Οι λαθρόψυχοι (7)

Εmigration 24grammataΟι λαθρόψυχοι (7)

Λαθραίων έργα

Μικρές ιστορίες για φανερούς μετανάστες

Δοκιμές αναζήτησης για τα λαθραία όνειρα, τις λαθραίες ελπίδες, τα λαθραία συναισθήματα ολοφάνερων ανθρώπων

Περιμένουμε και τις δικές παρόμοιες σύντομες ιστορίες (650 – 1000 λέξεις). Στο τέλος θα εκδοθεί ένα συλλεκτικό ψηφιακό και έντυπο βιβλίο (το 24grammata.com διατηρεί το δικαίωμα να μη δημοσιεύει ιστορίες που δε συνάδουν με τις υπόλοιπες. Έναρξη συλλογής: 18/02/2014)

Διαβάστε και τα άλλα μικροδιηγήματα της ίδιος σειράς: εδώ

 

  1. Γιώργος Δαμιανός, Ιταλικό όνειρο, εδώ

  2. Γιώργος Νικ. Σχορετσανίτης, Το ταξίδι σαν απόδραση – αλλά από πού; εδώ

  3. Τίνα Κουτσούμπου, Ο Καινούριος, εδώ

  4. Σωτήρης Αθηναίος, Η βουβή μούμια, εδώ

  5. Στέλιος Μοιρας, True story, εδώ
  6. Θεοχάρης Παπαδόπουλος,   Η ανηφόρα μιας ζωής εδώ

7ο

Απατηλά Όνειρα

γράφει ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Η Θάλασσα με έφερε απ’ το νησί στην Αθήνα, ο πατέρας μου το υποσχέθηκε θα ερχόταν στην πόλη να με δει. Η χαρά μου μεγάλη, ίσως να μ’ έβγαζε απ’ το υπόγειο δωματιάκι που έμενα, θα πηγαίναμε στο κέντρο μαζί, σε κινηματογράφο ίσως να μου αγόραζε κι ένα ράδιο, μόλις είχαν βγει τα τρανσίστορς, θα δοκίμαζα παγωτό, μια πολυτέλεια. Θα πηγαίναμε στο βασιλικό κήπο, θα μου αγόραζε κι ένα πανωφόρι από τα σαράφικα της οδού Αθηνάς, έκανε τόσο κρύο. Κοίταζα το ηλεκτρικό φως και δεν πίστευα στα μάτια μου, πρώτη μου φορά το είδα, τα λεωφορεία, τον ηλεκτρικό, έκανα κολεξιόν άδεια κουτιά από τσιγάρα, αυτά που ήταν πεταμένα στην άκρη του δρόμου, ήταν τόσο όμορφα! Η μοναξιά μου μ’ έπνιγε, ένα αθώο παιδικό μυαλό.  Ο πατέρας ήρθε, πήγαμε στην Αθήνα, μου αγόρασε μια τσίκλα Άνταμς,

«Ήρθε η ώρα να ξενιτευτείς» μου είπε, «μετά από μερικές μέρες φεύγεις.»

Μου αγόρασε μια κουβέρτα κατάλοιπο του αμερικάνικου στρατού, ενός γέρικου σταχτο-γκρι χρώματος

«Με αυτό θα φτιάξεις μακρύ παντελόνι να φαίνεσαι άνδρας.»

Με πήγε σε ράφτη, μου πήρε τα μέτρα, κατάφερε κι έφτιαξε κι ένα σακάκι.

«Τα κοντά σου παντελόνια θα τ’ αφήσεις εδώ.»

Κατεβήκαμε στον Πειραιά. Απ’ τις γωνιές των δρόμων της Τρούμπας παρουσιαζόταν γυναίκες να κρατούν μεθυσμένους Αμερικανούς ναύτες, με την άσπρη στολή τους να τους τραβούν σε διάφορα καμπαρέ, στα στέκια, εκεί όπου βασίλευε ο Παράδεισος    των ναυτικών.

Βρέθηκε ένα βαπόρι, η ελπίδα για ταξίδι, για μια καλύτερη ζωή.

Στο λιμάνι της  Νέας Υόρκης το έσκασα, έμεινα  λαθραίος.

Για να ζήσω έπλενα πιάτα.

Μια  νύχτα ξαφνικά άκουσα ομιλίες θόρυβο. Γύρισα το κεφάλι, δυο κοκκινοτρίχιδες, μου έδειξαν κάτι σαν ταυτότητα, κόντευαν να μου βγάλουν τα μάτια.

Από πού είσαι; Να δω τα χαρτιά σου;

Έλληνας, χαρτιά δεν  έχω.

Στην ανάκριση ρώτησαν:

Σου αρέσει η Αμερική;

Ναι,

Με έβαλαν φυλακή, στο νησί Έλλις

Ο καιρός περνούσε, οι μέρες, οι μήνες,  η απελπισία είχε φωλιάσει στην ψυχή μου. Στην Ελλάδα στο χωριό, φτώχεια  όλοι περίμεναν τον οβολό μου για να ζήσουν.

Τα βράδια κοντά στα μεσάνυχτα σηκωνόμουν απ’ το κρεβάτι και στις μύτες των ποδιών μου περπατούσα έως το σιδηρο-καγκελόφραχτο παράθυρο.

Εκεί κάτω στην δεξιά γωνιά είχε μια καθαρή επιφάνεια τζαμιού, κολλούσα το μάτι μου σ’ αυτήν  και κοίταζα. Από μια τόσο δα μικρή τρυπούλα χωρούσαν τόσα πολλά, απίστευτο. Φαινόταν σα να είχε ανοίξει ο ουρανός τεράστια κτήρια είχαν κατεβεί απ’ τον ουρανό και είχαν βάλει τις ρίζες τους στο Μανχάταν σαν πλοκάμια θηρίου και προσπαθούσαν ασφυκτικά να το πνίξουν. Φωτισμένα παράθυρα, κιτρινωπά, χλωμά, άσπρα φθοριούχα, άλλα κυκλικά, στενόμακρα, πολύχρωμα, έδιναν την εντύπωση πλεξίματος δαντέλας. Για βελόνες οι τεράστιοι μυτεροί ουρανοξύστες. Το φωτάκι της σημαδούρας αγκυροβολημένη στον ποταμό αναβόσβηνε, αυτής που βοηθούσε την πορεία των πλοίων. Χορεύοντας με την λικνιστική κίνηση των κυμάτων ακουγόταν το καμπανάκι, και μια βαθιά ανάσα λες και υποφέραμε μαζί.

Η μικρή τρύπα ήταν ο κινηματογράφος μου η ζωή μου, κοιτώντας όλα αυτά με τα μάτια υγρά αποκοιμήθηκα. Στο βάθος του εγκεφάλου μου ακούστηκε θόρυβος, κλειδιά αλυσίδες. Ξύπνησα τρομαγμένος, η θέα από την τρύπα είχε αρχίσει να χλομιάζει. Τρέχοντας πήγα στο κρεβάτι και χώθηκα κάτω απ την κουβέρτα.

Η μαγκούρα του φύλακα, άρχισε να δέρνει τον σιδερένιο σκελετό του κρεβατιού.               Όλοι επάνω, μας κατέβαζαν στην κεντρική αίθουσα.  κάθε κεφάλι που περνούσε απ την πόρτα ακουγόταν κι ένα κλικ, μετρούσαν το κοπάδι.

Με το κάθισμα του ήλιου η φωνή του δεσμοφύλακα τρυπούσε τ’ αυτιά των κρατουμένων, κρατούσε μια μαγκούρα, έτσι για να δίνει έμφαση στο ποιος ήταν το αφεντικό.

Ώρα να κλειστείτε στα κελιά σας ωρυόταν, θα  έπρεπε να περάσομε  μια παγωμένη περιτριγυρισμένη αυλή, όπου σε κάθε γωνία της μας  παρατηρούσαν οπλισμένοι φύλακες, ανεβασμένοι στις σκοπιές τους. Από την αυλή αυτή ξεκινούσε μια  παλαιά σιδερένια σκουριασμένη και παγωμένη σκάλα, αυτή που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο, εκεί όπου βρισκόταν τα κελιά μας. Σήκωσα  το κεφάλι μου ψηλά, ένα κύμα  από γλάρους πετούσαν έκαναν βουτιές στο λιμάνι, κράζοντας χαρούμενα. Άρχισα να τους μετρώ, η ελπίδα ελευθερίας φώλιασε μέσα μου σα να ήταν γλάρος.   Δεν άντεξα τους φώναξα! «Eε! εσείς αδέλφια μου, πουλιά να ξέρατε πόσο σας ζηλεύω που πετάτε ελεύθερα,  θαλασσοπούλια μου, καθρέφτες της ψυχής μου, που κυνηγάτε τα βαπόρια στης προπέλας τα αφρώδη απόνερα.» Θόρυβος ακούστηκε από πίσω μου, προχωρείτε φώναζαν… το σπρώξιμο από την ανθρώπινη μάζα ισχυρό, καταπιεστικό. Μάταια κρατιόμουν  από τις χειρολαβές της σκάλας, ζήλευα την ελευθερία των γλάρων, δε άντεχα άλλο.  Έφτασα ως στο κεφαλόσκαλο, κρατήθηκα, οι άλλοι με  έσπρωχναν, προχώρα μην χαζεύεις,  θα σε τσακίσουν οι από πίσω μου φώναξε ο διπλανός μου.

«Μα, οι γλάροι μου;»

Μπροστά μου έχασκε η πόρτα της φυλακής τα κάγκελά της φάνταζαν σαν δόντια σε  στόμα θηρίου, που περίμενε να καταπιούν  έναν καινούριο Ιωνά.

Σπρώχτηκα,  καταβροχθίσθηκα στην κοιλιά του σκοτεινού ματωμένου υγρού κελιού,  ένα κύμα μίσους ανημποριάς με  κυρίεψε, εναντίων του κατεστημένου, εναντίον των ανθρώπων, δεν είπα τίποτε σε κανένα, ποιος θα με  άκουγε;

Τράβηξα για το στρώμα μου, ξάπλωσα και  κλείστηκα στον εαυτόν μου ακόμα πιο πολύ… με όνειρα την ελπίδα, πίσω το χωριό μου, την Ελλάδα μας,  τη θάλασσα,   τους γλάρους, τα βαπόρια.

Οι γλάροι με συντρόφευαν στην καταχνιά της ζωής μου σε αυτό το νησί των κατατρεγμένων το «Έλλις» σφηνωμένο στο στόμιο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.

Πέρασα πολλές μέρες, κρατούμενος 4 ολόκληρους μήνες, όχι δεν ήμουν εγκληματίας, αλλά ένα αθώο παιδάκι, δεν ζητούσα τίποτα παρά μόνο να χορτάσω με τα τρίματα αυτά που έπεφταν απ’ το τραπέζι των εχόντων και κατεχόντων.

Με τον καιρό βρέθηκε ένα βαπόρι, με πήρε υπ’ ευθύνη του ο καπετάνιος ότι δεν θα πατούσα το πόδι μου στη στεριά για ένα χρόνο που έγιναν τρία, όμως ήταν μια ευκαιρία ελευθερίας, μια ευκαιρία μεροκάματου μιας βοήθειας που τόσο περίμεναν πίσω στο χωριό.