Μεγάλη Τρίτη

Ἐγὼ πάλι μέσα στὸ πλῆθος διακλαδίζομαι
ἡ θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στὸ πλῆθος
γιὰ τὴν καινούρια μακρινή μου ἀνάσταση
μαζεύω.
[Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων]

Τον κοιτούσαν επίμονα. Πρόσμεναν πως θα μιλήσει, πως κάτι θα πει γι΄αυτήν την παλιά ιστορία που τους καίει. Όμως εκείνος τηρούσε σιγή ιχθύος και ήταν ωραία, ωκεάνεια τα μάτια του. Τον είχαν απέναντί τους, ήταν πυρσός, πίσω του κοιμόντουσαν πουλιά και απογεύματα. Επέμειναν, ύψωσαν τη φωνή τους, στάθηκαν σ΄απόσταση αναπνοής. Όμως εκείνος ήταν κιόλας ποτάμι, ήταν σιωπή. Έστεκε εμπρός τους βγαλμένος απ΄την αιωνιότητα με τα τρυφερά, τα δακρυσμένα του μάτια.Τόσο κοντά και συνάμα τόσο απρόσιτος ήταν εκείνος ο άνθρωπος. Επανέλαβε, είμαι ο βασιλεύς των βασιλέων και έπειτα φωνές και ποδοκροτήματα και ο κατηγορούμενος που εξέρχεται της αιθούσης. Γύρω του μαίνονται όλα τα μυστήρια και οι σκηνές από έναν βίο ποιμενικό. Στους τοίχους καρέ και αναμνήσεις από τον καιρό του κρασιού και ο χορός μιας νύμφης. Αργότερα στους καφενέδες έλεγαν πως το πρόσωπό του ήταν από καρδιά και από ευγένεια. Πήραν να γράφουν ξανά ολόκληρη την ιστορία.