Οι λαθρόψυχοι (5)

Εmigration 24grammataΛαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

 

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ
  7. Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Απατηλά Όνειρα, εδώ
  8. Γιώργος Μάντζιος, Κόκκινα νύχια, εδώ
  9. Μ.Τασάκος, Αγριόχορτα εδώ
  10. Γ. Πετρέλλης, Σεργκέι, εδ

5ο

True Story

γράφει ο  Στέλιος Μοίρας

Διαβάστε όλα τα κείμενα του Στέλιου Μοίρα, που δημοσιεύτηκαν από τα 24grammata.com κλικ εδώ

Ο ήλιος πονάει. Κάθε πρωί να την ενοχλεί όπως μπαίνει φιμωμένος από τα στομωμένα με διαφημίσεις παράθυρα του λεωφορείου. Πάντα γαλαρία, πάντα 7.00 π.μ., πάντα στα γρήγορα ένα ευαίσθητος και ευερέθιστος ύπνος καθώς βλέπει τους υπόλοιπους επιβάτες να λικνίζονται σαν κομμάτια κρέας σε τσιγκέλι εκεί μέσα. Ο μικρός δε την άφησε να κοιμηθεί πάλι, κλαίγοντας όλο το βράδυ, έχοντας μονάχα εκείνη, μια οικιακή βοηθό να προσπαθεί με νοήματα και σπαστά ελληνικά να του εξηγήσει πώς οι γονείς του θα γυρίσουν από ώρα σε ώρα, πώς πρέπει να κοιμηθεί, πώς πρέπει να την αφήσει να κοιμηθεί κι εκείνη γιατί κι αυτή έχει ένα παιδί, ένα αγόρι λίγο πιο μεγάλο από αυτό που την περιμένει πίσω, και μα τω θεώ δε το βλέπει να κοιμάται παρά μόνο λίγο πριν σηκωθεί για το σχολείο. Τον αγαπάει το  μικρό αλλά πιο πολύ αγαπαέι τη δική της ζωή, σπαστή κι αυτή όπως τα ελληνικά της. Αγαπαέι τον άνδρα της, αγαπάει τις μικρές συνεστιάσεις στα ημι-υπόγεια καφενεία όπου βρίσκονται όλοι τους να ακούσουν παραδοσιακά τραγούδια, να θυμηθούν συγγενείς, να ανταλλάξουν κουτσομπολιά για τα αφεντικά τους. Να βάλουν ένα φανταστικό τέλος στην ταλαιπωρία που πια έχει γίνει καθημερινότητα. Χαρτιά, δικαιολογητικά.
Ένας άνδρας κοιτάζει το μπούστο της διακριτικά με το κάτω χείλος του υγρό, σαν να είναι μια δεύτερη γλώσσα που ερεθίζεται από μια υποθετική επαφή μαζί της. Τα μάτια του, μισόκλειστα κι αυτά από τον άρρωστο ήλιο έρχονται μετά από λίγο στο πρόσωπο της, ένα βλέμμα σαν να τη λυπάται κάπως ή σαν να την απειλεί ταυτόχρονα με οίκτο. Λες και δεν έχει συνηθίσει…Προχτές δεν ήταν που εκείνος ο μυώδης συμπατριώτης της κοιτούσε με θράσος τα πόδια της όσο τον άκουγε να εξηγεί τι θέλει από εκείνη, και γρήγορα μάλιστα, τουλάχιστον μέσα στην επόμενη εβδομάδα… Ναι, έτσι της είπε και όπως σηκώθηκε την ακούμπησε στον ώμο, μια κίνηση που την ένιωσε σαν βιασμό. Τα χοντρά του δάχτυλα με τα 2 χρυσά δαχτυλίδια και την μυρωδιά από οινόπνευμα και παστό κρέας.
Το λεωφορείο κουνιέται απότομα καθώς η Κηφισίας σταδιακά φράσσεται στον κόμβο της Κατεχάκη. Αυτά τα 5 λεπτά που διαρκεί η στάση της επιτρέπουν να ξυπνήσει απότομα. Ας κοιτάζει ο άνδρας ακόμη απέναντι, ας πονάνε τα μάτια, ας γέρασε γρήγορα μέσα σε αυτόν τον ένα χρόνο που ήρθε Ελλάδα, ας….ας… Πρέπει να συγκεντρωθεί και να κάνει το σκίτσο.
Το μικρό στυλό της πονάει τα μέσα των δαχτύλων, φαγωμένα από χλωρίνη και τις τραχιές επιφάνειες των Βετέξ. Προσπαθώντας να κρατήσει μια ισορροπία τεντώνει το χαρτί πάνω στην τσάντα και αρχίσει να ξεπατικώνει από το μυαλό της. Σαν ένας αλλοπρόσαλλος αρχιτέκτονας υπολογίζει τα τετραγωνικά, φέρνει στο μυαλό της τα δωμάτια, τους χώρους, τα χωρίσματα, με μικρές γραμμές κατασκευάζει από την αρχή αυτό το σπίτι, τα σημεία του, την άποψη του περπατώντας ταυτόχρονα μέσα του, νοερά και ήσυχα για να μην ακούει κανείς, να μην αισθανθεί κανείς αυτό που κάνει. Από τη μία σκέφτεται να σχεδιάσει κάτι λάθος, να τους αποπροσανατολίσει όταν μπουν, να χαθούν και έτσι η αποθάρρυνση να τους διώξει ή να τους προλάβει η αστυνομία. Θα το ήθελε αυτό. Να τους πιάσουν και… Η μύτη του στυλό έχει σταματήσει εκεί που είναι να χαρακτούν τα υπνοδωμάτια του ζευγαριού και του μικρού. Και τι θα γίνει με το δικό της παιδί; Φέρνει πάλι στο μυαλό της τα λόγια του άνδρα τις προάλλες, καθισμένος στο τραπέζι της, έχοντας λερώσει τα πιάτα της, έχοντας πιεί από τα ποτήρια της. «Ξέρουμε που μένεις, που πάει σχολείο ο μικρός, που δουλεύει ο άντρας σου». Πόσο βίαιη της ακούστηκε εκείνη τη στιγμή η εκφορά της ίδιας της της γλώσσας, πόσο ξένη η πατρίδα της. Τόσο που ένιωσε πιο μόνη από ποτέ, δίχως χώρα, ακριβώς στη μέση απέραντων συνόρων και δρόμων που βγάζουν πάντα σε αδιέξοδα. Μέσα της ψάχνει για κάποια εκλογίκευση. Αναθεμα κι αν έστω τη συμπαθούνε λίγο τα αφεντικά της, αν έστω λίγο τη σκέφτονται πως τους φροντίζει, πώς περιμένει κάτι από αυτούς σαν αναγνώριση. Από την άλλη τι της έχουν κάνει; Τίποτα κακό σε σχέση με αυτό που εξαναγκάζεται εκείνη να τους επιστρέψει. Πόσο άγνωστοι παραμένουν οι άνθρωποι μέσα στους ρόλους τους, απόμακροι και τόσα υποσχόμενοι για αλλαγή.
Έχει τελειώσει το σχέδιο και το κοιτάζει επίμονα. Όπου J  είναι τα χρυσαφικά, E  για υπολογιστές και ηλεκτρονικά. Και ένα μεγάλο Ο για το δωμάτιο του μικρού, έντονο και πιεστικά σχεδιασμένο σαν να θέλει να δώσει έμφαση στην οργή της σε περίπτωση που τύχει και μπουν οσο βρίσκεται το παιδί μέσα μαζί της. Σαν να ναι ο μόνος τρόπος να τους αποτρέψει να γίνουν πιο άνθρωποι από ότι είναι ήδη. Σκληροί και τόσο θυμωμένοι. Η ίδια σου η χώρα να διώχνει, οι συνθήκες της, και μια άλλη νέα να σε έχει σε ένα διαρκή θάλαμο αναμονής. Σύνορα δεν υπήρχανε ποτέ σκέφτεται. Τάξεις ναι, αποκλίσεις σε μισθούς ναι. Σύνορα όμως όχι. Σπίτι σου είναι όπου σε πάνε τα προβλήματα. Σκέφτεται να τσαλακωσει το χαρτί αλλά μεμιάς φέρνει πάλι τον άνδρα και το γιο της στο μυαλό, ο ένας με σπασμένα πόδια και το μικρό μέσα σε ένα πούλμαν για πίσω. Κι εκείνη, η μάυρη αράχνη, η απατεώνισσα; Τι ακριβώς χειρότερο να της συμβεί από το να χάνει την ανθρωπιά της. Αυτό δεν είχε προσπαθήσει να πει μια μέρα σε ένα υπάλληλο του Γραφείου Αλλοδαπών μήπως και καταλάβαινε τι την κυνηγάει; Και γιατί του το πε; Τι περίμενε άραγε;
Το κινητό της χτυπάει μέσα στη τσάντα. Κρατώντας ακόμη το χαρτί και το στυλό, το σηκώνει. Ναι, ναι, ναι…ο μικρός το βράδυ ήταν ήσυχος αλλά έφαγε με το ζόρι. Επίσης τηλεφώνησε η μητέρα σας όσο λείπατε… Ναι, βρήκα το φάκελο στο τραπέζι, ευχαριστώ… Όσο μιλάει φέρνει στο μυαλό της διάφορα. Ένα βουβό σκοτάδι, το σπίτι άδειο, τα πιάτα τακτοποιημένα, μια μυρωδιά από καθαριστικό και μαλακτικό, οι λάμψεις των κρυστάλλων και ο θόρυβος του ψυγείου. Σκιές και κατσαβίδια να δημιουργούν χαρακιές, χέρια να σέρνουν συρτάρια και εσώρουχα… εκείνη το άλλο πρωί να καταθέτει στην αστυνομία φοβισμένη και ανακουφισμένη μαζί. Ο μικρός της στο σχολείο. Μα ο άλλος μικρός; Θα τον ξαναδεί; Θα ξαναμπεί σε αυτό σπίτι; Σε αυτό το σπίτι που ξέρει πιο καλά από το δικό της;
Κλείνει τα μάτια πάλι, για λίγο. Θέλει να κοιμηθεί. Τρίζει τα δόντια της και ξανασαίνει. Σα να της φαίνεται πως ψιθυρίζει μα τω θεω δεν υπάρχουν σύνορα. Μόνο άνθρωποι.