Οι δύο όψεις ενός αρρωστημένου ελιτισμού

24grammata.com/ Λόγος

(Με αφορμή γραφόμενα και ‘’ καταχωρούμενα’’ στα  Social media)

γράφει ο Νάσος Κατσώχης

Μέσα στη  δίνη της πολυδιάστατης κρίσης που βιώνουμε, οι ακραίες στάσεις, συμπεριφορές, πεποιθήσεις και πρακτικές δίνουν και παίρνουν. Και, με αφορμή και αιτία τα γραφόμενα και τα λεγόμενα τόσων και τόσων στα (social) media εδώ και καιρό, θα αναφερθώ σε δύο κατηγορίες ανθρώπων που προσπαθούν να επιβάλουν –ή να εμφανίσουν ως αυτονόητη, με τρόπο αλαζονικό- την άποψή τους, αντιπαρατιθέμενοι  οι μεν με τους δε, ενώ αμφότεροι αδυνατούν να συλλάβουν ή να ομολογήσουν (όλη) την αλήθεια των πραγμάτων.

Από τη μια, απαίδευτοι λαϊκιστές, οι γνωστοί ”Ελληναράδες”, που έχοντας πλήρη άγνοια των παγκόσμιων και ευρωπαϊκών συσχετισμών, θεωρούν –επικαλούμενοι το αρχαίο ‘’κλέος’’- την Ελλάδα ως μια ”περιούσια”  χώρα, που μπορεί να πορευτεί, απομονωμένη στην ουσία, και τους φταίνε κυρίως -ή μόνο- οι Άλλοι.  Οι αδίστακτοι -κατ’ αυτούς- απόγονοι του Χίτλερ και του Γ’ Ράιχ. Οι ”υπερπατριώτες” αυτοί, αντί να αναγνωρίσουν καταρχήν τα δικά τους (τα δικά μας, όλων μας) σφάλματα και τη δική τους ανοχή σε νοσηρές καταστάσεις και εξέχοντα πολιτικά ή άλλα πρόσωπα που συνέθεσαν το αντι-αισθητικό μωσαϊκό της Μεταπολίτευσης, αντί να φροντίσουν να κάνουν  καινούρια αρχή, με γνώμονα όχι το ατομικό ο καθένας, αλλά το κοινό συμφέρον, διατείνονται πως εμείς οι Έλληνες είμαστε οι καθ’ όλα αδικημένοι και στοχοποιημένοι. Προφανώς, οι πιο πολλοί από όσους εμφανίζουν τη συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη δεν αρνούνται τις ευθύνες  του συνόλου του πολιτικού συστήματος ή (και) τη δική τους ανοχή σε αυτό. Εδώ, περιορίζομαι σε όσους συνδυάζουν τη συγκεκριμένη εθνικιστική στάση με παράκαμψη των δικών τους ευθυνών, στο όνομα μιας ”εθνικής” δικαίωσης, ίσως και ‘’αναπλήρωσης’’, με ψυχαναλυτικούς όρους. Και υπάρχουν τέτοιοι. Σίγουρα. Που ιδιαίτερα στα social media κάνουν αισθητή την παρουσία τους, με άκομψο τρόπο, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Ανάμεσά τους φυσικά, και επώνυμοι. Και μάλιστα εκλεγμένοι στο ελληνικό κοινοβούλιο. ”Χαϊδεύοντας” οι τελευταίοι τα ευπαθή αυτάκια μας, εις άγραν δημοσιότητας, δημοφιλίας ή πολιτικής ανέλιξης.

Από την άλλη, το ακριβώς αντίθετο: αλαζόνες ανθέλληνες (;),  νεοφιλελεύθεροι κυρίως στο πολιτικό φρόνημα:  κραυγάζουν μεν  δικαίως  ότι  ευθυνόμαστε καταρχήν εμείς οι ίδιοι για το κατάντημά μας, αλλά  αποφεύγουν (για δικούς τους λόγους) να αναγνωρίσουν  μια ακόμη αυτονόητη αλήθεια: πως οι δανειστές -τους οποίους κάποιοι έχουν στο απυρόβλητο- δεν μας δανείζουν για την ψυχή της μάνας τους. Προφανώς, απέναντι σε μια μικρή χώρα με ελλειμματική οικονομία,  οι τελευταίοι κάτι περισσότερο επιδιώκουν: φτηνό εργατικό δυναμικό, εκμετάλλευση εθνικού πλούτου, εξυπηρέτηση επιχειρηματικών ή τραπεζικών συμφερόντων  σε διεθνές επίπεδο κ.τ.λ.. Οι άνθρωποι της δεύτερης κατηγορίας, είναι άκρως επικίνδυνοι, καθώς τα βάζουν μεν με ”ημαρτημένες” πρακτικές (που ενίοτε, μέσα ατην αλαζονεία τους- θεωρούν ότι αφορούν όλους τους άλλους, εκτός από τους εαυτούς τους), έχουν όμως πολλές φορές τα δικά τους ”συστημικά” συμφέροντα που επιδιώκουν να αναπαράγουν. Επαναλαμβάνω, και εδώ δεν αναφέρομαι στο σύνολο των υποστηρικτών τέτοιων θεωριών, αλλά μόνο σε  όσους συνδυάζουν τη συγκεκριμένη κοσμοθεωρία με μια αβίαστη ”φεντεραλιστική” λαγνεία. Έναν ”φεντεραλισμό” που βλέπουν ως ‘’άμεμπτο’’, με άλλα λόγια..

Άτομα και από τις δύο κατηγορίες, προκαλούν εξίσου, με την έπαρση, την άγνοια ή την ”ψευτομόρφωσή”τους (αναλόγως). Όσο αηδιάζω με αφίσες τύπου ”Πάντζα” (του αγαπημένου –κατά τα άλλα- ηθοποιού) περί Δ’ Ράιχ , άλλο τόσο αηδιάζω και με ανθρώπους που είδα να βάζουν ως κεντρική φωτογραφία στα προφίλ τους τη σημαία της Γερμανίας, ή λογότυπους αγάπης προς την Άνγκελα Μέρκελ: και δεν το έκαναν δίκην χιούμορ, κάτι το οποίο έλεγξα. Ο ”γερμανισμός” είναι στάση ζωής γι αυτούς. Βέβαια, οι φωτογραφίες που καταχωρούν ωχριούν κάποιες φορές μπροστά στα γραφόμενά τους, που είναι έμφορτα από αλαζονεία, υπέρβαση του μέτρου και σνομπισμό απέναντι στον ‘’απλό άνθρωπο’’. Οι ίδιοι χρίζουν εαυτούς συνήθως ως ‘’ρεαλιστές’’ ή ‘’ορθολογιστές’’. Άλλο, όμως,  ρεαλισμός (με  μέτρο), κι άλλο υπέρβαση του μέτρου, με την επίφαση ενός ρεαλισμού (ο ρεαλισμός των ‘’συμφερόντων’’), κάτι στο οποίο επιδίδονται συχνά οι νεοφιλελεύθεροι, με το ”αβαντάζ” βέβαια της οικονομικής και ταξικής ισχύος τους: γιατί στην πλειονότητα των ‘’θιασωτών’’ της θεωρίας πρόκειται, εύλογα, για ανθρώπους ‘’χρωματισμένους’’ ταξικά.

Όλες οι παραπάνω στάσεις σηματοδοτούν τις δύο αντίθετες όψεις ενός ελιτισμού (εθνικού στην πρώτη περίπτωση, κοινωνικού-ταξικού στη δεύτερη). Και οι εκφραστές τους, είτε δεν γνωρίζουν -είτε αποφεύγουν επιμελώς (προς εξυπηρέτηση ίδιων ή ξένων  συμφερόντων) να βαδίσουν- την οδό της αλήθειας. Που συνήθως βρίσκεται στη μέση

Ναι, εμείς φταίμε πάνω από όλα, και οφείλουμε  να πολεμήσουμε  τα κακώς κείμενα του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου, αν θέλουμε να πάρει μπρος η μηχανή. Να αποτινάξουμε πάνω από όλα, την έφεση μας στη ”λαμογιά”, που παλινδρομεί από πολιτικούς σε πολίτες και αντίστροφα. Την ιδιοτέλεια με αθέμιτα μέσα. Ενός λαού που, έχοντας υποφέρει τόσους αιώνες κάτω από κατακτητές στις νεότερες εποχές έχει -κατά πως φαίνεται- την ”πονηριά” του αδύναμου που προσπαθεί να ξεγελάσει τον ισχυρότερο (τον ”από πάνω”), στο DNA του.

Από εκεί και πέρα, όμως, μην κλείνουμε τα μάτια μας προς τους Άλλους, υπερασπίζοντάς τους. Κανείς δεν δανείζει άδολα, πόσο μάλλον αν βρίσκεται σε θέση ισχύος από κάθε άποψη: επαναλαμβάνω, δεν αναφέρομαι μόνο στα κέρδη που αποφέρουν οι τόκοι των δανείων (το αυτονόητο), αλλά σε περαιτέρω επιδιώξεις των συμβαλλομένων στο ευρύτερο δημοσιονομικό πρόγραμμα, που εγείρουν υποψίες ‘’διαπλοκής’’, αν όχι προσχεδιασμένης επιβολής-του.

Αναφέρθηκα, επομένως, σε δύο κατηγορίες αντιδιαστελλόμενες μεταξύ τους, αλλά στην ουσία εκφράζουσες στο σύνολό τους τον ‘’ελιτισμό’’ σε δύο –εξίσου ολισθηρές- όψεις. Κλείνοντας, να σημειώσω ότι ενδέχεται το άρθρο μου να προκαλέσει δυσφορία και στους μεν και στους δε (με την ίδια λογική, βέβαια, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από αμφότερους, δεδομένου ότι η μια κατηγορία αντιδιαστέλλεται ιδεολογικά με την άλλη. Όμως, από τη στιγμή που αποδίδεις σε κάποιον έστω και μια μομφή, δεν θα σου χαριστεί, (ακόμη κι) αν κατά τα -όποια- άλλα- τον αποδέχεσαι). Δεν με ενδιαφέρει, ωστόσο. Το μόνο που με νοιάζει (χωρίς να διεκδικώ φυσικά σε καμία περίπτωση  το αλάθητο) είναι το ”μέτρο”. Όχι η απλή επίκλησή του, αλλά η εφαρμογή του…