Μια Ιστορία…

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Δεν μιλούσε κανείς. Δεν έκλαιγε κανείς. Ήταν όλοι γύρω, καθισμένοι στις καρέκλες με σφιγμένα δόντια, κοιτούσαν το άψυχο σώμα, με σφιγμένα δόντια έμεναν σιωπηλοί όλοι γύρω, σεβάσμιοι, αμίλητοι. Μόνο σαν ταραζόταν η γυναίκα κάποιος σηκωνόταν, την κράταγε από τα χέρια, την ακουμπούσε στη γωνιά, εκείνη σκούπιζε τα μάτια και μουρμούραγε κάτι ακατάληπτα λόγια, σαν κατάρες, σαν λύπες. Τα παιδιά τα είχαν πάρει από νωρίς. Τα είχαν πάρει να μην τον δουν τον πατέρα τους που έστεκε στο μέσον του δωματίου με το επίσημο, κυριακάτικο κοστούμι του, τα χέρια του στον κόρφο δεμένα, σαν από αμηχανία. Μια τρομερή ακινησία και πώς να εξηγήσεις στα παιδιά για το φονικό, για την άτιμη πράξη τι να πεις στα παιδιά. Έτσι τα πήραν, τα πήγαν στην επάνω γειτονιά, σε κάποιο σπίτι φιλικό. Το μεγαλύτερο παιδί, άντρας ολόκληρος πια, πρόλαβε τον είδε, οι γριές τον έβαλαν να φιλήσει τον πατέρα, έπειτα τον πήραν, τον τράβηξαν να μην ακούσει τους θρήνους, τις κραυγές, να μην ακούσει.
Τον βρήκαν χθες βράδυ, πίσω από το μαγαζί. Είχε αργήσει και η γυναίκα του ανήσυχη, όλο αγωνία έστειλε ένα φίλο του καλό να δει τι γίνεται, πού χάθηκε τέτοια ώρα, αργά πολύ. Την έτρωγε μια υποψία, είχε ένα από εκείνα τα άσχημα προαισθήματα που νιώθει κανείς σαν πρόκεται να συμβεί κάποιο μεγάλο κακό και κάθε που μιλά οι άλλοι τον αποπαίρνουν, του λένε πως όλο βάζει στο νου του το κακό, πως δεν ησυχάζει και πως τίποτα από όλα τούτα που πλάθει το μυαλό δεν έχουν συμβεί. Έτσι της είπε και εκείνος πριν φύγει για το μαγαζί να τον γυρέψει γιατί ήταν ώρα περασμένη, τέτοια ώρα γυρνούν μονάχα άνθρωποι ύποπτοι, παράξενοι εραστές, κόκκινες γυναίκες τριγυρνούν τέτοια ώρα και από τότε που φάνηκαν οι φερμένοι, ράκη, απελπισμένοι συνέβαιναν πολλά και ήταν αρκετοί εκείνοι που κατείχαν με μια σπουδαία δεξιότητα το μαχαίρι και αν τύχει και βρεθείς στο δρόμο τους, έτσι πεινασμένοι, έτσι διψασμένοι που είναι μπορεί να σου γυρέψουν τα λεφτά και να σε χτυπήσουν, να σε σύρουν στις σκοτεινές γωνιές, να σου αφήσουν κάποιο σημάδι ή να σου πάρουν την ανάσα, έτσι επιδέξια που χειρίζονται τη λάμα. Τον βρήκε πεσμένο μπρούμυτα, όπως τα όμορφα παιδιά στις παραλίες των καλοκαιριών, όταν έχει ριζώσει το μεσημέρι και είναι όλα αφόρητα. Τον βρήκε πλάι στο αίμα του, στα χέρια κρατούσε ένα κομψό στιλέτο με μια κοκάλινη λαβή, δουλεμένη, με σταυρούς και φύλλα δέντρων σκαλισμένα στο ξύλο επάνω. Θυμήθηκε που του είχε πει ο νεκρός πως τον τελευταίο καιρό βλέπεται με κάτι παλιανθρώπους, πως έχει μπλέξει μαζί τους και πως δεν θα έχει καλά ξεμπερδέματα. Δεν τον ρώτησε τι, δεν του ζήτησε να εξηγηθεί να ξέρει και εκείνος πώς να τον βοηθήσει. Έτσι περήφανος ήταν πάντα, έτσι μόνος, καθώς οι εξόριστοι στεκόταν μες στα μαγαζιά και έπινε όλο το βράδυ και ύστερα, όταν σώπαιναν τα όργανα έστελναν κάποιον στη γυναίκα του και εκείνη ερχόταν, μες στην ντροπή, τον έπαιρνε με το καλό και φεύγανε και εκείνος έκλαιγε στο γυρισμό και εκείνη του σκούπιζε τα μάτια και του ‘ λεγε πως θα περάσει, πως ο αδελφός του πάει, πέθανε τώρα και δεν ωφελεί να ζητά εκδίκηση. Εκείνοι ήταν σκοτεινοί άνθρωποι, εκείνοι θα τον ξεπάστρευαν και ήταν γυναίκα αγράμματη και δεν γνώριζε τέχνες και τα παιδιά θα τα δίνανε τότε γιατί δεν θα μπορούσαν να θρέψουν τόσα στόματα. Ο άνδρας συνερχόταν, της ζητούσε συγνώμη, άγγιζε τα χέρια της, τα φιλούσε μες στη ζάλη του, κυλιόταν χάμω, όπως τα βρέφη. Κάθε τόσο άνοιγε κανένα παράθυρο, τα σπίτια είναι χαμηλά, οι νύχτες κουβαλούν τις βρισιές, τους έρωτες σε όλους τους τροπικούς.
Γύρισε, της είπε πώς έχουν τα πράγματα, οι γειτόνισες άκουσαν, βγήκαν με τα νυχτερινά φουστάνια, ζύγωσαν, κρατούσαν τα χέρια εμπρός σε ορθάνοιχτα, από την έκπληξη στόματα, της θύμιζαν τα παιδιά, το μικρό που είναι άρρωστος και τα μάτια του κατάφεραν και μεγάλωσαν μονάχα από το δικό της κόπο. Άναψαν τα φώτα στη βεράντα, πήγε κάποιος και ειδοποίησε τον υπεύθυνο του γραφείου, εκείνος ήξερε από ταφές, θα φρόντιζε τις υποχρεώσεις τις χριστιανικές, θα φρόντιζε για όλα τα δύσκολα που δεν σε αφήνουν να συλλογιστείς το θάνατο. Οι γυναίκες έφτιαξαν το μεγάλο τραπέζι, έστρωσαν τα πανιά, πήραν να φτιάχνουν τους καφέδες, ολοένα και έρχονταν συντετριμμένοι οι φίλοι, οι εργάτες στα ναυπηγεία, κάτι στρατιώτες που περνούσαν έβγαζαν τα δίκοχα και στέκονταν μια στιγμή. Όλος ο κόσμος παύει όταν πεθαίνει κάποιο πρόσωπο, οι άνθρωποι φορούν τα ενδύματα εκείνα που φανερώνουν το πένθος. Σε τούτη την περίσταση δεν χωρεί καμιά υπεκφυγή. Ο θάνατος είναι ένα γεγονός ολόκληρο, καθολικό. Ο θάνατος.
Τον έφεραν αργά το βράδυ, έκανε μια ζέστη, τρομερή, όλα τα πουλιά σώπαιναν, όλες οι περιπτώσεις γίνονταν πια ακατόρθωτες. Τα παιδιά του γραφείου πλησίασαν στο μεγάλο τραπέζι, τον ακούμπησαν εκεί και άναψαν τα τέσσερα νεκροκέρια. Κοίταξαν με έκπληξη τις φωτογραφίες, τα γατζωμένα στους τοίχους μαχαίρια, ύστερα κοιτάχτηκαν συνομωτικά, σαν να φοβούνταν κοιτάχτηκαν, γύρεψαν από το αφεντικό τον κόπο τους κι έφυγαν προς το συνοικισμό, απαξιώντας πια για κάθε τι που μυρίζει τέλος και απώλεια. Είχε ήδη μαθευτεί που σκότωσαν τον Γιώργη, πως τον έσφαξαν άναδρα, πισώπλατα, όλοι οι μάγκες αλαφιασμένοι χάνονταν στα υπόγεια καταγώγια, γιατί σε λίγο θα φανεί η χωροφυλακή, θα απαιτήσει την παραδειγματική τιμωρία των ή του ενόχου, θα σύρει τυχαία κάποιους από αυτούς στο τμήμα, θα τους χτυπήσουν, θα τους ντροπιάσουν, θα σπάσουν τους σουγιάδες τους, θα μιλήσουν άσχημα για τις γυναίκες, τις αδερφές τους, έπειτα θα τους πετάξουν σαν σκυλιά στο δρόμο, θα τους απειλήσουν οι χαφιέδες πως αν τελικά γνώριζαν και δεν είπαν θα το μάθουν και να χαθούν, να πάνε στα βρώμικα στέκια τους.
Εϊχε μια μεγάλη χαρακιά στο πρόσωπο, που του προσέδιδε μια όψη ηρωική και απόκοσμη. Τον χτύπησαν χαμηλά στην κοιλιά, εκεί δεν ζει κανείς, το μαχαίρι τρυπώνει βαθιά, όσο καλύτερο είναι το ακόνι που το ‘ θρεψε, το μαχαίρι μπαίνει βαθιά, ανοίγει σαν τριαντάφυλλο τη σάρκα, κανείς δεν ζει από το μαχαίρι. Λένε πως ποτέ δεν άντεξε το χαμό του αδερφού του και πως το είχε γινάτι να μάθει ποιος ήταν ο φονιάς, να τον κοιτάξει ίσια στα μάτια, καθώς πρέπει σε όσους έχουν προβεί σε μια πράξη ειδεχθή. Του είχαν πει το όνομα, όλοι γνώριζαν πως κάποιος από τον Πειραιά, για τα μάτια μιας μικρής από τη Μικρασία ήρθε και τον σκότωσε τον αδερφό του Γιώργη πριν ένα χρόνο. Τώρα νεκροί και οι δυο άνδρες, θαμμένοι βαθιά μες στα χώματα, κανείς δεν θα θυμόταν το συμβάν ύστερα από λίγο καιρό. Οι άνθρωποι, βλέπεις ξεχνούν και δίνονται πάλι στις αγορές, τους θριάμβους, προσφέρονται στους έρωτες και εξαντλούνται, η ζωή τραβά ξανά το δρόμο της πάνω στις αυστηρές σιδηροτροχιές της και χάνεται, μακρυσμένη, θαμπή. Όσοι αγαπούν μαθαίνουν να πεθαίνουν, όσοι αγαπούν κλαίνε, κάποτε γέρνουν περισσότερο κατά το χώμα, κάποτε η ζωή συνεχίζεται και κανείς δεν μνημονεύει πια τον Γιώργο, τον αδερφό του που σκοτώθηκαν έτσι άνανδρα για μια γυναίκα και μια εκδίκηση.
Κάποτε, πριν ξημερώσει ήρθαν τα παιδιά του γραφείου και τον πήραν. Γίνηκε χαμός, σηκώθηκε η γυναίκα, ζήταγε να χαθεί και εκείνη μαζί του, την κρατούσαν οι άντρες, σωριάστηκαν χάμω οι καρέκλες, χύθηκαν τα νερά, παρολίγο να πέσει από τα χέρια των παιδιών το φέρετρο, γίνηκε χαλασμός, το όνομά του ακουγόταν από παντού, φάνταζε σαν πουλί μεγάλο που έχει στοιχειώσει το σπίτι, τους ανθρώπους του, είναι ένας ίσκιος που ορθώνεται να πνίξει τη γειτονιά, την πόλη, τις μέρες να πνίξει, οι γυναίκες θα κάψουν λυπημένες τα νυχτικά τους. Τον πήραν, τον συνόδευσε η μεγάλη πομπή με τους σταυρούς. Όλοι στέκονταν καθώς περνούσε το ανθρώπινο κοπάδι. Κάποιοι  χαιρετούσαν τον Γιώργη, σαν τάχα να βάδιζε ψηλός και ακέραιος μες στη δημοσιά, κάποιοι χαιρετούσαν, άλλοι έστρεφαν το βλέμμα αλλού, ο θάνατος έχει μια όψη απαίσια, σκληρή, τραχιά, ο θάνατος έχει έναν ορίζοντα από χώμα και ρίζες.
Προτού τον αφήσουν έριξαν όλοι, καθώς συνηθίζεται μια χούφτα χώμα. Κάποιος πέταξε ένα μικρό μαχαίρι μες στο μνήμα. Δυο, τρεις τον αναγνώρισαν, είπαν τη λέξη, τον έπιασαν. Ετούτος σκότωσε τον Γιώργη είπαν ύστερα, ετούτος και τον έδειχναν που τον έπαιρναν οι χωροφύλακες και ο κόσμος απέμενε ξανά,  όμορφος και σκοτεινός σαν πόνος. Λένε πως κάποτε, ανήμερα του Αγίου, έξω από το κοιμητήρι τον βλέπουν τον Γιώργη που κουβαλά ένα κυπαρίσσι και περπατά σκυφτός με ένα κρανίο πουλίσιο, με δίχως μάτια. Ο Γιώργης που τέλειωσε με ένα μαχαίρι, για μια εκδίκηση αδερφική. Βαριά.