Οδοιπορικό στους φάρους (10):ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΨΑΘΟΥΡΑΣ (Αλόννησος)

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για το φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας κλικ εδώ

για το φάρο του Μεσολογγίου κλικ εδώ

για το φάρο της Πάτρας κλικ εδώ

για το φάρο των Αντικυθήρων (ναύαρχος Φιλοσοφ) κλικ εδώ

για το Φάρο της Ψυττάλειας κλικ εδώ

για το φάρο της Γραμβούσας (Κρήτη) κλικ εδώ

για το φάρο της Νισύρου κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΨΑΘΟΥΡΑΣ (Αλόννησος)

Είναι ένας φάρος χτισμένος στο βορρά του αρχιπελάγους. Τον σήκωσαν ύστερα από ένα ναυάγιο πλοίου δανέζικου το 1985. Τα είπαν αφιλόξενα εκείνα τα ψηλά νερά, έπρεπε να περνούν ελεύθερα τα μεγάλα εμπορικά. Είχε ένα φως εκτυφλωτικό που έφτανε σε πέρα βάθη και είναι οι παλιοί ψαράδες που λένε πως κανείς δεν πλησίαζε το φανάρι, μήτε το νησί. Το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο ο φάρος εγκαταλείφθηκε, κανείς δεν τον λειτουργούσε, οι δυο φαροφύλακες που προσέχαν το φανάρι μετατέθηκαν ίσως, ποτέ δεν πάτησαν πάλι στο νησί, με το μικρό σπίτι, κοντά στον πύργο. Είναι φτιαγμένος από πέτρα της Σκοπέλου που έφεραν εκεί με τις βάρκες οι νησιώτες και είδαν τότε τα αρχαία ερείπια και άλλες ενδείξεις πως η νήσος κατοικήθηκε κάποτε σε χρόνια πρωτόγονα. Η Ψαθούρα πλέει αιώνες τώρα στο βορρά του συμπλέγματος των Σποράδων.

«Ο ΠΕΡΑΤΑΡΗΣ»
Αφήγημα
Τον βρήκαν να κλαίει σε μια γωνιά στα βράχια. Ήταν ένα αυτοσχέδιο λιμάνι, μια μικρή προέκταση στο εσωτερικό της θάλασσας, μια γλώσσα ξηράς ας πούμε, μια πρόσχωση. Τον βρήκαν εκεί να είναι σιωπηλός και λυπημένος, όπως εκείνοι που έχουν βιώσει κάτι δύσκολο, μια εμπειρία τραχιά, απρόσμενη. Τον σήκωσαν, τον σκέπασαν με ρούχα στεγνά, του έδωσαν νερό, τον άφησαν να είναι σιωπηλός μια ολόκληρη νύχτα, κάθε τόσο ζύγωναν κοντά του, ακουμπούσαν τα χέρια τους στο σώμα του, να τον παρηγορήσουν, να μαιρέψουν εκείνο που τον έτρωγε. Κάποιοι σκέφτηκαν πως έτσι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντικρίσει τον εαυτό του είναι αδύνατον να είναι μια στοργή για εκείνον που πονά στη θέση του απόψε. Ήρθε ο διοικητής του λιμεναρχείου, ένας άνθρωπος αυστηρός που τον ανέκρινε αδιάφορα και έπειτα έφυγε βρίζοντας την ανθρώπινη ψυχή με βλαστήμιες. Έπειτα πέρασαν όλοι οι σπουδαίοι της πόλης, ο δάσκαλος που του είπε πολλά μα δεν πήρε απάντηση, ο ιεράρχης, ένας γλυκός άνθρωπος που σε πλησίαζε θερμά, κόπιαζε να καεί μαζί με σένα και έπειτα πιασμένοι από τα χέρια να συρθείτε ξανά στο φως.  Ο άνδρας απέμεινε εκεί, σκεπασμένος με μια στρατιωτική κουβέρτα, ανάμεσα στα παρατημένα εφόδια του παλιού φυλακίου. Είχε απομείνει έρημο με τις φωνές των πρωινών επάρσεων, με τη μυρωδιά του στρατώνα, το παρατηρητήριο, το πολυβολείο με τις κυβιστικές διόπτρες δουλεμένες στον τοίχο. Εκεί τον άφησαν, είχε ζεστασιά και δεν θα έμενε μες στη βροχή να αρρωστήσει και να πεθάνει ίσως από τις σκληρές συνθήκες. Τον χαιρέτησαν, του είπαν πως αν χρειαστεί κάτι να ανάψει το μεγάλο φανάρι, είχαν μεριμνήσει για το πετρέλαιο, για τα στουπιά, έφυγαν απρόθυμα με το καΐκι του πεθαμένου που δόθηκε δωρεά από τη χήρα στην κοινότητα, ζητώντας μόνο μια φρέσκια αναγραφή του ονόματος του εκλιπόντος πάνω στην καρίνα, τέλος πάντων μια ανακατασκευή του σκαριού για να μην σαπίσει στους αρμούς του. Εκείνος μόνο έγνεψε. Ερχόταν παιδί στην Ψαθούρα, έριχνε δίχτυα πίσω, κοντά στα αρχαία ευρήματα, έμενε εκεί νύχτες ολόκληρες, κοιμόταν κάνοντας αναρίθμητες ευχές τις νύχτες των ριπτόμενων αστέρων, σπάνιες νύχτες που ήθελαν σκοτάδι, νύχτες σαν καταφύγια, που ήθελαν να μακραίνεις από τα φώτα της πόλης, να μένεις μόνος, ψυχή και σώμα και εμπρός σου οι φόβοι, οι αντιφάσεις,τα άγνωρα χρόνια. Είχε να φανεί από τότε που ρημάχτηκε το σπίτι του, από τότε, τη μέρα της κηδείας δεν ξαναπλησίασε πουθενά, όπου ήσαν άνθρωποι εκείνος απομακρυνόταν, χανόταν πιο πέρα στις, τις μακρινές περιοχές να μην ακούει κραυγές, οδυρμούς, διασκεδάσεις. Εκείνος δεν θα τα ζούσε τα χρόνια, μονάχα είπε θα τα σπρωχνε να τελειώσουν, να φύγει απλά χωρίς κανείς να επαναλάβει το δράμα του, χωρίς ποτέ κανείς.
Την επόμενη μέρα φάνηκε πάλι ο βαρκάρης. Ένας γηραιός άνδρας με παλιά ρούχα που έμενε σε μια νησίδα πέρα στα ανατολικά. Σε κανέναν δεν έχει μιλήσει ποτέ ο γέρος ναυτικός, μόνο γυρνά, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις των υπόγειων ρευμάτων. Τούτο το πρωί τα νερά τον έβγαλαν εκεί, τούτο το πρωί έμελε να ανταμώσουν σε εκείνο το μέρος, κοντά στους αρχαίους προμαχώνες. Ο άνδρας τον είδε μέσα από το πέτρινο παράπηγμα, τον είδε με την παράξενη όψη του που πλησίαζε, είχε πάντα ένα λουλούδι στα μαλλιά του καρφωμένο, άσπρα φίδια ολοζώντανα, άγρια, αεικίνητα. Είπε «ο περατάρης», πέταξε την κουβέρτα, η βάρκα έβγαινε από την πρωινή ομίχλη, ένα σώμα ακίνητο αναδυόταν μες στην αυγή, ένα πλάσμα από εκείνα που κατέχουν κάτι το λιγοστά ανθρώπινο, που τα αποφεύγουν τα παιδιά, τις μορφές εκείνες τις τρέμει ο κόσμος γιατί είναι έξω από τις εποχές και τον εαυτό τους. Περπάτησε στα νερά, χειροκροτούσε το παράδοξο θέαμα, όπως εκείνοι που χειροκροτούν τις φωτιές, περπάτησε στα νερά, έπαψε το βήμα του, όταν έγνεψε ο γέρος. Έδεσε τη βάρκα, κάθισε στην πλώρη της και πήρε να μαστορεύει ένα μικρό, ακαθόριστο, ξύλινο γλυπτό. Ο άνδρας χαμογέλασε, έβρεξε το πρόσωπό του με το νερό της θάλασσας, ο άνδρας γονατίζει, φωνάζει, ο περατάρης ακούει ατάραχος, σαν τους πολύ γέρους και σοφούς σαμάνους που προσμένουν την ανάγκη μας στα κόκκινα χωράφια. «Ήξερα πως θα έρθεις, είχα δει τόσα όνειρα, χρόνια τώρα έβλεπα το ίδιο όνειρο. Ήμουν λέει σε μια βάρκα στα ανοιχτά και είχε σιωπή πολύ, καθώς να είχαν εξοριστεί όλοι, οι γυναίκες, τα παιδιά. Ένιωσα φόβο μεγάλο, έτσι μόνος που ήμουν, ένιωσα σκληρή, σιδερένια βροχή που μου σπαγε το σώμα, το σπαγε και το δοκίμαζε ο καιρός το σώμα μου. Κοίταξα μες στη θάλασσα να δω πού κρύβεται ο Θεός. Και είδα το παιδί πνιγμένο, καθισμένο, όπως τότε που του έλεγα τα παραμύθια. Ετρόμαξα, τραβήχτηκα από το νερό και πέθανα. Ήταν η ώρα που τα φίδια τα ξετρυπώνει ο ήλιος, είναι η ώρα που ζούμε, που λέμε θα αντέξουμε όλοι εμείς, οι δυστυχισμένοι, κάτω από τον ήλιο στεκόμαστε και  λέμε, θα αντέξουμε. Πέθανα όπως τα απογεύματα, αργά, είδα όλο μου το θάνατο να περνά από τον ορίζοντα, με την πένθιμη συνοδεία της μέρας που ξεθώριασε, της περιπέτειας που τέλειωσε. Το παιδί ήταν δίπλα μου και έκλαιγε και όλο έλεγε, «κάτω στα νερά είναι μαύρα ψάρια, γυναίκες με μαύρα φορέματα, είναι κοπάδια, σαν άνθρωποι.» « Πάρε με μαζί σου», είπε ο άνδρας, «είναι όλα σκληρά σαν χειμώνες και εγώ κουρασμένος, βαθιά.»
Ο περατάρης του γνεψε βαριά. Ο άνδρας επιβιβάστηκε στο καΐκι και έπειτα χάθηκαν προς το τέλος της θάλασσας. Και είχε ομίχλη γύρω τους, χάνονταν με κόπο μες στην αστραπή και κάθε τόσο φαίνονταν οι μορφές τους που αγκαλιάζονταν και μιλούσαν σαν φίλοι παλιοί που βρέθηκαν σε άχρονους καιρούς και άστραφταν εικόνες και σκέψεις, μες σε εκείνο το ανυποψίαστο σύμπαν. Την άλλη μέρα τον γύρεψαν από το χωριό. Τον αναζήτησαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες και ύστερα τον κήδεψαν, δίχως πολύ στενοχώρια γιατί χωρίς σώμα ο θάνατος,-μπορούν να το επιβεβαιώσουν οι τεθλιμμένοι συγγενείς-, είναι απλά σαν μια απουσία που κάποτε θα διαψευθεί. Βρήκαν μόνο το φανάρι αναμμένο. Φρόντισαν και έκλεισαν το φάρο, η υπηρεσία του φαρικού δικτύου το διέγραψε από τα αρχεία τα τοπογραφικά. Η θητεία του τέλειωσε.
Κάποιες φορές όταν ακούν κάποιον στο λιμάνι να λέει πως είδε το φως του φάρου, οι άλλοι δεν γελούν, μονάχα αλλάζουν θέμα και λένε για τον καιρό που δυσκόλεψε, για τα κοπάδια που χάθηκαν, για δυναμίτες στο βυθό και εκρήξεις στον ορίζοντα. Για τον άνδρα του φάρου μιλούν μόνο όταν μεθύσουν κάποια νύχτα και τότε είναι εύκολο κανείς να χαρακτηρίσει τα λόγια τους ανακρίβειες και αδεξιότητες του πιοτού, η μορφή του περατάρη δεν συνιστά παρά μια μυθιστορία των παραισθήσεων. Εκείνοι δεν ξέρουν, πως υπάρχει ένας βαρκάρης που ζει μες στις ομίχλες και φτιάχνει εδώ και αιώνες, ένα ξύλινο γλυπτό. Μοιάζει με σταυρό. Λένε.