Οδοιπορικό στους φάρους (9): Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΣΥΡΟΥ

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για το φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας κλικ εδώ

για το φάρο του Μεσολογγίου κλικ εδώ

για το φάρο της Πάτρας κλικ εδώ

για το φάρο των Αντικυθήρων (ναύαρχος Φιλοσοφ) κλικ εδώ

για το Φάρο της Ψυττάλειας κλικ εδώ

για το φάρο της Γραμβούσας (Κρήτη) κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΝΙΣΥΡΟΥ
Στη νήσο Κανδελιούσα, ΝΔ της Νισύρου, βρίσκεται ο ομώνυμος φάρος. Πρόκειται για κατασκευή της Γαλλικής Εταιρείας Οθωμανικών Φάρων, ανεγερθείς το 1890, με αρκετά μεγάλο εστιακό βάθος. Η θέση του είναι απόκρημνη, η πρόσβαση δε στο φάρο προϋποθέτει τη χρήση σκάφους, αφού είναι αδύνατη η από ξηράς πρόσβαση. Σε τούτο τον τόπο όλα σέβονται και τηρούν την έννοια μιας ακρότητας, τοπογραφικής κυρίως, μιας συνολικής, ανθρώπινης μορφής, εξοικειωμένης με τούτο ακριβώς το οριακό, το περιθωριακό στοιχείο.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ, ΟΠΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ
Πρόκειται για μια έκταση ολίγων στρεμμάτων. Εκεί φύεται το σπάνιο άνθος της ιστορίας. Δεν πρόκειται για μια ποικιλία χρωμάτων, για σχέδια ιριδίζοντα, για μια χλωρίδα σπανιότητας. Ετούτο το άνθος είναι αρχαίο, φέρει σημάδια φθοράς, ασυγκράτητης. Η λάμψη του, η ωραιότητά του έχει να κάνει με κάτι άλλο, κάτι πέρα από το χαρακτηριστικό της ομορφιάς, κάτι που εκτείνεται ακόμα μακρύτερα από τη σφοδρή μοναδικότητα του φυσικού, λεγόμενου κάλλους, εκείνου που απαντάται στα πιο απάτητα, στα πιο απάνθρωπα μέρη. Το στοιχείο αυτό, ετούτη η σαφής και εγχώρια υπεροχή, αφορά την ταύτιση της φύσης με την ιστορικότητα και την αυθόρμητη ομορφιά του τοπίου. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η σαφήνεια, η καθαρότητα των αρχαίων, σωζόμενων ερειπίων κατέχει μια τέτοια λαμπρότητα, ίσως γιατί δεν θα υπήρχε χώρος περισσότερο φυσικός από ότι το τραχύ, ελληνικό τοπίο για να αναδιπλωθεί και να διαφυλάξει τον ευρύ χαρακτήρα του χώρου αυτού, ως μνήμη και ως τοπογραφία.Μια ας πούμε ρωπογραφία, που επιβιώνει, πάντα ζωντανή, ετούτο αποδεικνύει η συνέχεια των ελληνικών τόπων.
Αφορμή για τούτο το σχόλιο η απομονωμένη Νίσυρος, η ηφαιστειακή και ακραία ετούτη βραχονησίδα στο νότο του ελληνικού πελάγους. Σε αυτόν τον τόπο, λίγο πιο ορεινά από το θαλάσσιο επίπεδο,  αναδεικνύεται πλέον το αρχαίο τείχος της τότε πόλεως. Και μες στην απλότητα, το λιτό, χρηστικό χαρακτήρα του εκφράζεται με τον πιο αποφασιστικό τρόπο εκείνη η αισθητική, η οποία δεν μπορεί παρά να αντληθεί και να διοχετευθεί αυτούσια, εμπεδωμένη στα σύγχρονα, αστικά τοπία. Μιλούμε για την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, την τάση εκείνη που δεν απώλεσε σε κανένα ιστορικό χρόνο τον ανθρωποκεντρικό της χαρακτήρα. Φυσικά η διαπίστωση δεν αφορά μόνον τη Νίσυρο, αλλά εκτείνεται και σε όλο το νησιωτικό σύμπλεγμα, αποδεικνύοντας περίτρανα το βαθμό διάδοσης του άτυπου, αρχιτεκτονικού κινήματος, το οποίο μόνο στις μέρες μας πια συνιστά μια συλλογική, επιστημονική κατάφαση.
Μελετώντας τις παραδοσιακές κατοικίες των αιγαιοπελαγήτικων περιοχών, μπορεί κάποιος με ευκολία να προσδιορίσει με ακρίβεια τα οικειοποιημένα, κατασκευαστικά μοντέλα οικιστικής ανάπτυξης. Η ιστορική αναγκαιότητα επιβάλλει πιο συμπυκνωμένες δομές. Οι οικισμοί στο σύνολό τους εντάσσονται στις ενδοχώρες, κατασκευάζονται με έναν ορισμένο ρυθμό, ενώ κρατούν με πίστη την αμυντική τους αφετηρία. Με τούτο τον τρόπο παρατηρείται η ανέγερση των πρώτων κυκλαδίτικων οικισμών στις νησιωτικές περιοχές. Η ανάγκη προστασίας από την πειρατεία, η προοπτική δημιουργίας αυτόνομων πολιτειών, ως συνέχειες των αρχαίων κρατών- πόλεων οδηγεί στη δημιουργία ορισμένου τύπου οικισμών. Στις επόμενες περιόδους, με τη ραγδαία, οικιστική και τουριστική ανάπτυξη, την επιβολή ενός κοσμοπολίτικου χαρακτήρα, όπως προέκυψε από τον υψηλό βαθμό επισκεψιμότητας τα κατασκευαστικά μοτίβα μεταβλήθηκαν, ακολουθώντας τις νέες τάσεις. Όμως, ακόμα και σήμερα οι φυσικές αντιξοότητες, η περιορισμένη χωροταξία, επιτάσσει μια επαναφορά στις παλαιότερες συνήθειες. Την εκμετάλλευση δηλαδή όλων των φυσικών χώρων, όπως αυτοί παρέχονται από το τοπίο. Η νησιωτική Ελλάδα επιβάλλει πάντα τις παλλαϊκές, οικοδομικές πρακτικές, υπενθυμίζοντας τον αξεπέραστο τρόπο με τον οποίο οι πρώτοι κάτοικοί της εκτίμησαν με ακρίβεια τα ειδικά, ποιοτικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητές της.
«Οι μεγάλες κλίμακες,  η πρόθεση μνημειακότητας, το κλασικιστικό λεξιλόγιο», σημειώνει η Φιλίππα Παρασκευή, στην «Αρχιτεκτονική του Αρχιπελάγους», «δεν μπορεί να αλλοιώσει τον παραδοσιακό ρυθμό.» Εκείνος, συμπληρώνουμε εμείς, έχει να κάνει με την αισθητική, με την ελληνική ιδέα περί αστικού τοπίου, όπως διαμορφώθηκε από την αρχαιότητα ως σήμερα. Χώροι συνακόλουθοι με το περιβάλλον, χώροι που εκπέμπουν και εκφράζουν τη φωταψία του λευκού, την κυρίαρχη. Ετούτα τα χαρακτηριστικά μπορούν να συνοψισθούν με τον όρο της «ελληνικότητας», ειδικά σε μια εποχή, κατά την οποία τομείς όπως η αρχιτεκτονική, μπορούν να κομίσουν πολλά εις την αναθέρμανση της έννοιας, με τις εξειδικευμένες και αφομοιωμένες πρακτικές και θεωρητικές τους θέσεις. Η ελληνική αρχιτεκτονική πρότεινε την απλότητα, τα πολλαπλά επίπεδα πολύ καιρό πριν η μοντέρνα οπτική δημιουργήσει τις αυστηρές, ανθρωποκεντρικές γεωμετρίες της. Ετούτη η πρωτοπορία καθιστά ακόμα πιο αναβαθμισμένη την ελληνικότητα του χώρου, επεκτείνοντάς την ακόμα παραπέρα από τις τοπικιστικές σημάνσεις των περιοχών. Η χρωματική, περιορισμένη κλίμακα του λευκού δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτή. Η ελληνικότητα, η οποία ισοδυναμεί με μια άφθαστη πρωτοπορία, οικολογικού πια ενδιαφέροντος, θα μπορούσε με μεγάλη επάρκεια να σταθεί ως οικουμενικότητα, ως μια επαναφορά σε μια φύση και θέση μοντέρνα θεώρηση των στεγαστικών και βιοτικών, ανθρώπινων αναγκών. Η ομοιότητα των μοντέρνων πόλεων, των υπό κατασκευή κατοικιών με τη σαφέσταση σχέση φωτός, χώρου και ενοίκου με τα ελληνικά πρότυπα επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές και αναδεικνύει μια τάση επαναφοράς προς τη δικαιωμένη ήδη, αρχιτεκτονική, ελληνική πραγματικότητα.
Το παρόν σχόλιο θα μπορούσε με ενδιαφέρον να συμπληρωθεί και να επεκταθεί από κάποιον ειδικό, κάποιον που θα μπορούσε με επάρκεια να προσεγγίσει την πορεία της ελληνικής αρχιτεκτονικής στο σύνολό της. Τέτοιες εξειδικεύσεις οφείλουν να αφθονούν, ειδικά στην εποχή της αθρόας αμφισβήτησης προς οτιδήποτε ελληνικό. Η ομορφιά του ελληνικού τοπίου δεν εξαντλείται στο φυσικό της κάλλος, μα εμπεριέχει και τις ανθρώπινες πρακτικές, όπως αυτές συνέστησαν μια βελτιωτική επέμβαση στο φυσικό χώρο, εξυπηρετώντας πάντα ανάγκες με χαρακτήρα, πρωταρχικά ανθρώπινο. Αποκλειστικά θα τονίζαμε.