«ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟΝ ΚΑΗΜΟ»

Εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Κατά παράφραση της ποιητικής συλλογής του Ντίνου Χριστιανόπουλου,
«Ο Ανυπεράσπιστος Καημός»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Υφίσταται μια λεπτομέρεια στην ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου (Ν.Χ.), μια διακριτική επισήμανση, συνεχής, τέτοια που να επιβεβαιώνει κάθε φορά την πρόθεση, τη βαθύτερη στόχευση του ποιητή. Μιλούμε για λεπτομέρειες, καθώς το βάθος, η ποιότητα και η αντοχή στο χρόνο της στιχουργικής απόπειρας με τέτοιες ορίζεται, εξετάζεται, βεβαιώνεται και τελικά καταλογογραφείται στη συνείδηση, είτε αυτή ανήκει στον αναγνώστη ή τον αισθητικά, περισσότερο καλλιεργημένο μελετητή της ποίησης.
Ο Ν.Χ. λοιπόν, δεν μπορεί να μελετηθεί δίχως την προσήλωση στις λεπτομέρειες της δημιουργικής του έκφρασης. Αυτές αφορούν τη χρήση της καθομιλουμένης διαλέκτου, μιας γλώσσας ζωντανής και οικείας, στην ανάδειξη λέξεων ρηχών, πεζολογικών εκφράσεων, των οποίων η δυναμική λάμπει, εκπυρσοκροτεί εκκωφαντικά μες σε λιτά στιχουργήματα και πρόζες, ανέρχεται του αρχικού νοήματος. Βιωματικός,όπως άλλωστε και  η ποίησή του, η οποία δεν προϋποθέτει πολύπλοκους όρους, σύνθετα σχήματα ή μακρινές από τα «ανθρώπινα» γεωμετρίες. Καβαφικός στην καταγωγή του, με σαφή επίγνωση της μυθικής ετούτης προέλευσης, ο Ν. Χ. μοιάζει να διαφοροποιείται από τον σπουδαίο Αλεξανδρινό τεχνίτη. Διδάσκει το λαϊκό αίσθημα, φέρνει στο ποιητικό φως, τα πιο ταπεινά από τα πάθη των ανθρώπων, η μέθοδός του, η προσέγγισή του χριστιανική, βυζαντινή, μες στις ψηφίδες της ανιχνεύεται η συγκίνηση για ένα αρχαίο, «θείο δράμα» που μ ετατράπηκε πια σε αστικό. Το τοπίο της πόλης, της πολυσημαδεμένης Θεσσαλονίκης, αποτελεί το προσωπικό πεδίο των βολών του.
Ο Ν. Χ. δεν επιδιώκει όμως τη διδαχή, δεν την αντιλαμβάνεται με την οικουμενική της διάσταση. Ο υποννοητικός λόγος του αντλείται από μια ιδιαίτερη, ατομική εξομολόγηση. Αν τούτη συναντά κάποτε την οικουμενικότητα, τότε μόνο μπορεί να θεωρηθεί πως μεταβάλεται σε ένα αίσθημα ευρύτερο, καθολικότερο στις αναφορές του, μαζικότερο. Ο ποιητής με τις προσφυγικές μνήμες, διανύει μια εσωτερική διαδρομή, η έκφανσή της είναι κοινωνική, πολιτική ως συνέπεια, ερωτική, στο βαθμό όμως μόνο που ο έρωτας μπορεί να επηρεάσει την πορεία και τη σκέψη ενός ατόμου. Ο Ν. Χ. μοιάζει να συνομιλεί με τον εαυτό του, τα πολλαπλά υποκείμενά του τούτο πασχίζουν να κρύψουν επιμελώς. Οι μορφές τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκείνον, τον ίδιο. Μες στα ολιγόστιχα ποιήματά του ο δημιουργός θέτει τις αιτιάσεις, καταθέτει τους δισταγμούς του, μοιάζει να κρίνει με τρόπο, πάντα θαρραλέο την ίδια την πορεία του βίου του. Ουσιαστικός, διαμαρτυρόμενος, με μια έννοια πιο σαφή, μαχητική και συνεπή από εκείνη, την οποία προτείνουν τα θρησκεύματα και οι διακλαδώσεις τους. Ο Ν. Χ. υψώνει τη φωνή του σε μια ανεπανάληπτη, ποιητική διαπασσών, ευκρινή αισθητικά. Τάσσεται υπέρ ενός βαθύτερου ανθρωπισμού, ο οποίος έχει οριστικά απωλεσθεί, προσπαθεί με κόπο να φανταστεί τη στιγμή ετούτης της οριστικής απώλειας. Ο ανδρισμός, η λανθάνουσα σεξουάλικότητα συνιστά ένα πρόσχημα για τον «εκκλειπόντα» ανθρωπισμό του άστεως, εκείνου του υδροκέφαλου οικισμού, ο οποίος έτσι βάναυσα χωνεύει ανθρώπους, νεκρούς, ιδέες και αξίες. Ετούτες τις τελευταίες εννοεί, όταν με σεβασμό μιλά περί έρωτα, εντοπίζοντας την ουσία του σε ένα επίπεδο υπερβατικότερο εκείνου, το οποίο υποδηλώνει η σχετική πράξη. Χριστιανικός στο πλησίασμα, σε εκείνη την κίνηση που αποβλέπει πάντα ο έρωτας, είτε αφορά το κορμί, είτε το πνεύμα. Ειδωλολάτρης ταυτόχρονα, αθεράπευτος της ανθρώπινης ωραιότητας. Ο άνθρωπος επιδιώκει πάντοτε να βρει το Θεό, όμως με κανέναν τρόπο δεν μοιάζει ικανός, ιστορικά και πνευματικά να ξεπεράσει τον εαυτό του, τη λατρεία απέναντι στο ομοίωμά του. Δεν υπάρχει λοιπόν τρόπος να ερμηνευθεί διαφορετικά εκείνο το «καθ΄ομοίωση.» Σε τούτο τον όρο ο άνθρωπος βρίσκει παρηγοριά, γιατί μπορεί ελεύθερα να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να εννοηθεί έτσι η αδυναμία του, εκείνη η στιγμή της παράφορης προσοχής που παραχωρούμε στα σώματά μας, καθώς γράφει η Γιουρσενάρ. Η σφοδρή προσήλωση στον άνθρωπο, η ανάγκη να παρηγορηθεί, καθώς σέρνει ένα φορτίο ανυπόφορο μες στο αστικό του περιβάλλον. Ο Ν. Χ. γνωρίζει, φαίνεται εξοικειωμένος με το βάρος ετούτο. Το έχει βιώσει κοινωνικά, πολιτικά, προσωπικά, συνιστά με άλλα λόγια το σύγχρονο άνθρωπο της πόλης, ο οποίος θαρραλέα,  «όχι με των δειλών τα παρακάλια» αποφασίζει να τιμήσει τη λύπη, την οδυνηρή αυτή του ανεπάρκεια.
Η «χρυσή τομή» για τον ποιητή θα εντοπισθεί στη θεώρησή του για έναν νέο τύπο ανθρώπου, εκείνον ο οποίος με τη συνείδηση της διφυούς του ύπαρξης καλείται να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του Χριστιανού και του ανθρώπου, δυο ιδιοτήτων αντιφατικών και ασύνδετων τελικά. Λόγω τούτων των απαιτήσεων και των συνθηκών των πιο ιδιαίτερων ο Ν. Χ. προσκαλεί το συνάνθρωπό του στο τόλμημα, τον παροτρύνει να «παθαίνεται», να «δίνεται», να εξαντλείται στο μέγιστο, στον πιο τραγικό βαθμό, να προσφέρεται ως στίχος σε ποίημα, διαθέσιμος προς ερμηνεία και εκφορά. Δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε, λοιπόν πως ο Ν.  Χ. στέκει απέναντι στην επίφοβη, στην τρομερή τραγικότητα με θάρρος, στοχεύοντας στο ωραίο και το καλό. Τίποτε λιγότερο από τούτο για τον ποιητή, τίποτα «χαρούμενα ενδοτικό», όπως γράφει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στις σημειώσεις του για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
Πολλές φορές αναρωτιέται κανείς με τι κριτήριο επιλέγει κάποιος την ποίηση, προκειμένου να καταθέσει το δικό του είδος των κραυγών. Στην περίπτωση του Ν. Χ. η απάντηση βρίσκεται μες στο ίδιο του το έργο. Δεν πρόκειται για μια επίδειξη στείρου ακαδημαϊσμού, για μια αδιάφορη πτυχή της καθημερινότητας, μια ασχολία ασήμαντη και δευτερεύουσα. Ο ποιητής δείχνει να πιστεύει πάντοτε σε μια ζωή «εν στύσει», σε ένα μοντέλο ανθρώπου, ικανού να δίνεται ολόψυχα στον κόσμο, ως ελάχιστη συνεισφορά του σε αυτόν, πάντα στην έκταση και με τον τρόπο που ορίζει η μοίρα.
Η ποίηση είναι θάνατος, είναι απώλεια εαυτού, καθώς ο έρωτας, διαρκής απόσβεση μοιάζει η ποίηση, ανάλωση και κατάθεση ψυχής. Με τούτα τα συστατικά στοιχεία μοιάζει να πορεύεται και να γράφει ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο σπουδαίος Θεσσαλονικιός λαογράφος, μια και τούτη η εκδοχή του έργου του φαντάζει εξίσου σημαντική. Η ικανότητα ή το τάλαντο, όπως πολλοί το αποκαλούν επέβαλε ετούτο το δρόμο για τον Ν. Χ. Η προσήλωση σε έναν αιρετικό τρόπο ζωής δεν συνιστά σπουδαιότερο στοιχείο από το έργο του. Σε τούτο το μελλοντικό κληροδότημά του συνίσταται η πιο αληθινή αξία.