Οδοιπορικό στους φάρους της Ελλάδας 2: Ο Φάρος της Μονεμβασιάς και το φως του Ρίτσου

Καλειδοσκόπιο / φάροι (ένθετο του 24grammata.com)

Aρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

για τους φάρους της Άνδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας / Λέσβου κλικ εδώ

Βιογραφικά για τον Ρίτσο  και το ebook “η σονάτα του σεληνόφωτος” κλικ εδώ

Μπήκε ο Ιούνιος, επιτέλους. Μαγική μπουρού ακούγεται στα νυσταγμένα αυτιά μας και οι καπεταναίοι του μυαλού χαράζουν στους χάρτες την πορεία των άσπρων καραβιών τους . Για καλή μας τύχη ο Αποστόλης  Θηβαίος έχει, ήδη τη μυστική πορεία για να φτάσουμε στους Φάρους της Μεσογείου. Έχει τον καιρό στο πλάι και όλο το καλοκαίρι θα μας οδηγεί κύμα το κύμα στην Ιστορία των Φάρων της πατρίδας μας. Ας τον ακολουθήσουμε στο μαγικό του Καλειδοσκόπιο, για τούτη την εβδομάδα θα μας οδηγήσει στο  Φάρο της Μονεμβασιάς και θα μεταλαμπαδεύσει μια μικρή λάμψη από το  το Φως του Ρίτσου στις ψυχές μας

«ΕΝΑΣ ΦΑΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΣΤΙΧΟΥ»

Στα νοτιοανατολικά της λακωνικής πρωτεύουσας, βρίσκεται η καστροπολιτεία της Μονεμβασιάς. Σε απόσταση 95 χιλιομέτρων από τη Σπάρτη στέκει ακόμα, σε πείσμα των καιρών, η περίφημη, μεσαιωνική πόλη. Τα υφολογικά χαρακτηριστικά του τοπίου παραμένουν σταθερά, αναλλοίωτα. Χαμηλά, πέτρινα σπίτια, στο χρώμα της αργίλου, δαιδαλώδεις δρομίσκοι, εσωτερικές αυλές, λοξευμένες τοιχογραφίες θρόνων και κληματαριών απαντώνται στο εσωτερικό της πόλης. Χωρισμένη σε δύο τομείς, την «Επάνω» και την «Κάτω Πόλη» η Μονεμβασιά αποτέλεσε σημαντικό οχυρό για ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην παλαιότερη «Επάνω Πόλη» σώζεται μόνο, ερειπιώδης ο ιερός ναός της Αγίας Σοφίας. Η θέα από τούτη τη σκοπιά μοιάζει επιβλητική. Το «Γιβραλτάρ της Ανατολής», το «Περιώνυμον Άστυ» του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β΄ , το «πέτρινο καράβι» του Γιάννη Ρίτσου. Με τούτα τα λόγια χαρακτηρίζεται η επιβλητική καστροπολιτεία στο ιστορικό παρελθόν, συνδυάζοντας την τραχύτητα της λακωνικής γης με τη μεγαλοπρέπεια των βυζαντινών εποχών. Η Μονεμβασιά, της οποίας η ονομασία βασίζεται στη γεωμορφία της, δηλαδή στο γεγονός πως υφίσταται μία και αποκλειστική οδός πρόσβασης προς το εσωτερικό της, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα μέρη της χώρας, όπου η ιστορική μνήμη διατηρεί ζωντανή την υφή και την έντασή της.

Σε τούτη τη μεσαιωνική πόλη, λοιπόν συναντάμε έναν από τους φάρους της περιήγησής μας. Κατασκευασμένος ήδη από το 1896, πετρόχτιστος, δομημένος από το κυρίαρχο υλικό της περιοχής, ο αρχικός φάρος δεν έμελε να λειτουργήσει. Παραμένουν τα ερείπιά του, καρφωμένα στην άκρη των βράχων. Λίγα μέτρα πιο δίπλα βρίσκεται ο μεταλλικός, νεότερος φάρος, ο οποίος εγκαταστάθηκε από τις τοπικές αρχές, για τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας. Με ύψος γύρω στα επτά μέτρα και εστιακό βάθος τα 17 ο σύγχρονος φάρος σηματοδοτεί το βραχώδες επίνειο της Λακωνίας. Τα απομεινάρια της πρώτης εγκατάστασης δεν παύουν να υπενθυμίζουν με τρόπο διάφανο τη σημασία της Μονεμβασιάς για τις θαλάσσιες μεταφορές και μετακινήσεις. Σώζεται ακόμη στα ιστορικά αρχεία της πόλης της Μονεμβασιάς, το αρχικό, δίγλωσσο έγγραφο με το οποίο αναγγελόταν προς τους ναυτιλομένους, εκ μέρους του «Βασιλείου της Ελλάδος» η έναρξη της φωταψίας του φάρου της πόλης. Το έγγραφο φέρει ημερομηνία Δεκεμβρίου του έτους 1896.

«Η ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ»

Συχνά οι τόποι ταυτίζονται με τις ιστορικές μνήμες. Με σημαντικές, πολεμικές συρράξεις ή ακόμα με τραγικές στιγμές για τους τοπικούς πληθυσμούς. Ακόμα σπανιότερα θα απαντήσει κανείς τόπους, άμεσα συνδεδεμένους με πρόσωπα και οικογένειες, των οποίων η δράση ή η προσφορά στάθηκε τέτοια ώστε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για τον τόπο και την ιστορική μνήμη. Ένας τέτοιος τόπος, λοιπόν είναι και η Μονεμβασιά, η περίφημη «Μονοβασιά» του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Σε τούτο το μέρος γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο Ρίτσος, σε τούτο τον τόπο περιγράφει ο ίδιος τα πιο αγαπημένα βιώματά του. Στην Μονεμβασιά θα ζήσει τα πρώτα, παιδικά του χρόνια ο ποιητής προτού η ζωή αποκαλύψει με το δικό της, μοναδικό και αναπάντεχο τρόπο την τροπή της μοίρας, αυτήν που επιφύλασσε για το νεαρό Ρίτσο. Στο ίδιο, αυτό μέρος δε, ο Γιάννης Ρίτσος θα ταφεί, το Νοέμβρη του 1990, ύστερα από το τέλος του στην πόλη όπου έζησε και δημιούργησε ένα μεγάλο μέρος του έργου του, την Αθήνα. Περήφανος και όμορφος, καθώς οι ποιητές, οι τρελοί και τα παιδιά που άδικα χάθηκαν ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του μεταξύ ουρανού και θάλασσας, ακριβώς όπως μεταιχμιακά συγκρατούσε τον εαυτό του, για να μην διαφύγει ολοκληρωτικά προς το όνειρο. Ετούτη η αίσθηση δίνεται καθώς κοιτά κανείς τη μεταλλική προτομή του, στη μαρμάνινη στήλη του μνήματός του, στην αγαπημένη Μονεμβασιά των παιδικών του οραμάτων.

Το «πλησίασμα» στο έργο του Γιάννη Ρίτσου συνιστά πια μια κατορθωμένη υπόθεση. Πλήθος αναφορών, ακαδημαϊκών μελετών και διατριβών έχουν θαρρώ φωτίσει με επάρκεια το έργο του ποιητή. Λογοτεχνικά περιοδικά, λευκώματα, αφιερώματα σε εφημερίδες, μεμονωμένα συγγράμματα από λάτρεις του έργου του, ποιητικές ακόμα συλλογές ανθρώπων που επηρεάστηκαν από το λόγο του αποτελούν συνηθισμένο φαινόμενο και δεν έχουν επιφέρει καμιά φθορά στο πανανθρώπινο, ονειρικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές, μελέτες, δοκίμια, συνθέσεις, ανέκδοτο και αδημοσίευτο υλικό. Μια πρόχειρη εκτίμηση της εργογραφίας του Μονεμβασιώτη ποιητή αποδεικνύει πως στην εξαίρετη περίπτωσή του όγκος και ποιότητα διετέλεσαν σε μια θαυμαστή ισορροπία.

Ο Γιάννης Ρίτσος χαρακτηρίζεται από δύο ιδιότητες. Αγωνιστής και ποιητής. Η πρώτη να τρέφει και να τρέφεται από τη δεύτερη. Μια διαρκής ανταλλαγή πάθους και ονείρου στάθηκε η δοκιμαζόμενη ζωή του Ρίτσου. Εξόριστος, διωγμένος, άλλοτε σε «κατ΄οίκον περιορισμό» από τις αρχές και άλλοτε πάλι στάχτη, όπως η μάνα του «Επιταφίου» στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, καθώς οι σελίδες της σύνθεσής του στο ξέφωτο των στύλων του Ολυμπίου Διός, στην αθηναϊκή πρωτεύουσα. Η στενή του σχέση με την επίσημη αριστερά της εποχής χαρακτήρισε τον ίδιο. Στο έργο του ανιχνεύονται οι αισθητικές αναζητήσεις του σοσιαλισμού, εκείνου του ουμανιστικού ρεύματος που τελικά τόσο άδοξα στις μέρες μας διαψεύδεται. Μα εκείνο που χαρακτηρίζει το λόγο του Ρίτσου, δεν είναι τόσο η κομματική και ιδεολογική καταγωγή του, όσο η βαθιά πίστη στον άνθρωπο και εκείνα τα ιδανικά που πάψαν εδώ και χρόνια να θεωρούνται αυτονόητα. Η ποίησή του, αν μη τι άλλο συνιστά μια επισήμανση, ένα μέτρο σύγκρισης και μέτρησης ας πούμε, του αδιεξόδου, των λάθος δρόμων, τους οποίους επέλεξε, δίχως συνείδηση ο τραγικός, σύγχρονος άνθρωπος. Οι εποχές του Ρίτσου ποιητικά μπορούν μόνο να συγκριθούν με τις πιο ερωτικές πρωτομαγιές της μνήμης μας. Άλλωστε, και εκείνος ήταν πάντα «παιδί εαρινό», με τέτοια στόχευση, με ανάλογη θεώρηση, με ορίζοντα τέτοιο. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909, την αυγή κάποιας υπέροχης πρωτομαγιάς. Άλλο δρόμο η καρδιά του δεν θα μπορούσε λοιπόν να είχε λάβει.

Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Πέρα από τα πλούσια, παιδικά του χρόνια η πρώιμη νεότητά του, μα και οι επόμενες φάσεις της ζωής του χαρακτηρίστηκαν από τραγικά περιστατικά, εξορίες και κοινωνικές απομονώσεις. Μονάχα κατά τα τέλη της ζωής του η ελληνική κοινωνία θα διακρίνει και θα τιμήσει το έργο του, αποδίδοντάς του τη θέση που δικαιωματικά κατέκτησε με το ογκωδέστατο και ποιοτικό του έργο.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Ήταν το τέταρτο παιδί της Ελευθερίας Βουζουναρά και του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου, με καταγωγή από τη Μονεμβασιά. Η νεότητά του θα στιγματιστεί από το χαμό της μητέρας και του μεγαλύτερου αδελφού του Μίμη από φυματίωση το 1921. Ο θάνατος θα βρει τη μητέρα του σε σανατόριο του Πηλίου, ενώ ο ναυτικός δόκιμος, Δημήτριος Ρίτσος, πρωτότοκος γιος της οικογένειας θα καταλήξει παρά την πολύμηνη θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε στο Νταβός της Ελβετίας. Το γεγονός αυτό θα κλονίσει ανεπανόρθωτα τη ζωή του ποιητή. Μοναδικό του στήριγμα η αδελφή του Λούλα, με την οποίας τη συμπαράσταση θα αντέξει τα βάσανα και την οικονομική ανέχεια των επόμενων χρόνων. Η καταστροφή του πατέρα του και η απώλεια της περιουσίας, αποτέλεσμα της τραγικής ροπής του προς τη χαρτοπαιξία, η νοσηλεία και τελικά ο θάνατός του θα προσδώσουν χαρακτήρα αγώνα επιβίωσης στην καθημερινότητα των δύο παιδιών. Άλλοτε διαμένοντες σε συγγενικά σπίτια και άλλοτε πάλι επιστρατεύοντας ως κατάλυμα κάποιον παλαιό φάρο, η Λούλα και ο Γιάννης θα γνωρίσουν από νεαρή ηλικία το πιο σκληρό και αφιλόξενο πρόσωπο της ζωής.

Το 1929 προσβάλλεται από φυματίωση και ο ίδιος. Θα ακολουθήσουν διαρκείς προσπάθειες αποθεραπείες του ποιητή σε διάφορα σανατόρια, καθώς και την ιδιαίτερη πατρίδα του την Μονεμβασιά. Κατά το διάστημα πριν τη γερμανική κατοχή ο ίδιος εργάζεται στη λυρική σκηνή, συμμετέχει στο χορό των «Περσών», ενώ την ίδια εποχή προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα, στις ιδέες του οποίου θα παραμείνει πιστός ως το τέλος του βίου του. Παρών σε κάθε σημαντικό, ιστορικό γεγονός του αιώνα, ο Γιάννης Ρίτσος θα συνθέσει το έργο του ανάμεσα στους τόπους της εξορίας, τις πιο «πικρές πατρίδες» του. Δίχως παύση θα προβεί στη σύνθεση μοναδικών, ποιητικών έργων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις μελοποιούνται και μετατρέπονται σε τραγούδια-σύμβολα μιας πολυπόθητης ελευθερίας. Η γέννηση του παιδιού του, αποτελεί μοναδικό,φωτεινό σημείο στον πολυτάραχο βίο του. Άη-Στράτης, Λέρος, Γυάρος είναι μερικοί μόνο από τους σταθμούς των διωγμών του. Η αποκατάσταση της θέσης του Ρίτσου και η ανάδειξή του ως ένας από τους «ποιητικούς κανόνες» ετούτου του τόπου θα έλθει κατά τα τελευταία έτη του βίου του. Η κοινωνική, αγωνιστική στάση του, σε συνδυασμό με το ποιητικό του έργο έχουν καταστήσει σαφές πως πρόκειται για μια μεγάλη μορφή των ευρωπαϊκών γραμμάτων.

Το τέλος θα τον βρει το 1990 στην Αθήνα, όπου και ζούσε. Η ειρωνεία της απώλειάς του, η τραγική σύμπτωση, η συγκυρία, η οποία έδωσε στο χαμό του ένα μέγεθος προσωπικό και υπερφυσικό, δεν είναι άλλη από το γεγονός πως ο Γιάννης Ρίτσος θα καταλήξει στις 11 Νοεμβρίου, την ίδια εκείνη ημερομηνία, κατά την οποία η μητέρα του άφηνε την τελευταία πνοή της, δίχως να μπορεί να φανταστεί ποτέ πως εκείνη η συγκατάβαση στην ποιητική κλίση του γιου της θα στεκόταν η αφορμή για να δαυλιστεί μες στον ψυχισμό του νεαρού, τότε Ρϊτσου όλη η ένταση και η ζεστασιά μιας παγκόσμιας ανθρωπιάς. Διότι τούτο στάθηκε πάντα το αίτημα της τέχνης για τον Γιάννη Ρίτσο.

«ΣΦΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΜΕ ΕΝΑ ΧΑΜΟΓΕΛΟ»

Η σύντομη παράθεση των βιογραφικών στοιχείων του ποιητή συνιστά μια αφορμή. Διότι πάνω σε τούτα, την ίδια τη ζωή του είναι δομημένος ο κύκλος των εννέα πεζογραφημάτων με τίτλο «Εικονοστάσι Ανωνύμων Αγίων.» Μέσα σε αυτά, ο ποιητής εξομολογείται, κρίνεται, παρατηρεί και τελικά αποκαλύπτει, όχι μόνο την αισθητική οπτική και τις ιδιαίτερες κλίσεις του, μα και τις πιο θεμελιώδεις, ιδεολογικές βάσεις του, εκείνες δηλαδή που έθρεψαν το περίφημο έργο του. Ο έρωτας, η μοναξιά, η ζεστασιά της ανθρώπινης παρουσίας, η πάλη με τις προσωπικές χίμαιρες, το παρελθόν και τα πρόσωπα που το συνέθεσαν στάθηκαν υλικό για την ποιητική του Ρίτσου. Ακριβώς λοιπόν, τούτα τα στοιχεία τιμά ο ποιητής με τα πεζογραφήματα του κύκλου, υιοθετώντας ένα μοντέλο γραφής, το οποίο είτε κινείται προς την πρόζα, είτε πάλι στέκει πεζογραφικό, δεν παύει να είναι τόσο έντονα συναισθηματικά φορτισμένο ώστε δίκαια χαρακτηρίζεται ως προσωπικό. Η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, η δευτεροπρόσωπη αφήγηση, η ενσάρκωση διαφόρων ρόλων και προσώπων, τα οποία χαρακτήρισαν το βίο του συνιστούν τεχνικές λεπτομέρειες ενός έργου, μες στο οποίο όλα τούτα δίνονται φυσικά και απλόχερα, σαν να μην μπορεί η γραφή να τελεστεί διαφορετικά. Ο Ρίτσος, είπαμε και πρωτύτερα διατηρεί τον ορίζοντά του σταθερό προς το όνειρο. Μα αυτό πραγματοποιείται φυσικά, με μια αισθηματική και αισθητική ειλικρίνεια, ώστε να μπορούμε με ασφάλεια και ευτυχία να πούμε πως ετούτα τα στοιχεία αποτελούν προϊόν ενός φυσικού και πηγαίου ταλέντου, ενός ψυχισμού ικανού να καθιστά το ατομικό συλλογικό, το προσωπικό οικουμενικό, δυιλίζοντας τα στοιχεία του, παράγοντας ένα απόσταγμα λόγου, το οποίο φέρει μία σχεδόν θρησκευτικότητα. Εκείνη της πίστης προς τον άνθρωπο και τις αδυναμίες του. Ο Ρίτσος δεν γράφει για τον εαυτό του, παρότι ερμηνεύει αυτόν κατ΄ουσία. Ο ποιητής οραματίζεται για λογαριασμό όλων, υιοθετώντας δίχως δισταγμό ή φόβο το ρόλο του έρμαιου ανθρώπου μες στη δίνη της ιστορίας και των πληγών της.

Το πιο αυτοβιογραφικό ίσως, από τα εννέα διήγηματα του κύκλου είναι εκείνο που φέρει τον τίτλο «Σφραγισμένα με ένα χαμόγελο.» Η ονοματοδοσία του έργου δεν επιτρέπει αμφιβολίες. Ο ποιητής μες στην ανθρώπινη φύση του αναζητά και τελικά ανασύρει την πιο αθώα κατάφαση, απέναντι στις τραγωδίες και τις ευκαιρίες της ζωής. Με ένα χαμόγελο δέχεται το παρελθόν, υπομένει το θρήνο και την ελπίδα του παρόντος και δεν σταματά να θρέφει το όραμα για ένα μέλλον σύμφωνο με τη στοχοθέτηση της ποιητικής του δημιουργίας. Ο ποιητής θέλει τον άνθρωπο συμφιλιωμένο με το παρελθόν, με την ιστορία του, με τις μεγάλες ή μικρές διαψεύσεις της, εκείνες που τελικά χρησιμεύουν για να μετρηθεί το όριο και η αντοχή της αγωνίας, της πίστης, της ανθρωπιάς.

Ήδη από την έναρξη της ανάγνωσης ο Ρίτσος «ακουμπά» και πάλι στον άνθρωπο. Εκείνον προσμένει, τη μορφή του, τη σωματική του ακεραιότητα, μια και αυτή του είναι αρκετή, αφού μες στις σιωπές μετριούνται και διευρύνονται τα όριά μας. Ο ποιητής δεν τρέφει εμμονές, ο λόγος δεν συνιστά παρά μια απόπειρα «ανακαίνισης» της αρχετυπικής, επικοινωνιακής δυναμικής του. Τον καθιστά φυσικό το λόγο ο Ρίτσος, τον ταπεινώνει, τον θέτει σε μοίρα δεύτερη, τον θέτει, με άλλα λόγια στην υπηρεσία του ίδιου του φορέα της. Σωματικός ο λόγος και ανάλογη η πρόθεσή του. Αυτήν την αίσθηση αφήνει να διαχέεται μες στο έργο του ο συγγραφέας, δηλώνοντας με παρρησία τον προσωπικό φόβο της μοναξιάς, τον τρόμο και την απορία για εκείνο το «σχοινί στην καρέκλα», εκείνο το σύμβολο του θανάτου, της δέσμευσης σε επουσιώδεις, εγκόσμιες υποθέσεις. Ο Ρίτσος γράφει, μιλά για το θάνατο, παρά την υπέρμετρη αισιοδοξία του. Τέτοια θαρραλέα προοπτική, τέτοια επιδίωξη δεν είναι πράγμα μικρό, δεν συνιστά παρατήρηση δευτερευόντος χαρακτήρα. Στην ανθρώπινη φύση του ο Γιάννης Ρίτσος θα βρει τον τρόπο για να σπείρει το «σκόρπισμα» της σκέψης, για να παρατηρήσει μέσα από τα ιδανικά του τον τρόπο για να να εναντιώνεται κανείς εμπρός στη διάψευση του ονείρου, για να «χαροποιείται» η ζωή τελικά και οι σκοποί της. Μιλούμε εδώ, για όρια προσωπικά, για μια ελαστικότητα, για μια φιλοδοξία ανθρώπινη. Μιλούμε εδώ για έναν ανοδικό ψυχισμό, για ένα κατόρθωμα, που πληρώνεται με τίμημα προσωπικό, με θάρρος και απαίτηση όχι μικρότερη από τις πιο προσωπικές ουτοπίες.

«Πραγματεία στην επιθυμία.» Τούτος θα μπορούσε να είναι ο τίτλος των εισαγωγικών του Ρίτσου. Μες στις ίδιες τις ψηφίδες του κειμένου, μες στη διαλεκτική των ιδεών του, η αλήθεια πώς «ψηλώνει», πώς ανάγεται έτσι ειλικρινέστατα, στο ύψος των περιστάσεων που μετριούνται πάντα σε επιθυμία. Μοιρολατρικά, αξιωματικά, για να δοθεί στον εισαγωγικό όρο η διάσταση που αρμόζει, ο ποιητής ταυτίζει την προσωπική αλήθεια με την επιθυμία, διακρίνει τούτη την τελευταία ως κίνητρο επαρκές για κάθε ανάλογη επιδίωξη. Το φορτίο είναι απάνθρωπο, συμπεραίνει ο Ρίτσος. Στους πιθανούς, ετερόκλητους συσχετισμούς, ο ποιητής ορίζει την αλήθεια, για να φανεί τελικά μέσα από τούτη την ελλειπτικότητα ο βαθμός της δυσκολίας, η πλήρης αποδοχή εκείνου του αξιώματος πως η αλήθεια είναι μόνη» και πως οι «αληθινοί», οι μύστες της τρέμουν το ενδεχόμενο να μαρτυρήσουν και να μαρτυρηθούν. Η αλήθεια λοιπόν, δεν είναι παρά μία μορφή σύγχρονου και απαιτητικού ασκητισμού.

Ειλικρινής, εξομολογητικός ο Ρίτσος δεν λησμονεί να αναγνωρίσει τη δυσκολία του εγχειρήματος. Η βίωση της πραγματικότητας δεν αρκεί για τον ποιητή, αν δεν φιλτράρεται μέσα από το φάσμα του «προσωπικού», μέσα από την αναγνώριση της ίδια της αλήθεια, παρά τις παραμορφώσεις, τις αλλοιώσεις του χαρακτήρα της. Σε τούτη την τελετουργία, σε τούτη την άσκηση, στο μόχθο αυτόν τον οδυνηρό ο Ρίτσος εντοπίζει, όχι τη φαινομενική, επιβεβαιωμένη δυσκολία, μα έναν μυστικό εαυτό, αυτοερωτικό, ο οποίος αποπειράται να βιώσει σωματικά, «παθητικά» την ταύτιση αλήθειας και επιθυμίας. Εδώ, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε πιθανόν με μια αποκάλυψη για τον ποιητή και τον άνθρωπο Ρίτσο, μία οικουμενική παραδοχή, από εκείνες οι οποίες καθιστούν το έργο του ικανό να μετατοπίζει σύνορα και αντιθέσεις.

Η έννοια της επιθυμίας ορίζεται υποβλητικά. Μέσα από τη διαδικασία της μνήμης, μέσα από τη ρεαλιστική πίστη στη σωματική και πιο ειδικά, ερωτική μνήμη, την καμωμένη από τα συστατικά του άνδρα. Αίμα και σπέρμα, σε όλο τον τόπο, γονιμοποιά στοιχεία,ικανά μαζί με την κοινοποίηση της επιθυμίας, την αποδοχή της, το «πάλεμα» το αιώνιο με τη συνείδηση και τους μηχανισμούς της, να οδηγήσουν σε μια πραγμάτωσή της. Η αντίσταση στην επιθυμία είναι ένας στοχασμός, η κατάφαση απέναντί της, μια μυστική, υποχρεωτική απόλαυση, κοινωνούμενη, κοινή και ανομολόγητη, ισχυρή. Ο Ρίτσος είναι πάνω από όλα ένας άνθρωπος, σαν εκείνους για τους οποίους γράφει και παρά τη στοχαστική, αυτή διάσταση της ρεαλιστικοποίησης της επιθυμίας, επιλέγει τελικά την κατάταξή του μες στους ερωτικούς, τους αδιάκοπα ερωτευμένους ανθρώπους, τους ονειροβάμωνες ανθρώπους.

Ο χαρακτηρισμός του αφηγήματος του Ρίτσου ως ερωτικού δεν συνιστά μια ασυνέπεια ή μια ασυδοσία, αποτέλεσμα ενός υποκειμενισμού. Εκείνο που επιδιώκει ο συγγραφέας δεν είναι πάρα ένα κάλεσμα στην υπέροχη ωμότητα του έρωτα, στη σαρκική και αρκετή ίσως διάστασή του. Ο έρωτας ως πράξη, τούτο επιβεβαιώνουν οι περιγραφές του Ρίτσου, η ευθύτητα περί της κατάργησης των ορίων αυτό το στοιχείο αναδεικνύουν δίχως περιστροφές ή ευγενικές, λεκτικές συστολές. Ο Ρίτσος καλεί ολόκληρο τον κόσμο σε ένα «όργιο» δημιουργίας, απευθύνεται λοιπόν στον αισθητικό τομέα του έρωτα, επιεδή τούτος δεν αγγίζεται με αβρότητες και άλλα τέτοια. Ο ποιητής επιλέγει τη φυσική, ανθρώπινη τραχύτητα, τη γνώριμη, λαϊκή υφολογία του έρωτα, σκοπεύοντας να εγκαταλείψει τον αναγνώστη, τον μύστη του με ένα πλησίασμα προς την αγιότητα του έρωτα. Ρεαλιστικός, σαφής, με μία θρησκευτικότητα η οποία δεν κρίνει, δεν αμφισβητεί, στέκει ως δεδομένη, ως ένας ρεαλισμός, μια προσέγγιση ικανή να καταστήσει τον ίδιο τον Θεό ως ένα σύμβολο προσιτό των πιο ανθρώπινων διαπράξεων. Στη διατύπωση του Ίωνα, της πρωταγωνιστικής περσόνας του Ρίτσου, υφίσταται καθάριος ο εξομολογητικός λόγος του Ρίτσου. «Η γη είναι το κορμί μας», σημειώνει και μες στη σιωπή της εκείνη θα δεχθεί την πράξη της δημιουργίας, με τρόπο ενστικτώδη, θα επιλέξει τούτη την πράξη, την ίδια που πρόκειται τελικά να αναχθεί σε ερωτική, σε επίπεδο ανθρωπινότερο. Φαντασία και έρωτας, σώμα και όνειρο. Τούτα συνιστούν τα δομικά, ανθρώπινα υλικά. Σε τούτα πάνω χτίζεται, πολιορκείται και άλλοτε εκπληρώνεται η επιθυμία στην πλήρη διάστασή της.

Μες στο αναμνησιακό υλικό συντελείται η ανθρώπινη προσωπικότητα ως δημιούργημα αυθύπαρκτο και αυτοτελές. Η έννοια της επιθυμίας που στερείται από τις πιο αναπάντες αιτίες, άπειρα, μικρά γεγονότα του βίου διδάσκουν την αποφυγή, τελικά δεσμεύουν και φυλακίζουν το ίδιο το πνεύμα. Η επιθυμία διατηρείται άσβεστη, με όλη της την ένταση, με όλη την ισχύ μιας αυτοτιμωρίας, μιας ανεκπλήρωτης, συνειδησιακής έντασης. Δεν πρόκειται περί μιας αυτογνωσίας, μα για μια κοινή επισήμανση, τέτοια ώστε να δημιουργεί την ταύτιση ανάμεσα στις πιο ανοίκειες ζωές. Η επιθυμία, το όνειρο, η πλήρωση, οι συνέπειες, η διάψευση, βιούμενες, διαχρονικές καταστάσεις, οικείες προς τα πρόσωπα. Πάντα καταλυτικές, ικανές να επηρεάσουν τη ζωή και την εξέλιξή της.

Η εμπλοκή των ζωών, η ανάμιξή τους, η σύνθεση σαφής. Η έννοια των μικρών, αδιάφορων γεγονότων, η λεπτομερειακή μνήμη μιας παλιάς και ακόμα ζωντανής αμηχανίας, όχι συγγραφικής, όχι επίπλαστης, μα ανθρώπινης, αληθινής. Την τέχνη άλλωστε υπηρετού, δίχως επίγνωση τέτοια οι άνθρωποι και οι αδυναμίες τους. Η έννοια του αρχετυπικού, το «πρόσκαιρο» των πραγμάτων, η μυθική, φημολογούμενη απομάκρυνση από την πρώτη μας ύπαρξη. Ο χρόνος αποκτά μια δευτερεύουσα σημασία, δεν προσδιορίζεται καθώς η εμπειρία των γεγονότων είναι εκείνη, η οποία τον συνθέτει. Ίσως συμβολικότερος, διακριτικά συμβολικότερος από ποτέ ο Ρίτσος περνά από το λεπτό , το επακριβές προς το μεγάλο, το ταπεινό και συνάμα υψηλό, το καθολικό.Μέσα από την τεχνική της σαφούς διήγησης ή πάλι επιστρατεύοντας την τεχνική του κινηματογραφικού ταυτοχρονισμού με επιμέρους αναφορές σε ασύνδετα γεγονότα και περιγραφές, ο Ρίτσος μας προσφέρει τις κορυφές της συλλογιστικής του, αφήνεται στη μοίρα των επιδράσεων του παρελθόντος του. Ίσως έτσι θα μπορούσε να ερμηνευτεί η αναφορά του ποιητή σε βιογραφικά στοιχεία του πατέρα του, πράξη ενδεικτική της συνεισφοράς της μνήμης του. Λεπτά, συναισθηματικές αναφορές του Ίωνα για τη μορφή του διαταρραγμένου πατέρα, για τις πράξεις πριν από το τέλος για την αναπάντεχη γοητεία και τη μόνιμη λύπη για το χαμό του. Η αρχετυπική αναγωγή του Ίωνα, σε πρόσωπο μνημιακό επιβεβαιώνει με τον πιο φανερό τρόπο για την κατάφαση του Ρίτσου. Η ανθρώπινη αδυναμία δεν λογοκρίνεται από τον ποιητή, μονάχα διαπιστώνεται και τιμάται ως στοιχείο του ψυχισμού. Ο Γιάννης Ρίτσος αποτίει φόρο τιμής απέναντι στους ανύνυμους, τους ταπεινούς ανθρώπους, εκείνους, οι οποίες πρσδίδουν ένα στοιχείο αγιοσύνης στις πράξεις, τις στάσεις και τον αλληγορικό τους περιεχόμενο.Με την εκφορά του ο Ρίτσος πασχίζει να διαμορφώσει έναν ποιητικό λόγο, τρυφερό, ανθρώπινο, αντάξιο του «πλησιάσματος.» Στους τρελούς, τους παθιασμένους, στους βαθιά, λυπημένους ανθρώπους οδούς. Σε τούτες τις περιπτώσεις ο ποιητής εντοπίζει στην ανθρώπινη εξάντληση, τα διαθέσιμα όρια, την απαιτούμενη πείρα ώστς να προσφερθεί στο πρόσωπο ο «καθαγιασμός» με όρους πάντα γήινους, με σταθμά τέτοια.

Το έργο του Ρίτσου τείνει να συνιστά, καθώς μας το εμπιστεύεται ο ίδιος μες στα όρια του λόγου του, ένα εικονοστάσι ανώνυμων αγίων, μια γωνιά ενδόμυχων και για τούτο σκέψεων «ιερών», εξαιτίας της ανθρώπινης δυναμικής τους. Η ενότητα του κόσμου, η ταύτιση ανθρώπων και πραγμάτων πληρούται μες στη σιωπή και τη δημιουργία. Μες σε τούτα τα απρόσμενα και εκτενή όρια διαμορφώνεται ο κόσμος του Ρίτσου, η σύνθεση, που είναι μια σύνθεση ετερόκλητων πραγμάτων, ερειπίων και ονείρων, ανθρώπων εν ζωή και θανατωμένων μορφών, άψυχων αντικειμένων και ποιητών. Η μορφή του ζωγράφου της γέφυρας, με τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ίδιου του ποιητή ενσωματωμένα μες στις ιδιότητές του, λεπτολογεί μόνο για να υπερασπιστεί τελικά την αγιοσύνη, τη μεγαλοσύνη κάθε ανθρώπου. Σε κάθε έναν ο Ρίτσος αντικρίζει τον εαυτό του, υποκλίνεται σε τούτη την επιδεξιότητα την ανθρώπινη, σε αυτήν την κορυφαία λεπτομέρεια της φύσης των ιδιοτήτων. Δεν υπάρχει χώρος για το «προσωπικό», αφού εντός του δεν επιζούν τα πάντα. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, τα πρόσωπα που συνιστούν τελικά μια ολότητα και σε τούτη ο Ρίτσος θέλει και τελικά διακηρρύσει πως ανήκει. Ο Ρίτσος οραματίζεται την πλήρωση των πραγμάτων, την ενότητα του κόσμου, ως ένα τέμπλο, ορθόδοξου ναού. Στο σώμα του, στο υλικό του λοξευμένες οι μορφές όλων των ανθρώπων, γιατί με κάτι όλοι πάλεψαν και συνεχίζουν να το πράττουν και για τούτο και μόνο δικαιωματικά κατακτούν το ρόλο του «αγίου», του υπερβατικού, εκείνου που ξεπερνάει τη μνήμη, την καθιστά ζωντανή, παραδειγματική. Η στόχευση λοιπόν του ίδιου του Ρίτσου δεν είναι άλλη από την περιγραφή ενός καθολικού κόσμου, με κριτήρια ανθρώπινα, τέτοια ώστε να ξεπερνιέται η ολικότητα του θανάτου, η κατάλυση των αρχών και των ανθρώπων.

Στην ανάδειξη της ουσίας της πολιτικής ιδεολογίας του ίδιου του ποιητή οδηγεί το αφήγημα. Μες στα όριά του, ο ποιητής «φτιάχνει» τον κόσμο ξανά με υλικά του το χαμόγελο, τη δικαιοσύνη, την αδελφότητα, την πίστη στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό το χαμόγελο, ετούτη η σφραγίδα του ανθρώπου πάνω στον ίδιο τον κόσμο και τις διαστάσεις του είναι το ζήτημα για τον Ρίτσο. Πρόκειται για το χαμόγελο των ηττημένων, εκείνων που ανεγέρθησαν ξανά, ορίζοντας εκ νέου τη ζωή με την πείρα και τη σοφία της εξειδικευμένητος δημιουργίας. Οι προσωπικές αναφορές, δεν συνιστούν παρά το εσωτερικό υλικό, το «ελάχιστο» που μπορεί να τείνει προς το καθολικό και το συλλογικότερο. Η μορφή του πατέρα, η παιδική μνήμη, η απώλεια, η έννοια της δημιουργίας, το μεταίχμιο ανάμεσα στην ορμή της νεότητας και τη σοφία του τέλους, το αίσθημα του δικαίου, η ενσάρκωσή του στις μορφές, όλα τούτα μπορούν να δικαιολογήσουν την ιδιότητα του «μανιφέστου» για το έργο του Ρίτσου. Η ποίηση, λοιπόν δεν επιδιώκει για τον Ρίτσο παρά την κατάκτηση ενός τρυφερού χαμόγελου. Με τούτο να «δένει» τον κόσμο, να κυριαρχεί και να επικρατεί μπορούμε να πούμε λοιπόν πως το έργο του Γιάννη Ρίτσου συνιστά το όραμα προς τη μεγαλοπρέπεια μιας πανανθρώπινης αδελφοσύνης.

«Εξαγριωμένος σαν προφήτης» ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, «ελευθερώνει τις μικρές, κίτρινες, προσωπικές πεταλούδες» που κρατούμε όλοι κάτω από τα βλέφαρά μας, στις άκρες των χειλιών, βαθιά μες στα στόματα, σφιχτά στις χούφτες μας. Με ένα χαμόγελο, ο ποιητής μας υπόσχεται τον κόσμο, τον αθωώνει, τον ερμηνεύει.