“Ο Θάνατος στη Βενετία” του Τόμας Μαν είναι ένας μεγάλος θάνατος

thomasmann 24grammata.com24grammata.com/ ιστορία της λογοτεχνίας

«ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η έκφραση του ωραίου συνιστά για την αρχαιότητα, όχι απλά μια επάρκεια, μια ισορροπία ψυχής και σώματος, μα ένα είδος γλώσσας, μια αντίληψη του κόσμου, μια προσέγγιση της υπερβατικότητάς του, σημειώνει στο «Χαμηλό Ουρανό» του ο Τερζάκης. Συμπληρώνοντας την παραπάνω διατύπωση, ανασύρουμε την επισήμανση του Max Jacob για τους νόμους του ωραίου, την αδιαμφισβήτητη αιωνιότητά τους, τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί μόνο ο τρόπος εφαρμογής, καθώς ποτέ δεν θα μπορέσουμε να σταθούμε αληθινά πρωτότυποι.
Υπακούοντας πειθήνια στη δημιουργική αναγωγή αξιωματικών θεωρήσεων για την τέχνη και την ηθική της, θα μπορούσαμε να επιστρατεύσουμε τούτα τα ειδικά θεωρήματα προκειμένου να προσαρμοστεί ένα διαφορετικό συμπέρασμα. Με άλλα λόγια, δεν θα συνιστούσε μια εξαιρετική αυθαιρεσία, αν εντάσσονταν μες σε αυτά τα πλαίσια επισημάνσεις σχετικές με την πρωτοτυπία των ιδεών, το επίμονο, αταβιστικό τους βάρος που καθηλώνει και προσδίδει το στοιχείο της διαχρονικότητας. Ίσως έτσι θα μπορούσε να απαντηθεί η προσήλωση του κορυφαίου Τόμας Μαν στη διατύπωση θεμελιωδών, ανθρώπινων θεματικών, όπως ο θάνατος ή εκείνη η ενσυνείδητη υποταγή στο μέτρο και τα όρια της προσωπικής αξιοπρέπειας, καθώς εξαντλείται μες στην ερωτική παραφορά και την εσωτερική αναζήτηση. Ο σπουδαίος, νομπελίστας συγγραφέας, κατορθώνει με το έργο του «Θάνατος στη Βενετία» να αμφισβητήσει τα όρια της ερωτικής εξάρτησης, να θέσει υπό ένα ανθρωπινότερο πρίσμα, τον ίδιο τον έρωτα και την ψυχική του ένταση. Με την περιεκτική του αφήγηση, ο Μαν επιτυγχάνει να καταστήσει τους προβληματισμούς του γαιώδεις και ισότονους, ικανούς δηλαδή να συγκινήσουν και να ερεθίσουν τη συναισθηματική νοημοσύνη του κοινού, όλων των εποχών. Η αυτοβιογραφική περσόνα, -τουλάχιστον έτσι θα μπορούσε να καθοριστεί η προσωπογραφία του Άγκενμπαχ-, προβαίνει με την ηθική και τη θαρραλέα θέλησή του να ακυρώσει οριστικά τα κοινωνικά στερεότυπα, επιβεβαιώνοντας τον Πλάτωνα για την οριστική εξορία των ποιητών. Με κυρίαρχη τη λογική της απελπισίας, την τόσο παράδοξη μα και έντιμη, ο Μαν αφήνεται στην αποκαθήλωση της τέχνης από κάθε ηθικό έρεισμα. Ο συγγραφέας πρωταγωνιστής του «Θανάτου» εγκαταλείπει οριστικά τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής του και έτσι, λυτρωμένος από το καθήκον και τις επιταγές της καλλιτεχνικής δημιουργίας βιώνει οριακά πια την ανθρωπιά του.  Καθώς το αδιόρατο πτώμα του πολιτισμού, το οποίο υφίσταται πίσω από κάθε μύθο και προσφέρει απλόχερα την εδραίωση του τελευταίου, έτσι και ο Μαν στέκει ευάλωτος πίσω από τον ολοζώντανο και παθιασμένο, ανθρώπινο εαυτό, το μόνο μέσο προκειμένου να οριστικοποιηθεί η ανθρώπινη παρουσία. Δίχως να λησμονούμε την εκκεντρική εκλέπτυνση, με την οποία ο πολύς Λουκίνο Βισκόντι ρεαλιστικοποιεί τις εναγώνιες αναζητήσεις του έρωτα, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στην ανθρωπογεωγραφία του πρωταγωνιστή τη στόχευση του Τόμας Μαν. Μια στόχευση, η οποία επιδιώκει την αποκάλυψη του προσώπου σε όλη την τραγικότητά του, ένα είδος δηλαδή αισθητικού φαινομένου που αντλεί τα χαρακτηριστικά του από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Ο Μαν επαναφέρει αριστοτεχνικά τις τετριμμένες ιδέες του θανάτου και του έρωτα, αναδεικνύει την προσκόλληση του προσώπου σε τούτο το αντιφατικό δίπτυχο, απαντώντας ίσως ακόμα στην ίδια την εποχή μας και τα ερείσματα για μια λογοτεχνική δημιουργία επικεντρωμένη στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Ο Ισπανός διηγηματογράφος Θέλα, όταν μιλεί περί λόγου, επισημαίνει πως ετούτος δεν μπορεί να γράφεται με το χρυσάφι, παρά μόνο με αίμα, δάκρυα, ακαθαρσίες ετοιμοθάνατων, μακριούς , αποκαλυπτικούς ρεμβασμούς και εσωτερικές καταπτώσεις. Ο ήρωας του Μαν ακριβώς σε τούτη τη διδασκαλία φαίνεται να υπακούει, καθώς περιφρονεί τα πρότυπα της τέχνης του και συνεπάγεται μια ταύτιση των ηθικών προβλημάτων της εποχής του με τα επίκαιρα, κάθε φορά ζητήματα συμπεριφοράς. Η δυστυχία του ανθρώπου, -και εδώ πια μιλούμε για μια ολοφάνερη πρωτοτυπία-, η λύπη του προσώπου, η ρημαγμένη του τοπογραφία, δεν θα βασιστεί στο επιθανάτιο δράμα, αλλά στην ίδια την αγάπη, ένα καθολικό και αναπόδραστο συναίσθημα , ικανό να θέσει σε αμφισβήτηση κάθε ανθρώπινη συνέπεια. Το ηδονολατρικό πάθος της αυτοκαταστροφής, ένα ανθρώπινο φορτίο, σχεδόν γενετικό, συνιστά τον πρωταρχικό παράγοντα για τη διαμόρφωση μιας τέχνης τραγικής, ικανής να συλλάβει τις ανθρώπινες εμμονές, τις αφετηρίες τους, τη φριχτή τους ένταση όταν πια σχετίζονται με τα «ανθρώπινα.» Ετούτη η ιερή πείνα, ετούτη η επαναλαμβανόμενη περιπλάνηση ως την καταστροφή και την τελική ακύρωση του πνεύματος, φαίνεται να διατρέχει το αριστουργηματικό έργο του Μαν. Μια ολόψυχη παραδοχή της ανθρώπινης αδυναμίας, μια ευτυχή μετατόπιση του μαρτυρικού σταυρού από το μέσον της θρησκείας στους τόπους πια της καρδιάς, είναι εκείνο που επιδιώκεται από τον «Θάνατο στη Βενετία.» Και δεν θα σταθεί λοιπόν κανένας δισταγμός όταν το πρόσωπο θα καταργείται για να λάμψει τελικά η επιθυμία, δύναμη κινητήρια για το ανθρώπινο δράμα, μια αφορμή για να αποκαλυφθούν πια οι αποδείξεις της αθωότητάς μας, της φυσικής ροπής προς την ένταση και την υπερβατική ποιότητα του έρωτα, του μόνου δέους εμπρός στο φάσμα του θανάτου. Δεν θα υπάρξει λοιπόν ποτέ ο αρνητής του σκοταδιού, δεν θα υφίσταται σε καμιά περίσταση ένα αντιστάθμισμα εμπρός στη βουλιμία και την έξη της ατομικής ζωής, για τούτο μας διαβεβαιώνει ο Τόμας Μαν.
Σημειώνουμε τα λόγια του Ανδριανού, μες στα εξαίσια «Απομνημονεύματα» της Γιουρσενάρ, επισημαίνουμε εκείνη τη διατύπωσή του για την ηρωική αρετή του ανθρώπου που κρατιέται ζωντανή από το θάνατο, τα γηρατειά, τον έρωτα, την προδομένη φιλία, τη δίχως ανταπόκριση αγάπη, τη μετριότητα μιας ζωής, λιγότερο πλατιάς από τα σχέδιά μας. Οφείλει κανείς να αναγνωρίσει λοιπόν ετούτα τα στοιχεία παρόντα μες στο έργο του Τόμας Μαν. Και είναι επαρκή προκειμένου να λογιστεί ως κλασσικό το έργο του περίφημου αντιναζιστή, αρκετά λοιπόν για να συλληφθεί και να απεικονιστεί σε όλο του το δραματικό μεγαλείο ο τραγικός άνθρωπος, η μεγάλη του μοναξιά, η βραχεία ηδονή και ο τόσο μεγάλος πόνος.