Ο Διηγηματογράφος Ιωάννης Κονδυλάκης

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

γράφει ο Στεργιόπουλος Κώστας,  από το:  «Ιωάννης Κονδυλάκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα 1997, Σοκόλης. Σσ. 329-333

Το αφηγηματικό έργο του Κονδυλάκη -τουλάχιστον το καθαρά λογοτεχνικό- παραμένει κατά βάση διηγηματογραφικό. Και τούτο ισχύει ακόμα και για τον πολυσέλιδο Πατούχα, τη μεγάλη νουβέλα του, όσο κι αν επιμένουν μερικοί, παρασυρμένοι απ’ την έκτασή του, να τον χαρακτηρίζουν μυθιστόρημα, αν λάβουμε υπ’ όψη, ότι κι η νουβέλα στη δομή και στην εσωτερική της σύσταση δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά ένα μεγαλύτερο και κάπως πιο σύνθετο διήγημα. Γιατί ούτε Οι Άθλιοι των Αθηνών, μυθιστόρημα επιφυλλιδογραφικό, παρ’ όλο τον πλούτο του υλικού του και τις διάσπαρτες εδώ κι εκεί λαμπρές σελίδες, ούτε -πολύ περισσότερο- το επίσης επιφυλλιδογραφικό ιστορικό μυθιστόρημα Το 62. Κάτω ο τύραννος!, ούτε καλά-καλά και τα νεανικά εκείνα Διηγήματα του 1884 ανήκουν στην καθαρά λογοτεχνική του παραγωγή.

Στον Πατούχα, βέβαια, υπάρχει οπωσδήποτε μια μυθιστορηματικότερη ανάπτυξη, κι ο συγγραφέας παρουσιάζει και ψυχογραφεί περισσότερα πρόσωπα. Η διήγηση όμως, ουσιαστικά, περιστρέφεται γύρω από έναν κεντρικό ήρωα κι έναν κεντρικό θεματικό άξονα: από τη μια, τον ακοινώνητο κι απομονωμένο ως τότε στα κοπάδια και στις στάνες του πατέρα του δεκαοχτάχρονο Μανόλη, «με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα όποια είχε μεταδοθή το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν», που το ανοικονόμητο σουλούπι του γίνεται αφορμή να του κολλήσουν το παρατσούκλι «Πατούχας», κι από την άλλη, το ορμητικό ξέσπασμα του ερωτισμού του, που τον σπρώχνει ασυναίσθητα ν’ αφήσει μια μέρα τα βουνά και να κατέβει άξαφνα στο χωριό, ζητώντας να δώσει διέξοδο στους χυμούς της εφηβείας του. Ο μύθος αρχίζει να πλέκεται απ’ την επιστροφή του Μανόλη στο πατρικό του σπίτι, κορυφώνεται ύστερα από ορισμένα επεισόδια, άμεσα ή έμμεσα συνδυασμένα με τον αξεθύμαστο ερωτισμό του, και η λύση δίνεται με το γάμο του.

Ο Πατούχας, ωστόσο, είναι ένα έργο με πολλές προεκτάσεις -και συμβαίνει ν’ αποτελεί όχι μόνο την πιο πλατιά σύνθεση του συγγραφέα του, μα κι ένα σημαντικό σταθμό της αφηγηματικής πεζογραφίας μας. Γιατί, με βάση το κεντρικό αυτό μοτίβο και το κύριο τούτο πρόσωπο, ο Κονδυλάκης καταφέρνει να κινήσει μια ιστορία, όπου εξ ίσου σημαντικός και κύριος πρωταγωνιστής είναι το κρητικό ύπαιθρο κ η ανθρώπινη κοινωνία του, δίνοντας μας έναν έντονα χρωματικό ηθογραφικό πίνακα και ταυτόχρονα μια διεισδυτική από την άποψη της ψυχολογίας των προσώπων ψυχογραφία, με ζωντάνια και παραστατικότητα, με σωστή διαγραφή των χαρακτήρων, με ανεξάντλητο χιούμορ και διασκεδαστική σάτιρα. Κανένας άλλος συγγραφέας δε μας έδωσε τόσο ζωντανά και τόσο αυθεντικά την ατμόσφαιρα της Κρήτης και, γενικότερα, την κρητική νοοτροπία και τα «ήθη» εκείνων των χρόνων, το μίσος εναντίον του Τούρκου, την ιδιορρυθμία και τον περήφανο χαρακτήρα του Κρητικού, μένοντας έτσι σταθερά προσγειωμένος στη γύρω του πραγματικότητα και στα ανθρώπινα μέτρα.

Εντούτοις, ανάμεσα στον Πατούχα και στη νουβέλα του Πρώτη αγάπη, όπου έχουμε, μέσα στο ίδιο και πάλι ηθογραφικό πλαίσιο, τον αμοιβαίο έρωτα μιας όχι και τόσο νεαρής κοπέλας κι ενός πολύ μικρότερου της έφηβου, στέκεται το διήγημα του Κονδυλάκη. Και λέγοντας διήγημα, εννοούμε κυρίως τη συλλογή του Όταν ήμουν δάσκαλος, με την ομότιτλη μικρή νουβέλα στην αρχή και τα δεκαεπτά μικρότερα διηγήματα κατόπιν, και, κατά δεύτερο λόγο, όσα ελάχιστα διηγήματα περιλαμβάνονται στον ίδιο τόμο με την Πρώτη αγάπη. Κι αν στα δυο άλλα μεγαλύτερα σε έκταση αφηγηματικά έργα μας δίνεται η ευκαιρία να εκτιμήσουμε τις συνθετικές του ικανότητες, στα διηγήματα τούτα μπορούμε να χαρούμε ασφαλέστερα την ουσιαστική του συντομία και την κλασική του λιτότητα.

Ο Κονδυλάκης ήτανε διηγηματογράφος, και από ιδιοσυγκρασία και επειδή τον ανάγκασαν οι συνθήκες της ζωής του. Ο Πατούχας απομένει στο έργο του μια εξαίρεση, κι όπως ομολογούσε κι ο ίδιος, γράφτηκε στα διαλείμματα των συνεδριάσεων της Βουλής για την «Εφημερίδα» του Κορομηλά. Και χρειάστηκε αρκετός καιρός, ώσπου να πάρει την οριστική του μορφή και να βγει σε βιβλίο. Και την Πρώτη αγάπη δεν την τύπωσε παρά αφού πήρε τη σύνταξή του. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι έγραφε δύσκολα και στα διαλείμματα πάντοτε της καθημερινής του δουλειάς, κι η εφημερίδα του έτρωγε τόσες ώρες, ώστε ούτε ο καιρός, ούτε η αποκαμωμένη του διάθεση του άφηναν περιθώρια για κάτι περισσότερο. Η φροντίδα του, από την άλλη μεριά, για την ποιότητα και η τάση του να περιορίζεται μονάχα σ’ ό,τι θεωρούσε ουσιαστικό τον οδηγούσαν μοιραία προς το διήγημα. Η ταχύτητα της ματιάς, που ξέρει να ξεχωρίζει βιαστικά και χωρίς χρονοτριβή το «ουσιώδες», η γρήγορη διαγραφή των προσώπων και, γενικά, το «λακωνίζειν» υπήρξαν στην περίπτωσή του όχι μόνον αρετές έμφυτες, αλλά και ιδιότητες που τις όξυνε η μακρόχρονη θητεία του στη δημοσιογραφία και, συχνά, τις επέβαλλε η βιοποριστική του απασχόληση.

Έτσι, στο διήγημα και τη μικρή νουβέλα το ταλέντο του βρήκε τη φυσική του διέξοδο. Εδώ, είναι ο κλασικός Κονδυλάκης, ο μεταφραστής του Λουκιανού κι ο εραστής των αρχαίων πεζών συγγραφέων. Πλάι στη χρωματική ζωντάνια του Πατούχα και στον ηθογραφικό νατουραλισμό και τη λίγο ως πολύ νοσηρή ατμόσφαιρα της οπωσδήποτε σημαντικής και αξιόλογης Πρώτης αγάπης, με την κάπως άψητη και αδούλευτη ακόμα δημοτική, τα διηγήματα του Όταν ήμουν δάσκαλος έχουν κάτι απ’ τη συντομία της μονοκοντυλιάς κι από την κλασική της «ένδεια». Στο βιβλίο τούτο εμφανίζονται πιο περιορισμένα, αλλά λιτότερα και οξύτερα τα βασικά στοιχεία της αφηγηματικής πεζογραφίας του, θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα και πιο προχωρημένα, όσο κι αν η ηθογραφία αποτελεί και σ’ αυτά το έδαφος κι όσο κι αν επικρατεί στα περισσότερα ο ηθογραφικός τόνος.

Βέβαια, ο χώρος και πάλι δεν αλλάζει αισθητά. Η Κρήτη και οι άνθρωποί της, κάποια περιστατικά απ’ την περίοδο των κρητικών επαναστάσεων, η απλή και δύσκολη ζωή του υπαίθρου, που είναι ο αχώριστος σύντροφος της ηθογραφίας μας, αποτελούν συνήθως τα θέματα. Ωστόσο, παράλληλα με το ηθογραφικό πλαίσιο και τη σκηνογραφία του κρητικού χώρου και μαζί με τα στιγμιότυπα των κρητικών αγώνων, έχουμε και μερικά διηγήματα που κινούνται σε αθηναϊκό περιβάλλον. Το καφενείο του Ζαχαράτου και το Ζάππειο, τα γραφεία των εφημερίδων, η πλατεία του Συντάγματος και η αθηναϊκή συνοικία της εποχής εκείνης κάνουν κάθε τόσο την εμφάνισή τους, σα να θέλουνε ν’ αλλάξουν για λίγο το σκηνικό και να προσθέσουν κάποια ποικιλία. Ό,τι όμως προωθεί εδώ την ηθογραφία του δεν είναι τόσο η αλλαγή του χώρου όσο η λιτή του διατύπωση και η διεισδυτικότητα των ψυχολογικών του παρατηρήσεων. Γιατί, είτε στην περιορισμένη κι ανεξέλικτη κοινωνία του κρητικού υπαίθρου, είτε στο αστικό αθηναϊκό περιβάλλον εκτυλίσσονται τα θέματά του, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, βάση μένει πάντα το ψυχολογικό του υπόστρωμα.

www.potheg.gr