Οι λαθρόψυχοι (15): Η ελπίδα, Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου

Εmigration 24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδώ
  11. Γ. Πρίμπας, Προηγούνται οι ντόπιοι, εδώ
  12. Απ. Θηβαίος, τα πρόσωπα της ελληνικής νομαρχίας, εδώ
  13. Χρ. Βατούσιος, Μια θέση στον ήλιο,  εδώ
  14. Βαγγ. Μαυροδής, Γιάννης, ο Ρώσσος,  εδώ
  15. Δημοσθένη Μιχαλακόπουλο, Η Ελπίδα, εδώ

15ο

Η ελπίδα

γράφει ο Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος

Ο δρόμος για τη Νέα Χώρα περνούσε από της γης τον άξονα. Μια θέση στον παράδεισο πόσο μπορεί να κοστίζει; Δε φτάνουν μια και δυο ζωές. Σίγουρα όχι. Δεν ξοφλάς έτσι εύκολα. Δεν πληρώνεις χέρι το χέρι τα βαλάντια της ευτυχίας. Πάει με το ζύγι. Να φύγεις από αυτόν εδώ τον τόπο κι ας είν’ το τελευταίο σου ταξίδι. Να φύγεις. Εδώ δεν έμεινε ζωή. Δεν περισσεύει αέρας. Εκεί.. Το λες και γιομίζουν τα μάτια σου δάκρυα. Εκεί, εκεί, εκεί! Η ελπίδα που θολώνει τον ορίζοντα. Οι πυξίδες δίνουν αβέβαιη πορεία. Ο δρόμος για τη Νέα Χώρα δεν έχει γυρισμό. Εσύ βέβαια όλο θα γυρίζεις. Τα μήκη και τα πλάτη της γης είναι λίγα για να μποδίσουν τις επιστροφές σου. Εκείνες τις επιστροφές που θα ‘ναι ανάμνηση πικρή, γλυκιά, ποιος ξέρει; Που θα ‘ναι ανέξοδα όνειρα, κλάματα, δεσμοί αίματος νερωμένοι με θάλασσες, ναυάγια, μαρτύρια αρμυρά.
Είσαι μια τυπωμένη φωτογραφία στην εφημερίδα της Νέας Χώρας. Μέσα σ’ ένα τσούρμο μεταναστών λαθραίων. Τους περισυνέλεξαν, τους στοίβαξαν, τους τάισαν, τους φωτογράφισαν κι αυτή είν’ η είδηση. Τα «ψιλά γράμματα» της είδησης όμως είναι στα μάτια σου. Κοιτάς το φακό, λες την ιστορία σου κι όπως κάθομαι σταυροπόδι πίνοντας καφέ την παραμιλώ. Αυτά που λέει το βλέμμα σου είναι αυτά που δε λέει η φωνή σου. Και δεν είναι που μια φωτογραφία στον καθημερινό τύπο δεν μπορεί να έχει φωνή. Έτσι κι αλλιώς δεν έχεις αρθρώσει ούτε μια συλλαβή απ’ την ώρα που έπεσες στη θάλασσα. Παίρνω το ρίσκο και γράφω στο χαρτί την ιστορία που μου εμπιστεύτηκε το βλέμμα σου. Είναι απ’ αυτές που δε χρειάζονται μετάφραση. Εμείς εδώ στη Νέα Χώρα έχουμε κατανόηση που περισσεύει και για εσάς. Έχουμε ανθρωπιά που ισοδυναμεί με ένα νεύμα συμπόνιας, ένα επιφώνημα, μια λέξη, μια φράση, όλα από το υστέρημά μας. Γαντζωμένοι κι εμείς στο καράβι που βουλιάζει ποιος ξέρει από ποιανού τη στραβοτιμονιά. Ποιοι θεοί και ποιοι δαίμονες μοιράσανε τον κόσμο. Μα σε τούτη τη φυλλάδα απάντηση δε βρίσκει κανείς. Γυρίζουμε σελίδα. Είναι οι αγγελίες πίσω. Ζητείται λαντζιέρης, ζητείται διανομέας, ζητείται ελπίς.  Γράφω την ιστορία σου λοιπόν ξένε, ξένη, μάνα, πατέρα που ‘χεις γουρλώσει σε πρώτο πρόσωπο τα αυστηρά μάτια σου.
«Έχω πληρώσει τα ναύλα. Κάνετε λάθος. Για ποια ελπίδα μιλάτε; Για ποια ευτυχία μιλάτε; Για ποια δάκρυα; Δεν έχω άλλη επιλογή. Πλήρωσα. Πλήρωσα. Με ζωές που έμειναν πίσω. Με αυτή την υποθηκευμένη που γαντζώθηκε σ’ εκείνο το σαπιοκάραβο. Και με μιαν άλλη που θα την πληρώνω μια ζωή. Κάνετε λάθος. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Μόνο φοβάμαι. Τα φλας που αστράφτουν με μαρτύρησαν. Και φοβάμαι. Όλους σας. Τα πρόσωπά σας όταν θα φυλλομετρούν τις εφημερίδες και θα είμαι μια είδηση. Το κομμάτι μιας είδησης. Μια της λεπτομέρεια μάλλον ασήμαντη. »
Η είδηση. Πόση απόσταση έχω απ’ την αλήθεια της; Ποια αλήθεια; Και πόσες άλλες αλήθειες που δεν έπιασε η φωτογραφική μηχανή και η αδιακρισία της. Πρόσωπα παγωμένα. Καθισμένοι άνθρωποι σε ένα τετραγωνικό γης έχουν το ίδιο βλέμμα με ‘σένα. Ίσως στο αυριανό φύλλο αυτοί. Στις βραδινές ειδήσεις. Στο νυχτερινό μου εφιάλτη. Είμαστε ευαίσθητοι στη Νέα Χώρα. Οι πρόγονοί μας ήξεραν από ξεριζωμό. Ε, παππού δεν είναι έτσι; Και ποιον είδα στον ύπνο μου; Ποιος καρφώνει τα μάτια του στην ήσυχη συνείδησή μου; Αυτή όμως θα παραμείνει ήσυχη. Θα μεριμνήσει το κράτος. Οι φορείς. Οι ριπές των βλεμμάτων γαζώνουν τη σημαία της Νέας Χώρας. Ζωές δίχως αριθμό νηολογίου ξεβράζονται στην ακτή. Τις άλλες δεν τις αναζήτησε κανείς. Είναι αυτές που ξεπλήρωσαν το χρέος τους προκαταβολικά. Η ελπίδα ανθίζει στους καταυλισμούς. Και την κοιτάζει λοξά ο κόσμος σα να υπάρχει από λάθος. Και παραμένει αμετάφραστη, ακατάληπτη. Μα παραμένει ελπίδα.