καζάν κατάγεται από την παλιά Ευσέβεια, στα πόδια του βουνού. Γνωρίζει τις μυρωδιές της τουρκικής ενδοχώρας, θυμάται μ΄αγάπη τα ιωνικά συντρίμμια, τους κίονες και τις φωτιές. Ο Ελία έχει μάτια απ΄ολόλευκο μάρμαρο και ακόμη μέσα του βλασταίνουν τα χώματα των Λυδών, τα γένη των Χαλύβων, οι Έλληνες της προκυμαίας και άλλα ενδιάμεσα πράγματα. Και ύστερα η κοινή καταγωγή του Ελία, του ωραίου Κοβάλσκυ, του Τοπούζογλου και τόσων άλλων. Η νήσος Έλις και οι καραντίνες. Ο Αντρέας Κορδοπάτης χαμογελά και χάνεται στους χιονισμένους σιδηροδρόμους. Για αυτόν θα μιλήσουν κάποτε οι εθνικές λογοτεχνίες και οι εργάτες των λιμανιών, θα δεις.
Η Μπλανς είναι ολόκληρη η Αμερική. Παράλογη, με το κομψό, φεγγαρένιο φουστάνι της και όλα τα δάκρυα του κόσμου ετούτου. Η Μπλανς αγαπά πολύ τα νεαρά αγόρια και μόνον τις νύχτες και ίσως πάλι τους εμπόλεμους καιρούς αποκαλύπτεται.Η Μπλανς περπατά ανάμεσα στα γκρεμισμένα σπίτια, εισβάλλει σαν άνεμος, φωνάζοντας τα΄ονόματα των εραστών της. Άνδρες από την Αθήνα, την Τεχεράνη, την Συρία, τα σινικά εδάφη και ακόμη την Μιανμάρ. Κανείς δεν απαντά στην άμοιρη Μπλανς. Και όπως εκείνη ομορφαίνει πνίγει στην απελπισία τους εραστές. Γιατί γνωρίζουν καλά πως η Μπλανς δεν κατακτιέται, όπως δεν κουράζονται τα όνειρα και τα πάθη. Η Μπλανς είναι ολόκληρη Αμερική. Με τις ρωγμές της σε κοινή θέα, με το φόρεμά της γιομάτο σταυρούς, όπως η γη πέρα, στο κοιμητήριο του Άρλιγκτον. Εκεί που ξεδιψούν οι ανώνυμοι στρατιώτες  και αποκοιμιούνται τα πικραμένα αδέλφια. Η Μπλανς καμιά φορά χυμάει στους δρόμους, λούζεται στο φώσφορο, η Μπλανς στέκει κάτω απ΄τους φανοστάτες με το κεφάλι της σαν μωρό μες στα χέρια των συγγραφέων, με λίγα δολάρια και τα παραπλανημένα στρας των λεωφόρων.
Τότε ο Ελία Καζάν που νιώθει ατόφιο τον καημό της σωπαίνει και ακούει την προσευχή της. Η Μπλάνς σαν δέντρο μες στην καρδιά του παιχνιδιού ανάβει τ΄άστρα της σημαίας και μια ήπειρος φλέγεται. Θυμίζει τους καραγωγείς καθώς αναθεματίζουν τα βαριά φορτία τους, τους θυμίζει εξαντλημένους να ανηφορίζουν τις αγορές. Ο Κοβάλσκυ την αγαπά μα τούτο το κορίτσι δεν νιώθεται και δεν νικιέται. Η Μπλανς μιλά για χρυσό και ασήμι, αναλαμβάνει να παραδώσει τις επιστολές της στρατονομίας για τους πεσόντες, για όσους χάθηκαν στις Φιλιππίνες και το Περλ Χάρμπορ. Είναι τα ποταμόπλοια και οι παρανοϊκοί, αυριανοί καιροί η Μπλανς, είναι η Υόρκη και οι πόλεις φαντάσματα των παλιών χρυσορυχείων. Τα χρηματιστήρια και οι μοντέρνοι δείκτες, οι συναλλαγές και οι εμπορίες της μέρας.
Η Μπλανς βαθιά μες στον ύπνο της θρηνεί τη θαρραλέα ψυχή, θρηνεί την Αμερική και όπως η βασίλισσα Αμαζόνα απομένει μόνη και μυστηριώδης. Τότε, καλή μου Μπλανς, έχουν πια όλα χαθεί.
Ο Καζάν και η περίφημη Μπλανς Ντυμπουά, ο μετανάστης Κοβάλσκυ με την αρχαϊκή του ομορφιά και ακόμη ο Σταύρος Τοπούζογλου αψηφούν τα χρόνια, χάνονται στις ενδοχώρες, χάνονται. Επιβιβάζονται στα ρυμουλκά και δεν είναι άλλο αυτό από τις μικρές των ανθρώπων και των πουλιών αποδημίες. Επιβιβάζονται και η Μπλανς αποκοιμιέται, καθώς ονειρεύεται την Αμερική και τα εύρωστα βαμβακοφόρα αγροκτήματα. Η Μπλανς είχε κάποτε μια αδερφή, αίμα συγγενικό από τη φυλή των  Αμαζόνων. Εκείνη γνώριζε τα λατινικά και τις άλλες των ανθρώπων γλώσσες. Ήταν και εκείνη θρυλική. Εκτεινόταν από τις αμερικανικές όχθες ως  τις χώρες Λυδία και Παμφυλία. Ο Ελία τη συνεφέρνει, της μιλά για αγάλματα και την Αντιόχεια εκείνων των καιρών. Η Μπλανς που είναι ολόκληρη η Αμερική, τον περιφρονεί. Τινάζει το πρόσωπό της χαρούμενα, σαν από νεύρο ο σπασμός της. Τινάζει το πρόσωπό της λοιπόν και εξαντλεί τις εποχές.
Μπλανς σημαίνει λευκή. Δηλαδή σχεδόν διάφανη μες στις εποχές και έξω απ΄τον κόσμο, ολόκληρη από νερά, όπως ο βυθισμένος ποντίφικας, ο κόμης και τα κλειστά, σαν όστρακα ή σταγόνες φεγγάρια. Η Μπλανς χάνει το χρώμα της, απ΄τις ρωγμές εισβάλλουν χώματα και τ΄άλλα ένστικτα. Διαλυμένη, σχεδόν αμμολίθινη, μια ανθρώπινη παραλαγή η Μπλανς. Η Μπλανς είναι βαθύ ποτάμι, η αισθητική της ακεραιότητα ποτέ δεν θα κατορθωθεί. Η Μπλανς θα΄ναι πάντα η όψη μιας λευκής Αμερικής. Η όψη της Αμερικής που ΄χει στο βάθος βρώμικα νερά, θύματα, εθνολογικές ποικιλίες. Μες στους στριμωγμένους τοίχους εξάψεις, συγκινήσεις και αξεπέραστες απελπισίες, λάμπες φθορισμού και ερυθρά κορίτσια των μεγάλων οδών.  Η Μπλανς ολοένα μες στον εαυτό της, με τα υψωμένα χέρια της στ΄αρνητικά των φωτογραφιών, η έξαλλη αδελφή Μπλανς, τον καιρό που θα σήμαινε την ακμή της.  Αυτό το κορίτσι με τ΄αλσατικό της όνομα, φθάνει στη Λουιζιάνα από τις νότιες πολιτείες. Κρατεί αμίλητα μυστικά, έχει θαυμάσια αγωγή και όμορφο πρόσωπο. Η Μπλανς που σβήνει με κραυγές, σαν να φλέγεται, μισό αιώνα τώρα. Κορίτσια όπως η Μπλανς Ντυμπουά και η Αμερική, τέτοια κορίτσια, να θυμάσαι, πεθαίνουν αναπάντεχα. Ένας, ας πούμε ξαφνικός θάνατος από πνιγμό, στα δωμάτια της Υόρκης και οι  όψεις του σύγχρονου δράματος που ανανεώνονται.