Μια ταπεινή υπενθύμιση της κορυφαίας παρουσίας του Καρόλου Κουν.

24grammata.com/ θέατρο  / εάν

«η ακραία δυνατότητα της ποίησης
Και της άνοιξης»
Νίκος Φωκάς

«ΠΡΟΣΦΟΡΑ»

14 Φεβρουαρίου ημέρα μνήμης, μέρα του θανάτου,  του Καρόλου Κουν

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Οι μνημειώδεις ημερομηνίες συνιστούν ένα άκρως ενδιαφέρον υλικό για τη δημοσιογραφία. Η ευαισθησία της μνήμης αποτελεί μία βαθύτατη αδυναμία του κοινού. Πλάι στις αναφορές για έναν σπουδαίο θάνατο, θα σταθούν συνειρμικές νοσταλγίες, μια στοργική δηλαδή θλίψη για το παρελθόν που πέρασε και τέλειωσε οριστικά. Πάει να πει δηλαδή πως με αφορμή την ημέρα θανάτου ενός σημαντικού προσώπου ο γραπτός λόγος βρίσκεται εμπρός σε μοναδικά οφέλη. Φύσεως εμπορικής και ψυχολογικής. Την ίδια στιγμή λυτρώνεται εκείνος που γυρεύει εναγωνίως την ακριβή θεματολογία του κυριακάτικου φύλλου και δυσχεραίνεται σε τούτο το έργο του το καθημερινό και το συνηθισμένο από τη διαπίστωση εκείνη πως σε πολλούς τομείς έχουν όλα ειπωθεί και έχουν εξαντληθεί ακόμη και οι πηγές. Ας μην μιλήσουμε για τις ιδέες, που και εκείνες με τη σειρά τους φθείρονται, ενώ είναι φυσικά αδύνατον ζητήματα αξιωματικά, τα οποία ίσχυαν προ ετών να συναρπάσουν και να γοητεύσουν με την ίδια ένταση το σημερινό κοινό. Και έτσι με μια κενοδοξία, με ένα τεχνικό θα λέγαμε και ίσως ποσοτικό ενδιαφέρον προσεγγίζει κανείς τις θλιβερές επετείους ή τις ημερομηνίες γεννήσεως λαμπρότατων ηθοποιών ή αθλητών ή μορφών πολιτικών, αξιομνημόνευτων για τις εθνικές αρνήσεις τους ή τις στυγνές καταλύσεις των εκάστοτε δημοκρατιών μας, αν ακολουθήσουμε το σκηνογραφικό, ιστορικό παρελθόν, αν μιμηθούμε προσδιοριστικά τις γαλλικές πρακτικές. Όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν καμιά αξία, δηλαδή οι θάνατοι και οι γεννήσεις δεν θα σήμαιναν τίποτε, αν τα πρόσωπα που τις αφορούν δεν δοκίμασαν να συμπληρώσουν στον καιρό τους ένα εξειδικευμένο τομέα με μία παρατήρηση επιστημονικής φύσεως, αν δεν πάσχισαν να ερμηνεύσουν  ένα ζήτημα καλλιτεχνικό, μια ένταση τέλος πάντων, μια διαφωνία ή μια πρόταση ειρωνικής, ας πούμε τάξεως. Βρίσκεται στα όρια της πράξης περισσότερο και λιγότερο στη θεωρητική της διάσταση, η συνεισφορά ορισμένων ανθρώπων στην ψυχική μας διαμόρφωση.
Δίχως λοιπόν να επιδιώκεται μια εμπορική ή αναγνωστική φιλοδοξία και χωρίς καμιά διάθεση να επαναδιατυπωθούν οι παραδεγμένες σταθερές προσεγγίζει κανείς πια την περίπτωση του Καρόλου Κουν, όχι από την πλευρά του προσώπου, αλλά από τη φιλοδοξία η οποία έθρεψε τον άνθρωπο αυτό. Ετούτη θα συνοψιστεί στο Θέατρο Τέχνης, έναν αρχετυπικό, θεατρικό χώρο, όπου διδάσκεται, μεταδίδεται και ακμάζει, στους καλύτερους κάποτε καρπούς της η λεγόμενη θεατρική παιδεία. Οφείλει δηλαδή κανείς, προτού μελετήσει τα διδάγματα του σοφού αυτού ανθρώπου, να αναζητήσει κάτι από το όραμά του, εκείνη τη φαντασμαγορία δηλαδή που στέκει δύναμη κινητήρια και της οποίας η ποιότητα ή ακόμη και η πρωτοπορία μπορούν να καταστήσουν τη μυστική πρόθεση, εθνική. Ο Κάρολος Κουν δίδαξε το θέατρο σε μια πλειάδα σπουδαίων, σήμερα ηθοποιών, μεταλαμπαδεύοντας ό,τι μπορούσε να συνοψιστεί στην εκφορά του λόγου. Η αισθητική του, αφαιρετική, επικεντρωμένη στην ερμηνευτική αρτιότητα δεν θα μπορούσε παρά να διαμορφωθεί  από παράγοντες αντίστοιχα αισθητικούς. Συνιστώσες ηθικές, περιοριστικά τεχνικές, δραματουργικές ή ακόμα και σκηνογραφικές επρόκειτο να σχηματοποιήσουν έναν ολοκληρωμένο οργανισμό, μία καλλιτεχνική δυνατότητα δηλαδή, της οποίας ως και σήμερα μπορούμε να αντλήσουμε τους καρπούς. Και τούτο διότι η καθιέρωση αυτή βρήκε την αφετηρία της στη γνησιότητα, στην αμέριστη αγάπη προς τον άνθρωπο και τις βαθύτατες αγωνίες του, όσες διαχρονικά ερίζουν μέσα μας, σε ωκεάνεια βάθη και ανασύρονται εκλεκτικά, προδίδοντας την τάξη και την αυστηρή μας θέληση. Η διδασκαλία του Καρόλου Κουν, και τούτο μπορεί να αποδειχθεί από την επιλογή των έργων του Θεάτρου Τέχνης, ξεπερνούσε καθώς φαίνεται τα στενά πλαίσια μιας παράστασης, η σύνθεσή της δεν συνιστούσε παρά αποτέλεσμα διαρκών αναγωγών στον ψυχισμό μας, στην τραχύτητα της απελπισίας ή την αλόγιστη ευδαιμονία με την οποία είμαστε ενστικτωδώς προικισμένοι. Ο Κουν τίμησε και ανέδειξε μία κανονιστική μορφή θεάτρου, ενταγμένη πλήρως στις αρχές και τα σωσμένα αξιώματα της αρχαίας, τραγικής και κωμικής δραματουργίας. Τήρησε και ανέδειξε όλα τα συστατικά στοιχεία του δράματος, δίχως να εκμοντερνιστεί απλά και μόνο για να κατακτήσει μια υποκειμενική πρωτοπορία. Καθώς επισημαίνει ο Αλέξης Μινωτής, το ελληνικό θέατρο είναι στενά συνδεδεμένο με μια θρησκευτικότητα ανατολικού τύπου, πάει να πει αδιάλλακτη και αμετάβλητη, ένα είδος γενικής ισορροπίας, ανάμεσα στο δογματισμό της θεωρίας και τη συγκρατημένη ελευθερία της πράξης. Μιλούμε για τον «μαύρο μαιναδισμό», για εκείνη τη σκοταδιστική μανία των βακχικών γυναικών, μιλούμε για μια υπερβολή ανεδαφική. Μόνο έτσι θα μπορούσε κανείς να προσεγγίσει το ανθρώπινο όριο. Ο συμβολισμός στάθηκε στο ύψος του προκειμένου το θεατρικό αποτέλεσμα να καταστεί συλλογικό, εγκαταλείποντας την υποκειμενικότητα της τεχνικής διάρθρωσης και άλλων καίριων αλλά πάντοτε δευτερευόντων στοιχείων. Η τραγική τέχνη, σημειώνει και πάλι ο Αλέξης Μινωτής, μας συγκλονίζει, μας αφυπνίζει τρέμοντες εμπρός στην εξωλογική διάσταση ενός αλύτρωτου πάθους, μιας κατευναστικής, αυτοκαταστροφικής τάσης, μιας αποδοχής ηρωικής θα συνοψίζαμε. Ετούτο στην περίπτωση του Κουν επετεύχθη.
Η δράση επί σκηνής, η πειθαρχημένη προσήλωση στη λεπτομέρεια, η συγκινησιακή πρόθεση, η συλλογικότητα ή πάλι εκείνη η πλαστικότητα και οι αεικίνητες πάντοτε μορφές των ηθοποιών, όπως σώζονται πια στις παραστάσεις του Φεστιβάλ Επιδαύρου, αποτελούν ένα άτυπο κώδικα αρχών για το θέατρο τέχνης. Έναν κώδικα ασκητικό σχεδόν, ο οποίος δεν προβλέπει τίποτε άλλο παρά την αφοσίωση στην τήρηση των θεατρικών αρχών, ώστε να καταστεί δυνατόν να εγκαταλειφθεί ο χρόνος στην οριζόντια έκτασή του και να μετατραπεί  σε μια κατακόρυφη κατεύθυνση, μεταφυσική. Όλα διευρύνουν την αίσθηση του χώρου, ώστε σταδιακά και ετούτος να παραμερισθεί και να παραμείνουν μόνο οι ίδιοι οι άνθρωποι ως σύμβολα.
Πέρα όμως από τις εξειδικευμένες αναφορές σε τεχνικά και διαρθρωτικά ζητήματα της διδασκαλίας της Τέχνης, οφείλουμε να ολοκληρώσουμε την αναφορά ετούτη στην ολοζώντανη μνήμη του Καρόλου Κουν με έναν όσο το δυνατόν εξειδικευμένο σχολιασμό, ως προς την ονομασία του θεάτρου Τέχνης. Πέρα από την τεχνική επιμονή ο Κουν εισήγαγε στις παραστάσεις του το στοιχείο της φυσικότητας. Εκείνης την οποία συνεπάγεται το ανθρώπινο σώμα στις πιο ακραίες, ψυχολογικές του στιγμές. Ενσωμάτωσε, θα μπορούσαμε να πούμε, τα βασικά συστατικά της γνήσιας, λαϊκής τέχνης. Δηλαδή δεν επιμένει σε μια επιτηδευμένη ορμή, σε ένα ρηχό βάθος μα στην αναζωπύρωση όλων των συνθηκών εκείνων, οι οποίες σχετίζονται με την ιδέα και την αφορούν ως τις μέρες μας. Ο Κουν δηλαδή προσεγγίζει την τέχνη στην ίδια της την πηγή, αδιαφορώντας για την ιδεολογία. Ο άνθρωπος παραμένει το επίκεντρο και επαφίεται στο μετερίζι του καθενός για να επιμείνει στην όποια οπτική του. Ο Κουν καταργεί τη μονοδιάστατη οπτική και χαρίζει στη σύνθεσή του μια αρμονική κορύφωση, σχεδόν φυσική, προικίζοντας με ευρύτητα το θέατρό του. Ίσως για τούτο το λόγο το Θέατρο αυτό να χαρακτηρίστηκε ως «τέχνης.» Δεν πρόκειται για μια έπαρση, για μια ελιτίστικη απόφαση, η οποία αφήνει έξω το σύγχρονο και το ίσως εμπορικότερο θέατρο. Οφείλουμε να λυτρωθούμε καθώς εισερχόμαστε σήμερα στο θέατρο τέχνης, όπως διασώθηκε μέσα από τις οδηγίες του Κουν. Διότι εκεί εντοπίζουμε το απλό, μα ολοκληρωμένο θέατρο που οραματίστηκε η Ελένη Βακαλό, εκεί ο ενεργητικός στοχασμός, η η ολική θεατροποίηση του χώρου και του χρόνου, δίχως καμιά έκπτωση, χωρίς καμιά επιτήδευση. Διότι εκεί, στο ευρύ θέατρο που είναι ένας σταθμός για ολόκληρη την τέχνη μας γινόμαστε ξανά θεοί και επιστρέφουμε στις εστίες μας. Διότι εκεί ο λόγος, ο χορός, ο χρησμός, εκεί τα άκαμπτα κορίτσια που βρίσκουν την έρρυθμη αρχοντιά τους, έτσι σκληρές και ανεκτικές κάτω από το βάρος ενός επιστυλίου. Οι ίδιες ετούτες κοπέλες με τις λείες μύτες, καταλαμβάνουν πια έναν ελάχιστο χώρο και έναν ανυπολόγιστο χρόνο και είναι οι ίδιες εκείνες που μπορεί κανείς να αντικρίσει με τα λυτά τους μαλλιά, σε μια επίκληση λατρευτική ή στο ευτυχισμένο πλήθος ενός λαϊκού, κοινωνικού γεγονότος. Ο Κάρολος Κουν μας δίδαξε την προοπτική και την ευρύτητα. Ετούτη τη διαχρονική ευκαιρία μας χάρισε. Μια αφορμή για ενότητα και μια υπενθύμιση ανθρωπιάς και επικαιρότητας.