Μπιλότα, το καθημερινό πρωτάθλημα στις Μενετές Καρπάθου.

24grammata.com/φωτογραφία

γράφει και φωτογραφίζει  ο Μανώλης Δημελλάς

Δεν πιάνει το μυαλό πόσες μνήμες, πόσες εικόνες, γράφονται πάνω στις φάτσες του βαλέ της ντάμας και του ρήγα.
Το άδειο καφενείο, η βαριεστημένη κόρη που κάνει τον καφέ,
ο ανοιχτός δέκτης, μια τηλεόραση που παλεύει με τα παράσιτα
και να χάνει σε όλα τα σημεία.
Με τις κορώνες του παπα-Γιώργη,  ξυπνά όλο το χωρίο, η Μενετές, την Κυριακή δεν έχουν ύπνο. Ξεσηκώνονται από την καμπάνα που χτυπά, τα μεγάφωνα που ακούγεται η λειτουργία και τον μπονέντη να τραβά από τα μαλλιά τα σύννεφα.
Οι μήνες του θέρους φορτώνονται με κόσμο, μεταμορφώνουν το νησί σε  ένα πολύχρωμο και πολύβουο μελίσσι.
Άνθρωποι, σαν  μικρά ζωάκια που επιστρέφουν στα πατρογονικά τους, αναζητώντας ένα παρελθόν στο πρόσωπο του παιδικού φίλου, του γείτονα, μα και της άβαφης πέτρας του σπιτιού που θεμέλιωσε ο προπάππους.
Άνθρωποι με διαφορετικές διαδρομές, άλλες προτεραιότητες, ξεχωριστά κίνητρα ζωής που χορεύουν στο ίδιο τέμπο, πιασμένοι σταυρωτά, αγκαλιάζονται ακόμη και με ασήμαντες αφορμές.
Μετά την τρίτη καμπανιά το καφενείο της πλατείας γεμίζει.
Μόνο άντρες, οι γυναίκες στήνουν τον δικό τους κύκλο στο υπόστεγο της εκκλησίας, εκτός κι αν έχει μνημόσυνα που ο καφές παίζει με θύμησες, άσβηστες μνήμες.
Ο καφενές ζει στο μυαλό των πιο μεγάλων αντρών σαν άβατο,
η ισότητα σταμάτα στο κατώφλι του.
Τα κεράσματα ξεκινούν στο καλωσόρισμα των καινούριων, το βαπόρι την προηγούμενη μέρα έφερε φρέσκο αίμα, άνοιξαν καινούρια σπίτια και βγήκαν από την ναφθαλίνη και την κάμφορα τα σεντόνια,
η φορεσιά του σοφά.
Δεν μπορείς να κρύφτεις, να πεις ψέμματα στο καφενείο.
Στην αρχή αδιάφορες κουβέντες για τον μίζερο χειμώνα κάνουν τον πάγο της απόστασης να σπάσει, μετά γυρνάνε στις φαμίλιες, στους ανθρώπους τους, στα παιδιά που γίναν άντρες και γυναίκες, σε όλα εκείνα που κάνουν να φαίνεται ο χρόνος στα πρόσωπα και δίνουν θάρρος, ίσως ψεύτικο, στους μεγαλύτερους πως τίποτε δεν έσβησε.
Στο τέλος γράφεται η αρχή, ο λόγος που κάνει πολλούς να περιμένουν νευρικά, κάνοντας να τρίζουν οι ξύλινες καρέκλες.
Μόλις μαζευτούν ψάχνουν μπαρί, το ταίρι τους, για στρωθούν σε τετράδα, παίζοντας το παιγνίδι που έγινε με τα χρόνια θρύλος, ξεκινούν την Μπιλότα. Το ξαδερφάκι του μπρίτζ.
Στον άσχετο δείχνει τζόγος, παιγνίδι με χαρτιά που μπορεί και να το αφορήσει, μα στο μυημένο είναι μια ιεροτελεστία συνεύρεσης, ένα κίνητρο να ξαναγίνει παιδί.
Τα πρόσωπα φωτίζονται, με το ανακάτεμα της τράπουλας πέφτουν τα πρώτα στοιχήματα, που δεν είναι άλλο από το κέρασμα, ένα πιάτο μακαρούνες και μια μια μερίδα κατσίκα με αγγινάρες.
Πάνω στα φύλα της τράπουλας, στο μπακαλοτέφτερο που κρατάνε τους πόντους, είναι που γράφτηκαν ένα σωρό φιλίες, φανερώθηκαν χαρακτήρες, βγήκαν τα χούγια στον αφρό.
Οι πόντοι του κλεισίματος, οι 1010, φανερώνουν την αγωνία των παικτών, είναι τα αναμμένα τσιγάρα που σβήνουν πια πάνω στα φίλτρα τους, ενώ στο τέλος η συμμετοχή του κοινού, των απέξω, γίνεται πιο μεγάλη από την τετράδα που χτυπά τα φύλα στο τραπέζι.
Οι μέρες του καλοκαιριού πιο μεγάλες, γεμάτες, φίλοι και γνωστοί κάνουν τον χρόνο να τρέχει ακόμη πιο βιαστικά, μα μέσα στο νεύρο του κι αυτός αν είχε σάρκα, πρόσωπο, είναι που  θα έψαχνε μια παρέα, να το γυρίσει στην μπιλότα, να κερδίσει ή να χάσει, μικρή σημασία έχει το αποτέλεσμα, να μοιραστεί όμως την χαρά της κόντρας, την διαφωνία μιας άλλης πιθανότητας, την μπλόφα του αντίπαλου και τελικά πάνω στο μάζεμα των πόντων την πρόσκαιρη στεναχώρια του χαμένου ή την γλυκεία γεύση του νικητή πάνω στο καθημερινό στοίχημα, την κερδισμένη γκοφρέτα.