Μπαντόλιο: “τα γουρούνια οι Έλληνες”!

24grammata.com/ ιστορία

Επιμέλεια: Νίκος Νικολάου, Αντώνης Αγγελήςwww.rhodeslibrary.gr

Cesare Maria De Vecchi : Memorie
Ο πόλεμος κατά της Ελλάδος- Τα γουρούνια οι Έλληνες!
(Αποσπάσματα από το βιβλίο του Ντε Βέκκι « Αναμνήσεις » σε μετάφραση-παρουσίαση Μανώλη Παπαϊωάννου)

«.Οι μέρες του Οκτώβρη κύλησαν τόσο γρήγορα που δεν το καταλάβαμε, και ο πόλεμος κατά της Ελλάδος εξερράγη, σχεδόν, χωρίς να το ξέρουμε προηγουμένως. Αλλά το ανακοίνωσε μια επιστολή του Μπαντόλιο στις 22 Οκτώβρη, από την οποία φαίνεται πως η Ρώμη είχε ενεργήσει με μεγάλη «μυστικότητα» τουλάχιστον όσον αφορά σε μας και εκείνους, που απεναντίας θα είχαν να πουν τη γνώμη τους, προτού ληφθεί μια τόσο σπουδαία απόφαση.
Αυτή είναι η ενθουσιαστική επιστολή του Μπαντόλιο :
« Αγαπητέ Ντε Βέκκι. Στις 28 αρχίζει η επιχείρηση-τιμωρία κατά της Ελλάδος. Αυτά τα γουρούνια οι Έλληνες, θα έχουν την περιποίηση που τους αξίζει. Φυσικά θα υπάρξει μια αντίδραση του αγγλικού στόλου και αεροπορίας. Καλώς να μας έλθουν. Είμαστε έτοιμοι να τους υποδεχτούμε. Για το Αιγαίο, είμαι ήσυχος. Εκεί είσθε εσείς και οι θαυμάσιοι στρατιώτες σας. Από τα μεσάνυχτα της 27 προς την 28 τορπιλίζετε κάθε τι που φέρει ελληνική σημαία. Ζήτω η Ιταλία, ζήτω ο Βασιλιάς-Αυτοκράτορας της, ζήτω ο Ντούτσε ».

Ο Ντε Βέκκι σχολιάζει:

Δεν υπάρχει αμφιβολία, από τον τόνο της επιστολής, ότι ο Μπαντόλιο ήταν παραπάνω από «βέβαιος». Είχε προβλέψει την Αγγλική αντίδραση και ικανοποιημένος, περίμενε του Άγγλους, για να τους κτυπήσει. Όσο για τους Έλληνες, ούτε τους υπολόγιζε. Γι’ αυτόν είχαν ηττηθεί και προτού πέσει μια τουφεκιά. Το Αιγαίο δεν τον ανησυχούσε, και όμως στα αιτήματά μου που υπέβαλα με το υπόμνημά μου της 6 Οκτώβρη, δεν απάντησε κανένας.
Στις 22 Οκτώβρη 1940, ύστερα από την προσωπική επιστολή του Μπαντόλιο, με την οποίαν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου μου ανήγγελλε την «εκστρατεία τιμωρίας» κατά των «γουρουνιών Ελλήνων» και έλεγε ότι ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντίδραση του στόλου και της αεροπορίας της Αγγλίας, έφθασαν στη Ρόδο οι επίσημες διαταγές των επιχειρήσεων .

Η πρώτη, πάντοτε με την υπογραφή του Μπαντόλιο έλεγε:
« Ο Ντούτσε έφθασε στην απόφαση να δράσει κατά της Ελλάδος. Η δράση αυτή θα αρχίσει στις 28 Οκτώβρη, με αντικειμενικό στόχο την Ήπειρο. Ταυτόχρονα θα γίνονται αναγνωρίσεις και θα ασκείται πίεση κατά της Θεσσαλονίκης, ενώ προβλέπεται σε δεύτερη φάση πορεία στην Αθήνα. Στο γενικό πλαίσιο, η αποστολή σας την οποία ήδη από μήνες εκπληρώνετε κατά τρόπο εξαίρετο, παραμένει αμετάβλητη. Ο κύριος στόχος σας: Οι στόλοι, πολεμικοί και εμπορικοί, στα ανοικτά ή στα λιμάνια, χωρίς πλέον διακρίσεις και περιορισμούς. »

Και πάλι σχολιάζει ο Ντε Βέκκι:
Ο πόλεμος άρχισε και συνεχίσθηκε κατά τρόπο καταστρεπτικό και κάθε φορά μεγάλωνε η πικρία μου, γιατί οι ήττες στην Ήπειρο ήταν το προμήνυμα μιας κατάρρευσης που έπαιρνε την ταχύτητα και τη βουή χιονοστιβάδας.
Στο Αιγαίο, σε όλους είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχαν εγκαταλειφθεί, και παρά το ότι υπήρχε επιτακτική ανάγκη να αποστέλλεται, ό,τι ακόμα ήταν δυνατό, στο Αλβανικό μέτωπο, αυτό δεν μείωνε τη σοβαρότητα των προβλημάτων που εξακολουθούσα να προβάλλω και τους κινδύνους που διατρέχαμε, υποχρεωμένοι να μείνουμε σε απόλυτη αδράνεια και σε πολεμική απραξία, ενώ στα άλλα μέτωπα διεξήγοντο μάχες αιματηρές.

Η σύγκρουση του Ντε Βέκκι με τον Μουσολίνι

Στις 14 Νοέμβρη του έστειλα ένα γράμμα που υπήρξε για τις μεταξύ μας σχέσεις αποφασιστικό. Ήταν η αρχή της κρίσης, που στη συνέχεια έγινε αθεράπευτη.

«Ντούτσε- του έγραφα- στη διάρκεια αυτού του πολέμου μια φορά βρέθηκα στην ανάγκη να σε πληροφορήσω για μια διαφωνία μου με τον Στρατάρχη Μπαντόλιο. Η επέμβασή σου δημιούργησε μια νέα κατάσταση και η έκκλησή σου να μείνω στη θέση μου εισακούσθηκε από μένα. Η έναρξη του πολέμου κατά της Ελλάδος, δημιούργησε νέες αφορμές διαφωνιών, που επεκτάθηκαν στο Ναυτικό και στην Αεροπορία. Οι ευθύνες παραμένουν ακέραιες, ενώ δεν μένει ακέριο το κύρος, απαραίτητο για μια διοίκηση που είναι τόσο απομονωμένη και η ενιαία δράση των τοπικών δυνάμεων, γίνεται αδύνατη.

Ο πόλεμος διεξάγεται στο Αιγαίο και εναντίον της Ελλάδος, όχι σύμφωνα με τις απόψεις μου που από καιρό εξέθεσα με σαφήνεια. Μια στάση παθητικής άμυνας, που επιβλήθηκε σε εκείνον που δεν ξέρει και δεν αντιλαμβάνεται παρά την επίθεση, ακόμα και στην άμυνα. Ένας κατακερματισμός της δράσεως της διοικήσεως, που δημιουργείται από διαταγές, πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες, από τους διάφορους κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, καθιστά ασυμβίβαστη και ανώφελη την παραμονή μου στη Διοίκηση αυτή . Αυτά θεωρώ καθήκον μου να σου πω, με απόλυτη ειλικρίνεια.
Λυπούμαι που βρίσκομαι μακριά και δεν μπορώ να σου παραστήσω προσωπικά την κατάσταση, που έχει γίνει για μένα εντελώς αφόρητη. Σε παρακαλώ να με ανακαλέσεις , και με την ιδιότητά μου του πολιτικού διοικητή. Είμαι στην πλήρη και απεριόριστη διάθεσή σου, για οποιανδήποτε άλλη στρατιωτική και πολιτική υπηρεσία της πατρίδας.»
Εν τω μεταξύ, ο Γραμματέας του Κόμματος με είχε καλέσει τηλεγραφικώς στη Ρώμη για κάποια τελετή και θεώρησα ότι μια μετάβασή μου στην πρωτεύουσα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από εκείνη την αιφνίδια συγκέντρωση. Ειδοποίησα γι’ αυτό τον Τσιάνο που μου απήντησε με τηλεγράφημα: « Υπέβαλα στον Ντούτσε το αίτημά σου να έλθεις στη Ρώμη στις 18 και μέσω εμού εκφράζει την επιθυμία να μη μετακινηθείς από τη θέση σου, περιμένοντας τις αποφάσεις .»
Υπέθεσα από την απάντηση ότι ο Μουσολίνι δεν είχε ακόμα πάρει το γράμμα μου. Πράγματι, μόλις το πήρε, μου έστειλε ένα τηλεγράφημα, που η απρέπεια με πλήγωσε θανάσιμα.
Μου έγραφε: « Είσαι πάντοτε αποφασισμένος να.εάν καταβληθεί κάθε προσπάθεια για τον ανεφοδιασμό σου; Απάντησε ».
Εκείνα τα αποσιωπητικά ήταν μια προσβολή που δεν μπορούσα να ανεχθώ. Έκαμνε λόγο για «δραπέτευση» γιατί αυτή ήταν η έννοια που θα έπρεπε να αποδοθεί στο τηλεγράφημα, ενώ εγώ απευθυνόμουν σε «ώτα μη ακουόντων» όταν ζητούσα να είμαι σε θέση να δράσω και όχι να φυτοζωώ.
Απάντησα αμέσως: « Είμαι πάντοτε αποφασισμένος να δώσω στην Ιταλία την τελευταία σταγόνα του αίματός μου, όπως τώρα αποδεικνύω, όπως πολλές φορές απέδειξα, και όπως θα αποδείξω, έως τότε που ο Θεός θα με έχει στη ζωή.
Οι λόγοι που εξηγούν την πεποίθησή μου ότι δεν είμαι πλέον χρήσιμος, στην κατάσταση που έχει για μένα δημιουργηθεί, περιέχονται με τρόπο σαφή στο γράμμα που σου έστειλα στις 14 τρέχοντος. Στο γράμμα εκείνο αναφέρεται και η κατάσταση του ανεφοδιασμού, όχι τόσο στην ουσία του, όσο στην απόδειξη μιας συμπεριφοράς, που για μένα έγινε αφόρητη. Αποκλείω οι υφιστάμενοί σου να έχουν κάμει ως τώρα οποιαδήποτε προσπάθεια για τον ανεφοδιασμό μου, αντίθετα, μερικοί από αυτούς, έχουν σ’ αυτήν την υπόθεση τη συνείδηση ακάθαρτη.
Θα ήμουνα ευτυχής αν βρεθώ στη θέση να παραδεχθώ ότι έκανα λάθος για το μέλλον, αλλά το παρελθόν με διδάσκει να μην έχω εμπιστοσύνη. Αυτή είναι η απάντηση που μου ζητάς, και που προτιμούσα να σου τη δώσω προφορικά, περισσότερο εμπεριστατωμένη.
Τώρα είμαι όπως πάντοτε στις διαταγές σου, αλλά δεν μπορώ να είμαι το ίδιο σε εκείνη την εκατοντάδα προσώπων, που με διατάσσουν κάθε μέρα και με τον πιο συγκεχυμένο τρόπο ».
Στις 26 του Νοέμβρη ήλθε επί τέλους η ανάκληση. Μου την ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ο Γκαλεάτσο Τσιάνο εξ ονόματος του Μουσολίνι. Το τηλεγράφημα όμως δεν έκαμνε λόγο για αντικατάσταση ανέφερε μόνο « για συνομιλίες »
Στις 28 έγινα δεκτός στο Παλάτσο Βενέτσια. Το πρόσωπο του Ντούτσε ήταν πελιδνό και ρυτιδωμένο, δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Μόνο τα μάτια του είχαν διατηρήσει την ζωντάνια τους, μα κι αυτά ήταν χωμένα στις σκοτεινές τους κόγχες και έσβηναν τη λάμψη τους.
Ο πόλεμος είχε μεταφερθεί στην Αλβανία κι η καταστροφή έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις.
Στην αρχή περιοριστήκαμε να αλληλοκοιταζόμαστε. Δεν ήταν δυο άνθρωποι αντιμέτωποι, αλλά δυο μάτια που κοίταζαν δυο μάτια. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος ήταν εκεί κατηγορούμενος και ποιος κατήγορος.
«Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» μου είπε ξερά.
«Το ξέρεις, κι αν θέλεις να στο επαναλάβω, με τον Μπαντόλιο δεν τα πάμε καλά και μου φαίνεται ότι τώρα πια δεν χρειάζεται άλλες διευκρινίσεις.»
Αντί να αντιδράσει έντονα, όπως ήταν συνηθισμένος, απάντησε σε τόνο ήπιο, σαν να συμφωνούσε μαζί μου.
«Σε καταλαβαίνω. Το Γενικό Επιτελείο διέρχεται κρίση. Ο Μπαντόλιο παραιτήθηκε, αφήνοντας πίσω του την καταστροφή. Από όπου πέρασε αυτός ο άνθρωπος, σκόρπισε την απογοήτευση και κάτω από τα πόδια του φύτρωσαν τα ζιζάνια του κουτσομπολιού, της μοχθηρίας, της διπροσωπίας, της ραδιουργίας.Στην Ελλάδα καταστρεφόμαστε και εκείνος εξαφανίστηκε.Και ξέρεις που πήγε; Μήπως μεταξύ των στρατιωτών; Επήγε για κυνήγι φασιανών στην έπαυλη του φίλου του Νέκκι.»
-Ε! λοιπόν, ξέρεις τι θέλω να σου πω;.. Του είπα.
-Λέγε.
-Θέλω να σου πω ότι τον πόλεμο τον έχεις χάσει. Ότι νικηθήκαμε από τους Έλληνες, αυτό είναι το τέλος μας. Εάν τυχόν ήθελαν κερδίσει τον πόλεμο οι Γερμανοί, θα τον έχει κερδίσει ο Χίτλερ, όχι βέβαια συ, και θα το αντιληφθείς.
Ακολούθησε μια πένθιμη σιγή.
Ο Μουσολίνι μου έριξε μια ματιά κεραυνοβόλα.
-Αν φύγεις από το Αιγαίο -είπε- τι θέλεις να κάμεις;
-Φυσικά να πολεμήσω.
-Πού;
-Δεν είμαι εγώ που θα σου πω που. Δεν διάλεξα ποτέ ούτε τον τόπο που θα πολεμήσω, ούτε κάτω από ποιους αρχηγούς.
Η συνομιλία κατέληξε σε ένα μηδενικό. Ο Μουσολίνι δεν δέχθηκε την παραίτησή μου, αλλά και δεν με διέταξε να επιστρέψω στη Ρόδο. Αποχωριστήκαμε, όπως είχαμε συναντηθεί. Ο Μουσολίνι καταβεβλημένος, κουρασμένος και αναποφάσιστος, εγώ αμετακίνητος στην απόφασή