Οι λαθρόψυχοι (10): Σεργκέι, Γ. Πετρέλλης

Εmigration 24grammataΟι λαθρόψυχοι (10)

Λαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ

10ο

Γιώργος Πετρέλλης

Σεργκέι

Τέσσερις μέρες ταξίδευα, ώσπου να φτάσω στην Ελλάδα. Λόγω παιδιού, δεν μου δόθηκε θεώρηση διαβατηρίου κι αναγκάστηκα να ζητήσω βίζα για Γερμανία. Από κει και μετά άρχισε η περιπέτεια. Στοιβάχτηκα μαζί με το γιο μου κι άλλα εφτά άτομα σε ένα μικρό λεωφορείο και ξεκινήσαμε το μεγάλο ταξίδι. Όσο ξεμάκραινε η πόλη πίσω μου, τόσο μάτωνε η καρδιά μου, αλλά χαμογελούσα συνεχώς για να μην στεναχωρώ τον μικρό Σεργκέι, το καμάρι μου, τη χαρά μου, την ίδια τη ζωή μου!
Λίγα χρόνια πριν έφυγε πρώτη η μάνα μου, χήρα που τάχα πήγαινε για τουρισμό, μα βρήκε αμέσως στέγη και δουλειά, μόνο που αναγκάστηκε να ξεσκατίζει ένα γέρο, μέχρι που πέθανε -έπειτα βρήκε δουλειά σε έναν άλλο. Λαθραία δούλευε, λαθραία ζούσε. Ακολούθησε ο άντρας μου με την ελπίδα πως θα έφτιαχνε η κατάσταση, αλλά ούτε αυτός είχε καλύτερη τύχη. Λαθραία δούλεψε κι αυτός, χωρίς χαρτιά και χωρίς ασφάλιση. Μόλις πήρε χαρτιά η μητέρα μου, πήρε σειρά κι ο καλός μου. «Καλά είναι» μου μήνυσαν, «πάρε το παιδί και έλα». Ούτε εγώ, ούτε ο Σεργκέι θέλαμε ν’ αφήσουμε το σπίτι μας, μα δεν είχαμε πόρους να ζήσουμε. Ως κι ο μοναδικός αδελφός μου ετοίμαζε τα χαρτιά του για να φύγει. Τι να κάνω σε μια πατρίδα χωρίς οικογένεια; Τα μάζεψα λοιπόν κι έφτασα στην Ελλάδα μέσα στο κατακαλόκαιρο.
Δεν μου άρεσε η Αθήνα, ούτε στο Σεργκέι άρεσε. «Θα φύγω» είπε και βαλάντωσε στο κλάμα. Με τα πολλά κατάφερα να τον ηρεμήσω υποσχόμενη πως θα γυρίζαμε μαζί το συντομότερο, αρκεί να έκανα λίγα μεροκάματα, τουλάχιστον για τα ναύλα μας. Έξι στα εφτά ήταν και με πίστεψε μετρώντας μια-μια τις μέρες. Μετά τα εκατό ξέχασε το μέτρημα, αλλά όχι το γυρισμό. Απλά το ανέβαλλε συνεχώς, βλέποντας πόσο πασχίζαμε να μαζέψουμε πέντε δεκάρες.
Στο σχολείο η κατάσταση ήταν καλύτερη, μιας και ξεκίνησε ταυτόχρονα και το ελληνικό και το Ουκρανικό σχολείο. Ό,τι δεν μάθαινε στο ένα, το συμπλήρωνε στο άλλο, ενώ κατάφερε να μάθει σαν μητρικές και τις δυο γλώσσες. Προόδευε αυτός, προκόβαμε κι εμείς. Φύγαμε από το υπόγειο κι ανεβήκαμε σε όροφο. Αργότερα αλλάξαμε γειτονιά, γιατί οι καβγάδες, η πορνεία κι οι κλεψιές δεν μας άφηναν σε ησυχία. Αφρικανοί και μουσουλμάνοι ολόγυρα, μας έκαναν να νιώθουμε σα ρατσιστές κι ας είχαμε την ίδια μεταχείριση και την ίδια μοίρα μ’ εκείνους. Φοβόμασταν για εμάς. αλλά τρέμαμε στην ιδέα να μη μπλέξει ο μικρός σε καμιά συμμορία με ναρκωτικά και πόρνες. Φτωχοί νοικοκύρηδες σε ξένη χώρα ήμασταν και σεβόμασταν το ψωμί που τρώγαμε απ’ το περίσσεμα που υπήρχε. Σκοπεύαμε να μαζέψουμε λίγα χρήματα και να γυρίσουμε κάποτε στην πατρίδα, αλλά πότε το ένα, πότε το άλλο μάς έδενε με την ξένη χώρα. Από τότε που πήραμε νόμιμα χαρτιά και πάψαμε να ζούμε σαν αγρίμια, το όνειρο της επιστροφής ξεμάκρυνε, μέχρι που κόντεψε να χαθεί. Η μητέρα μου τακτοποιήθηκε για τα καλά και βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα απ’ όλους. Μετά πήρε σειρά ο άντρας μου, εξασφαλίζοντας σίγουρη δουλειά και ασφάλιση, το ίδιο κι αδελφός μου. Μόνο εγώ συνέχισα να ξενοδουλεύω σε σπίτια, για να έχω το νου μου στο γιο μου -βρισκόταν πια στην εφηβεία κι είχα τα μάτια μου δεκατέσσερα.
Ξαφνικά, η μοίρα μάς γέλασε πλουσιοπάροχα. Βρέθηκε μόνιμη δουλειά σε αθλητικές εγκαταστάσεις, όπου μας προσφερόταν δωρεάν στέγη με όλες τις παροχές. Ούτε ηλεκτρικό, ούτε θέρμανση, ούτε κοινόχρηστα! Τα πάντα δωρεάν. Εγώ θα αναλάμβανα την καθαριότητα κι ο άντρας μου χρέη φύλακα. Εγώ με ασφάλιση, ο άντρας μου χωρίς, αλλά με την προϋπόθεση να κρατούσε και τη δουλειά του όπου ήταν ασφαλισμένος. Επιτέλους, θα ανασαίναμε!
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας μάς κατατρόμαξε. Θεωρούσαμε δεδομένη την ευημερία μας σε μια χώρα της Ευρωπαϊκής ένωσης και κάναμε όνειρα πως, αφού λύναμε το οικονομικό, θα επιστρέφαμε πίσω στην πατρίδα. Τώρα όμως η επιστροφή φάνταζε διαφορετική. Αν χάναμε τις δουλειές μας, θα έπρεπε να αναζητήσουμε αλλού μεροκάματο. Πού να ξεσηκωνόμασταν ξανά, αναζητώντας άλλη χώρα για πατρίδα; Η κρίση απλωνόταν παντού κι η μοίρα μας προδιαγραφόταν μαύρη. Ευτυχώς, κανείς δεν έχασε τη δουλειά του. Πέρα από κάτι μικρομειώσεις στο φτηνό μεροκάματο που προσφέραμε, δεν είχαμε άλλες απώλειες, ωστόσο μαζεύαμε ακόμα και τα κέρματα από φόβο μη μας βρουν τα χειρότερα.
Όταν άρχισε να σταθεροποιείται κάπως η κατάσταση, η μητέρα μου κι εγώ αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την πατρίδα, εκείνη έλειπε δεκαεπτά χρόνια κι εγώ δώδεκα. Με την ευκαιρία θα ρίχναμε τις περισσότερες οικονομίες μας για επισκευές του σπιτιού που ζούσαμε και που τώρα φάνταζε σχεδόν ερειπωμένο. Ούτε οι μέρες, που σκοπεύαμε να μείνουμε, έφτασαν, ούτε τα χρήματα -ζητήσαμε να στείλουν κι άλλα απ’ την Ελλάδα. Χαλάλι οι κόποι και τα έξοδα, όταν κάποτε γυρνούσαμε στην πατρίδα θα είχαμε τουλάχιστον ένα αξιοπρεπές σπίτι να μείνουμε.
Ο Σεργκέι, δεκαοχτάχρονος πια, ενθουσιάστηκε με την ιδέα της επιστροφής και με το χαρτζιλίκι του απ’ τα μεροκάματα που έκανε τα καλοκαίρια, ανακοίνωσε πως ήθελε να πάει να ελέγξει αν τέλειωσαν οι εργασίες που είχαν συμφωνηθεί. Λαχτάρησε λέει την πατρίδα κι ήθελε να μυρίσει το νοτισμένο χώμα της αυλής μας, τη μοναδική μυρωδιά που θυμόταν έντονα. Έφυγε βιαστικά, πριν προλάβω να τον αποχαιρετήσω. «Θα τα λέμε στο skype» με καθησύχασε, υποσχόμενος να προσέχει.
Οι ταραχές που ξέσπασαν το Φεβρουάριο του ’14 τον βρήκαν στο Λβιβ, την πόλη που γεννήθηκε και έζησε τα πρώτα του χρόνια. Ο θάνατος όμως, από αδέσποτη σφαίρα, τον βρήκε στο Κίεβο, όπου ποτέ δεν μάθαμε για ποιο λόγο πήγε. Τι ήξερε ο άμοιρος από πολιτικά κι ανακατεύτηκε στο πλήθος που διαμαρτυρόταν;
Δεν έχω λόγια να συνεχίσω. Ο πόνος μου σπαράζει τα σωθικά συνεχώς κι από τότε που παρέλαβα κι έθαψα το άψυχο κορμί του γιου μου, αρνούμαι να γυρίσω στην Ελλάδα.
Στο νοτισμένο χώμα της πατρίδας αναπαύεται ο Σεργκέι μου, η ζωή μου! Θα μείνω εδώ να προσέχω μήπως με χρειαστεί. Δεν έχω πια πατρίδα, δεν έχω οικογένεια! Έχασα το παιδί μου! Έχασα τα πάντα!

Αθήνα 22/02/2014