Οδοιπορικό στους φάρους (8) «ΣΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΤΟΥ ΠΟΡΤΟ ΔΡΑΚΟΝΕ1»

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για το φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας κλικ εδώ

για το φάρο του Μεσολογγίου κλικ εδώ

για το φάρο της Πάτρας κλικ εδώ

για το φάρο των Αντικυθήρων (ναύαρχος Φιλοσοφ) κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Κατασκευάστηκε το 1856 και συνιστά τον πρώτο διοπτρικό φάρο που λειτούργησε στα ελληνικά παράλια. Με επαρκές εστιακό ύψος σαράντα επτά μέτρων και ύψος περί τα δεκατέσσερα μέτρα, ο φάρος της Ψυτάλλειας αποτέλεσε ορόσημο για την πόλη του Πειραιά. Χτισμένος στο ΒΑ άκρο της νησίδας υποδέχεται τα εμπορικά και οχηματαγωγά πλοία, τα οποία εισέρχονται στο λιμένα. Ο φάρος της Ψυτάλλειας αποτέλεσε έναν από τους πρώτους επανδρωμένους φάρους, ενώ μόλις το 2008 συνταξιοδοτήθηκε και ο τελευταίος φαροφύλακας. Χτισμένος από λαξευτή πέτρα, με οίκημα στη βάση του πυργίσκου, φέρον «δίδυμη» κεραμιδοσκεπή, ο φάρος της νήσου αποτελεί οικοδομικά ένα αξιοπρόσεκτο δείγμα του ελληνικού, φαρικού δικτύου. Στο νησί, το οποίο είναι γνωστό ιστορικά από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, λειτούργησαν, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, ναυτικές φυλακές, χτισμένες σύμφωνα με τα γαλλικά, αποικιοκρατικά πρότυπα. Η σημασία της νησίδας, αλλά και ο μνημειακός χαρακτήρας του εν λόγω φάρου επιβάλλουν την αυξημένη, κρατική μέριμνα.
«Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ»
Σύντομο διήγημα με φόντο την Ψυτάλλεια
«Παρασκευή μεσημέρι τον έσυραν στο ναυτοδικείο. Επρόκειτο να δικαστεί. Τι και αν ήταν έγκλημα ερωτικό, τι και αν τον βρήκαν να σφαδάζει από τη λύπη πάνω από το άψυχο σώμα εκείνου που είπαν αργότερα πως ήταν ο εραστής του. Τέτοιες ελαφρύνσεις δεν λογίζονται στα δικαστήρια, οι ποινές εκεί είναι σκληρές, οι άνθρωποι, τα πρόσωπα είναι σκληρά, υπάρχει μια ανεπαίσθητη οσμή παλαιότητας, ένα άσπρο, φρέσκο χρώμα στους τοίχους, εικόνες χριστιανικές, η υπερυψωμένη έδρα, οι ναυτοδίκες, οι ναυτονόμοι, απλοί οπλίτες στους ωραίους προθαλάμους που προσμένουν ματαίως μια επιείκεια. Εκείνος δεν μίλησε όταν η ποινή ακούστηκε, δεν νοιάστηκε, δεν ήθελε να αντικρίσει τα χέρια του, δεν τα ήθελε που είχαν σκοτώσει εκείνον που είπαν έπειτα πως τον αγαπούσε και όλοι κόμπιασαν, γιατί υπάρχει ένα αίσθημα ταπεινοφροσύνης εμπρός στην αγάπη, υπάρχει ακόμα. Δεν μίλησε, δεν απολογήθηκε παρά τις παραινέσεις, τις εξωθήσεις, τις προκλήσεις. Εκείνος δεν είπε τίποτε, μόνο έκλαιγε σιωπηλά και άκουγε τα αναθέματα των μελών της οικογένειας του θύματος που ορκίζονταν εκδίκηση και άλλα τέτοια που δεν φοβίζουν ποτέ το φονιά. Γιατί εκείνος που έχει πάρει μια ζωή, εκείνος που έχει γίνει ολόκληρος μια ύπαρξη διπλής κοπής, αιχμηρή, δεν φοβάται μήτε τον εαυτό του. Διετάχθη η επιβολή της ποινής. Δίχως ελαφρυντικά. Θα οδηγείτο στις ναυτικές φυλακές της Ψυτάλλειας, απέναντι από τον Πειραιά, με τα μπορντέλα, τα καταστήματα εξαγώγιμων ειδών, τα πρακτορεία, τα βαριά, σκουριασμένα πλοία στις αδρανείς προβλήτες. Ακολούθησε ένα λογίδριο του δικαστή, «περί συμμορφώσεως του κατηγορουμένου  και ευχής του συνόλου της υγιούς κοινωνίας, όπως υποδεχθεί έπειτα από έτη συναπτά τον σημερινό δράστη, τον διαφυγόντα από τα παραδεκτά ήθη και τις αρμοστές συμπεριφορές.» Εκείνος δεν μιλούσε που τον πήγαιναν στον Πειραιά, δεν μιλούσε, ήλπιζε μόνο να μην αντέξει, να τελειώσει ήλπιζε, γιατί στερήθηκε για πάντα και έχασε το τελευταίο της ζωής του κορμί. Έκανε μια ζέστη ανυπόφορη και άκουγε το πλήθος που ξεχυνόταν στις λεωφόρους, άκουγε τις ηλεκτρισμένες αναγγελίες των αναχωρήσεων, άκουγε τις κραυγές του, τον έβλεπε που έκλαιγε καθώς έφευγε και έρχονταν τώρα για εκείνον οι σκληρές, οι δύσκολες μέρες του κρύου. Επιβιβάστηκε στη λέμβο του λιμενικού μες σε βρισιές ακατανόμαστες, κάποιος τον χτύπησε στο πρόσωπο, με άσεμνες χειρονομίες τον χλεύαζαν, φώναζαν μες στο πρόσωπό του, τον έφτυναν, εκείνον τον φονιά, τον πρόστυχο. Μα αυτός δεν μιλούσε, μόνο έβλεπε το νησί που έφτανε κοντά του και ήταν ολό σπαρμένο πέτρες και κάθε τόσο σκεφτόταν πως από τέτοιο υλικό είναι η λήθη, μα πώς να τον ξεχάσει, πώς, τα αίματα στα χέρια δεν μπορεί πια να ξεπλύνει, τα φιλιά στα σώματα δεν μπορεί να λησμονήσει, τους αγκώνες που έσφιγγαν, τις Κυριακές στα ηλεκτρισμένα γήπεδα, αργότερα τα βράδια με τη μοτοσικλέττα πέρα στη Βάρκιζα, στις ξέφρενες πορείες. Έπειτα, καθώς εκείνοι του υπενθύμιζαν την πράξη του, τα κίνητρά της τα ανομολόγητα, αυτός γελούσε και ονειρευόταν την ησυχία του βυθού, φανταζόταν πως είναι ακίνητος, αιώνιος, καθώς οι μαρμάρινοι, βυθισμένοι έφηβοι, με τα λειψά χέρια, καθώς εκείνες οι ακέφαλες κόρες με τις πρασινισμένες πτυχώσεις των ρούχων. Ύστερα θυμόταν εκείνα τα αναγνώσματα τις νύχτες των μεγάλων ερώτων για το βουνό των αρωμάτων, για τις κραυγές των παγονιών, έπειταα έκλαιγε περισσότερο, μέσα του, μυστικά έκλαιγε, τα μάτια του μυστικά έσπαγαν και ήταν όλος ένα αρχαίο, αιμοφόρο αγγείο, λησμονημένο από τις εποχές και τις επιχωματώσεις. Τον παρέδωσαν το μεσημέρι, την ώρα της επικίνδυνης θερμότητας. Τον υποδέχθηκε ένας κελευστής, με  άσπρα μαλλιά, δεν τον έσυρε, δεν του μίλησε άσχημα, τον χτύπησε στοργικά στην πλάτη, συνεννοήθηκε κάτι διαδικαστικά ζητήματα με τους λιμενικούς, υπογραφές, δελτία και άλλα τέτοια, γραφειοκρατικά, αδιάφορα.  Εκείνο το βράδυ έβρεχε. Χτυπούσε η βροχή στην τσίγγινη στέγη, η βροχή σε κάποιους τόπους είναι σιδερένια και δεν έχει καμιά ηλικία. Έβρεχε με έναν απίθανο τρόπο, σαν έρωτας και εκείνος έκλαιγε όλη τη νύχτα και κάθε τόσο έμπαιναν λάμψεις από αστραπές και έσφαζαν το πρόσωπό του και το φυλάκιζαν στις πιο μεγάλες, τις πιο ανυπόφορες εντάσεις του. Εκείνος έκλαιγε, όσο δεν είχε κλάψει ποτέ και φώναζε, γιατί ήξερε πως οι νεκροί τις πρώτες ώρες φοβούνται τις βροχές και το αίσθημα της απομόνωσης τους τρομάζει. Οι νεκροί τις πρώτες ώρες πεθαίνουν ξανά, ανασηκώνονται από τις θέσεις τους, αλλάζουν τα επίσημα ενδύματά τους και λίγοι λίγοι τραβούν κατά τη θάλασσα. Κάποιοι χάνονται μες στα αμπέλια, άλλοι σκοτώνονται από τις τύψεις, μόνο λίγοι θα φτάσουν στο μεγάλο ξέφωτο, μόνο λίγοι θα κολυμπήσουν γυμνοί μες στα νερά, με όλα τους τα αισθήματα, νεότατοι, υπέροχοι, όπως τότε στις εφηβικές Κυριακές.
Το χάραμα μόνο σαν κάπως να ηρέμησε, μιλούσε για τα ασημένια χρυσόψαρα στη στέγη, στεκόταν διπλωμένος στα δυο, μισός, έμοιαζε με εκείνα τα αναρίθμητα άλμπατρος που ακινητούν στα πλοία, τον είχα δει ξανά στα παλιά βιβλία του πατέρα στολισμένο με γυαλιστερά έλυτρα κανθάρων, τον είχα δει που έμοιαζε με αρχαίο ερωτιδέα, τον είχα δει που άγγιζε το σημείο της σιωπής, δίχως χέρια τώρα, ψηλά στις στέγες και ακόμη ψηλότερα σε άλλα ύψη, τον είχε δει και ο αρχαίος κελευστής, γυμνό θεό, λίγο πριν το τέλος να χυμά με τη σφοδρότητα ενός διωγμένου, να μας απειλεί με φόβους, πανικούς, θέλγητρα, μνήμες. Είχε τελειώσει πριν το μεσημέρι της πρώτης μέρας. Τον πήραν νεκρό, νέο παιδί, πέθανε ο φονιάς έγραψαν οι φυλλάδες και το θέμα τακτοποιήθηκε, καθώς σημείωσαν με τον πιο δίκαιο τρόπο. Θα συμφωνήσουν μόνο όσοι ξέρουν να αγαπούν.
Τις κλείσανε τις φυλακές τον επόμενο χρόνο. Εμένα όλα τούτα μου τα εξιστόρησε εκείνος ο αρχαίος κελευστής, με το μακρύ, νεκρικό πρόσωπο. Καμιά φορά αργά τις νύχτες, όταν στρέφω τον φανό στα σκοτεινά, νομίζω πως με συντροφεύει μια σκιά, δίχως χέρια, μοιάζει με παιδί μισόγυμνο βγαλμένο από ομίχλες παλιές. Αυτά θυμάμαι. Για τους υπνοβάτες,τους αιθεροπλόους, τις πτώσεις των αγγέλων. Σπάνια φτάνει κανείς πια στην Ψυτάλλεια. Μόνο τυπικές επισκέψεις συμβαίνουν, ένστολοι, νεκροί ναυτοδίκες, με λυγμούς, να σπαράζουν στις πέτρες. Τέλως πάντων, κανείς θα πρέπει να μην σιωπά για εκείνα που είδε ή έμαθε. Για τους εραστές, κανείς δεν πρέπει να σιωπά. Τους ανθρώπους που χωρίζονται σαν βάρδιες κανείς θα πρέπει να θυμάται.»

1 ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ.