Οδοιπορικό στους φάρους της Ελλάδας (7): «Η ΑΓΡΙΑ ΓΡΑΜΒΟΥΣΑ ΚΑΙ Ο ΦΑΡΟΣ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ»

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για το φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας κλικ εδώ

για το φάρο του Μεσολογγίου κλικ εδώ

για το φάρο της Πάτρας κλικ εδώ

για το φάρο των Αντικυθήρων (ναύαρχος Φιλοσοφ) κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

 

Στο ΒΔ άκρο της νήσου Κρήτης, υπάρχουν δυο μικρά νησιά. Πρόκειται για τη Γραμβούσα και την ‘Αγια Γραμβούσα, δύο απόκρημνες νησίδες, διάσημες ως παλαιά αγκυροβόλια των πειρατών. Οι απόκρημνες ακτές προσέφεραν καθώς φαίνεται την αναγκαία ασφάλεια στις θαλάσσιες συμμορίες, οι οποίες ήκμασαν λυμαίνοντας την περιοχή του Αρχιπελάγους. Στην Άγρια Γραμβούσα, όπως εκείνα τα πλοία, τα πειρατικά, στέκει έναν αιώνα και πλεόν ο ψηλός, πετρόχτιστός φάρος. Κατασκευασμένος το 1874, με εστιακό ύψος αρκετά υψηλό, περί τα ενενήντα έξι μέτρα, ο φάρος καλωσορίζει καθώς πάντα τα μεγάλα πλοία που εισέρχονται ήσυχα στον κόλπο του Κισσάμου.

 

ακολουθεί ένα μονόπρακτο του Απόστολου Θηβαίου για τον Κρητικής καταγωγής Τυραννοκτόνο Δημήτρη Τσαφέντα κλικ εδώ

 

«ΑΝΑΜΕΣΑ»
[Σύντομο μονόπρακτο, εις μνήμην Δημητρίου Τσαφέντα, γόνου οικογένειας Τσαφεντάκη εκ νήσου Κρήτης, σκιώδους πολίτη Νοτίου Αφρικής, λαμβάνοντος παιδεία ελληνική, φέροντος το επώδυνο στίγμα του μιγός.}

(Ένας άνδρας, προχωρημένης ηλικίας, βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές. Ακούγεται η φωνή του, ενώ το κοινό μπορεί να δει το πρόσωπό του πίσω από την πόρτα του κελιού, με τα χαρακτηριστικά, κάθετα, πυκνά κιγκλιδώματα. Έχει κάτασπρα μαλλιά, το πρόσωπό του φωτισμένο επαρκώς, σχεδόν μεγεθυμένο. Είναι καθιστός, οι κινήσεις του φανερώνουν την επιθυμία να ανασηκωθεί από τη θέση του, να μεταβάλει την κατάστασή του. Οι εκφράσεις του είναι αρκετές για να εννοηθεί η τρομερή ένταση, η διακριτική θλίψη, η αποφασιστικότητα απέναντι σε μια κατάσταση απάνθρωπη, καθώς συνιστά πάντοτε ο περιορισμός μιας μορφής, μιας ψυχής ανθρώπινης.Ο άνδρας μιλά.)

ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑΣ: (Μιλά χαμηλόφωνα, έχει το πρόσωπό του στραμμένο σε άλλη από το κοινό κατεύθυνση, καθώς συνηθίζουν εκείνοι που θυμούνται κάτι ή ονειρεύονται.) Ο πατέρας μου είχε καταγωγή κρητική. Πρόκειται για ανθρώπους περήφανους, που αγαπούν όμως πολύ. Και το λέω ετούτο, το τονίζω που λένε, γιατί είναι λίγοι, πολύ λίγοι εκείνοι γύρω μας που εμάθανε να αγαπούνε. Οι άνθρωποι, βλέπεις, συνήθως επιτηρούν τις πελώριες μοναξιές τους, χτίζουν ψηλές φωλιές, πάνω από τις πόλεις, στα σχέδια φροντίζουν να επισημάνουν την ανάγκη για την ύπαρξη των εξωστών. Εκεί στέκουν ολημερίς, μιλούν για τα όνειρά τους, δείχνουν με έπαρση την πόλη που βραδιάζει, δείχνουν πέρα το φαγωμένο βουνό, ακούγονται, αν προσέξεις ακούγονται οι σποραδικές εκρήξεις, σαν γέννες ξαφνικές ανθρώπων βασιλιάδων. Εγώ από τούτο το καταφύγιο δεν μπορώ, δεν μπορώ να δω εξώστες, πόλεις, χρώματα, εγώ δεν μπορώ! (τινάζεται, χτυπά τα χέρια του πάνω στα μπράτσα της καρέκλας του, κοιτά τώρα με ευθύτητα το κοινό) Εγώ δεν μπορώ να δω χρώματα, εγώ δεν έχω, εγώ δεν πιστεύω, ναι είναι καλύτερα να το θέσω έτσι, εγώ δεν πιστεύω σε χρώματα, γιατί είμαι μια περίπτωση που επιβίωσε, που προσπάθησε πάντα «ανάμεσα.» Μα μην με ρωτάς τίποτε περισσότερο. Εγώ θα σου πω, καθώς πάντα εκείνα που ονειρεύομαι. Για τούτο άλλωστε είσαι εδώ, για τούτο.(για λίγη ώρα σιωπή, ο άνδρας δεν μιλά, δείχνει να ανακαλεί τις μνήμες του ξανά.) Ο πατέρας μου είχε καταγωγή από τη νήσο Κρήτη. Εγώ δεν έζησα σε εκείνο το μέρος, εγώ είχα πατρίδα τούτο τον τόπο με τις απέραντες, μονότονες εκτάσεις, που τελειώνουν σε κάτι απροσδιόριστα βάθη. Θυμίζουν, να πώς να πω, θυμίζουν τους μεγάλους αυτοκινητόδρομους των Ηνωμένων Πολιτειών που ενώνουν τις κατευθύνσεις και μπορεί κανείς να δει μοτοσικλέτες, οστά νεκρών ζώων, κορίτσια, σαν μανεκέν που κάνουν ότο στοπ και έπειτα τις γυρεύουν, γιατί είναι σφαγμένες. Εκεί έτσι αγαπούν φαίνεται. Κάποτε γνώρισα ένα τέτοιο κορίτσι, έμαθα πως πέθανε από ασφυξία σε κάποιο μοτέλ και έκλαψα, όχι που πέθανε και τη στερήθηκα, μα γιατί κανείς δεν βρέθηκε για την τραγική διαδικασία της αναγνωρίσεως. (ο άνδρας γελά επίμονα) Είδες, σπάνια μιλώ για ένα μονάχα πράγμα! Μα δεν είναι που αφαιρούμαι ή που θέλω όλο να μιλώ για μένα και τις εποχές μου, μα είναι γιατί έχει καιρό να φανεί κάποιος εδώ σε τούτα τα βάθη. Λοιπόν, για τον πατέρα ετούτα μόνο θέλω να πω. Εκείνη που πεθύμησα πάντοτε είναι η μάνα μου που ήταν κοραλλένια, λένε, που είχε τονισμένες αρθρώσεις και την ήθελαν ερωτικά οι άνδρες, μα εκείνη πέθανε για μένα, σαν Χριστός, σαν Θεός, γιατί αγαπητέ, ότι σε διασώζει από τους βέβαιους πνιγμούς είναι Θεός και ότι διδάσκεσαι είναι ένας τρόπος να λατρεύεις τις δικές σου, τις προσωπικές θεότητες, εδώλια φανταστικά και άλλα τέτοια πράγματα, για τα οποία δεν θέλω απλά να μιλώ και μην με πιέζετε, τόσα χρόνια μου έδειχναν πεθαμένους στις αγχόνες, ε λοιπόν, εγώ δεν έμαθα να τρομάζω και πάντα φανταζόμουν πως εκείνα τα αιωρούμενα παιδιά ήταν βροχές που θα ξέσπαγαν ύστερα από λίγα χρόνια. (ανασηκώνεται από τη  θέση του, μοιάζει εκνευρισμένος) Πάψε, όταν μιλά εκείνο το σκουλήκι που έχω μέσα μου, εσύ θα παύεις, δεν θέλω να σε ακούω να μιλάς, γιατί είναι ιεροσυλία να αδιαφορείς για τη νεκρή μάνα μου, για όλων των παιδιών τους νεκρούς. Εγώ λοιπόν, έμαθα πως κάθε παιδί πρέπει να έχει τον τάφο του, όπως ένας νεκρός το λάδι του, το λάδι του.(μοιάζει να κλαίει, έπειτα ξεσπά σε γέλια, η συμπεριφορά  μοιάζει αντιφατική, αλλοπρόσαλλη)  Δεν μου είπαν τίποτε, εκείνη με έδιωξε, εγώ όταν έφευγα ψιθύριζα το όνομά μου και στίχους του Ερωτόκριτου γιατί είναι το ελληνικό, που πάντα με συγκινούσε και ο έρωτας δυο παιδιών και η μοναξιά μου με απέλπιζε και έτσι μιλούσα για ότι μπορούσε να νιώθεται. (ο άνδρας αγγίζει το πρόσωπό του αργά με τα δάχτυλά του.) Εμιγκρές, έτσι με φώναζαν για χρόνια ώσπου έφυγα και ακολούθησα τις άγνωστες διαδρομές προς τη Δύση και πήγα σε μέρη, με πλοία φορτηγά κάνοντας τα θελήματα και άλλα τέτοια με επάρκεια και ενδιαφέρον. Κάποιοι με αγάπησαν σαν Θεό γιατί έφερνα μαζί μου τη βροχή, την ψυχή και το θαυμασμό και άλλοι πάλι με μίσησαν και μου έδειξαν πώς είναι να μην ανήκεις πουθένα, να μην ανήκεις, να είσαι δεμένος, τρόφιμος αρχαίος με στα ιδρύματα των ψυχισμών, στα προάστια των πόλεων και ήταν τόσα τα δέντρα και τόσοι οι καημοί και η μοναξιά που πάντα εγκατέλειπα και έμαθα άλλωστε να επιζώ, δίχως να παλεύω τη δυσπιστία, την ειρωνεία όσων ήταν καλά. Ήταν αυτοί που με ρωτούσαν πάντα για τα πράγματα, για τα σχόλια, τις παραστάσεις των διεθνών τοπίων, τη σκηνογραφία του κόσμου. Μα εγώ δεν απαντούσα και έφευγα αφήνοντας νεκρούς αδελφούς στο κατόπι μου, αφήνοντας και δεν απαντούσα, όταν βεβαιωνόμουν πως υφίσταται ακόμα το μέτρο μιας σύγκρισης. (ο άνδρας γελά, έπειτα ξαφνικά σταματά) Σωπάστε, είναι η ώρα, τώρα πεθαίνουν οι αδελφοί μας στα σκοτεινά ουρητήρια,βιασμένοι με τα χέρια δεμένα πίσω από τις πλάτες, τώρα κάποιοι αποφασίζουν για το θάνατό μας, για το δικό σου, το δικό μου που θα έχει ένα νεκρό μεσημέρι και να ξέρεις πως είμαι σκιά και από το σώμα μου πάντα βγαίνει λίγο φως, πίκρα, μια εκκωφαντική μοναξιά, (ο άνδρας κομπιάζει, σαν να κλαίει, ύστερα κοιτά το κοινό με αποφασιστικότητα) Το έβλεπα στα μάτια τους που δεν με αναγνώριζαν και χαμήλωναν τα πρόσωπά τους, και δεν υπάρχει εδώ και αιώνες τίποτε, μήτε μια αναγνώριση, μόνο αρνήσεις και μαχαίρια και τραγικές παρανοήσεις, παραπτώματα. Έτσι έγινα και εγώ άνθρωπος αρπαχτικός, έγινα εγώ μια απειλή εκ των ένδον που λένε και κάρφωσα τα ίδια μου τα χέρια μες στο στήθος του και έπειτα δεν μίλησα ξανά, με τα χέρια μου φρόντισα για το τέλος της άθλιας δυναστείας, με τα χέρια μου, τα ίδια, αυτά, αιχμηρά χέρια ένα το περισσότερο κακό και τις νύχτες δεν κοιμάμαι, μόνο ακονίζω τα χέρια για το δικό μου τέλος. (τινάζεται από τη θέση του, το ύφος του είναι εξαιρετικά οργισμένο, με την έκφρασή του μπορεί να πει εκείνο που επιθυμεί, περισσότερο από λόγια.) Όταν τον κάρφωνα, είχα πλάι μου ήρωες, κρατούσαν τα χέρια μου, στέκονταν και περίμεναν να με αγκαλιάσουν, εμένα τον ενδιάμεσο τύπο της εποχής, εμένα που δεν σώθηκε το όνομα και το γένος. Οι ομορφότερες πράξεις συμβαίνουν με το μαχαίρι!
(Δείχνει να ηρεμεί, ακούγονται φωνές από βασανισμούς, ο άνδρας μιλά.) Εκείνο που θα ήθελα ήταν ένας τόπος με ησυχία, να μπορώ να αντέχω τον εαυτό μου, να μπορώ να θυμάμαι το κορίτσι στο ξύλινο σπίτι που με αγάπησε πολύ, που ήταν παιδί του Θεού, που είχε το προνόμιο να έχει ένα χρώμα και μια ταυτότητα, να μπορώ να θυμάμαι τη γριά, τον πατέρα, τα καράβια τα πιο ονειρικά, την ταραχή, το θαύμα και τη συμφορά του έρωτα, να μπορώ να συστήνομαι σε όλες τις γλώσσες, σε όλους τους τόνους. Για τούτο, το μόνο που θα ήθελα, είναι να είμαι ο ίδιος, μια λάμψη, μια ξαφνική αναλαμπή ενός φάρου, σαν εκείνον που αντέχει κύματα και σιωπές ανοιχτά της πατρίδας μου, της Κρήτης. Και όλοι να μιλούν για το σκιάχτρο που λάμπει μες στην αστραπή, μες στα φώτα των βράχων, όλοι να μιλούν για έναν άνθρωπο που επέλεξε και έζησε ανάμεσα στα χρώματα και τις επιβολές. Να είναι άγρια και ελεύθερη η ύπαρξή μου, όπως το άγριο νησί με τον πετρόχτιστο φάρο. Είναι ώρα να ησυχάσω. Να θυμάσαι το όνομά μου, τώρα που μιλήσαμε και σταθήκαμε εμπρός ο ένας στον άλλο. Με λένε Δημήτρη, Οδυσσέα, Αλέξανδρο, με λένε Δημήτρη και κρατώ από το μέρος στα πόδια της Άγριας Γραμβούσας. Θέλω να με θυμάσαι, για την πράξη μου την τολμηρή, για την αγάπη μου προς τους ανθρώπους, προς τους ανθρώπους που με μίσησαν. Το όνομά μου είναι Δημήτρης, κατάγομαι από ένα μέρος στο νοτιά της Άγριας Γραμβούσας και με φθονούν γιατί μπορώ και ζωγραφίζω εικόνες στον αέρα και ονειρεύομαι. Δικαιούμαι μόνο μια πέτρα και είμαι για τούτο ευτυχής. Ευτυχής! Και περιφρονώ επιδεικτικά τις διδασκαλίες των νομοθετών, των παιδαγωγών της νεολαίας περιφρονώ τα δόγματα, εγώ ο Δημήτριος  Τσαφέντας, το γένος Τσαφεντάκη, εκ Κρήτης, παρελθόντος πειρατικού, αδάμαστου. Πώς αγάπησα τον πατέρα, πώς! Πώς μίσησα των ανθρώπων τους κανόνες, πώς πεθύμησα την Αλεξάνδρεια, την αγάπη και τους στίχους του ελληνικούς πώς νοστάλγησα. Τώρα λοιπόν, και εγώ σωπαίνω.
(Το πρόσωπο του άνδρα φωτίζεται, έπειτα σκοτάδι στη σκηνή. Απομένει η εικόνα ενός κελιού να προβάλλεται στη σκηνή, ακούγονται ήχοι από βασανισμούς. Έπειτα από λίγο σκοτάδι στη σκηνή και τίποτε. )
ΤΕΛΟΣ