«Ο ΚΟΜΗΣ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ»

24grammata.com-  Ιστορία της Λογοτεχνιας

 Από τον Διονύσιο Σολωμό, στον Ιζιντόρ Ντικάς,

και από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, στον σύγχρονο μελετητή Γιώργο Αριστηνό.

«Να κάνουμε την ποίηση μυθιστόρημα»
Γ. Σαραντάρης

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Θα αποτολμήσουμε μια απόπειρα συγχρωτισμού. Έναν με άλλα λόγια συγχρονισμό της μηνυματικής με την οποία προικίζονται τα λογοτεχνικά έργα. Μια εμβάθυνση στα εσωτερικότερα στοιχεία έργων, για τα οποία δεν υφίσταται μια κοινή καταγωγή, μια αφετηρία κοινή, αλλά διαπνέονται από μια ταύτιση ιδεολογικού περιεχομένου.  Πρόκειται για μια ουσία νεοτερικής αντίληψης, με την έννοια του κόπου να καταστεί αιώνιο το επίκαιρο, να εκμαιευτεί μέσα από το σύγχρονο, η έννοια και η ουσία της ποιητικής δημιουργίας. Με στόχο ετούτη την κατασταλαγμένη προσέγγιση και αυθαιρετώντας τόσο, ώστε να δικαιωθεί εκείνος που είπε πως σκοπός της κριτικής δεν είναι άλλος από το να ιδωθεί, όχι εκείνο που μια καλλιτεχνική δημιουργία δεν είναι, αλλά η βαθύτερη του, δημιουργική δυνατότητα, μια μεταφυσική του δηλαδή δυνατότητα, που να ξεπερνά την τέχνη την ίδια, να την υπερβαίνει, καθιστώντας την ιδεολογία με βάση και στόχευση ανθρωπιστική. Σε τούτη την απόπειρα, λοιπόν ομαδοποίησης και ευθυγράμμισης, καθώς συμβαίνει στην περίπτωση μιας αγωνίας φύσεως αστρολογικής, επικαλούμαστε τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ιζιντόρ Ντικάς, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον σύγχρονο μελετητή και στοχαστή Γιώργο Αριστηνό.
«Αναζητώντας την έννοια του κακού, μες στην ανθρώπινη πνευματικότητα και τη συνεπή της πράξη.» Η υπαρξιακή αυτή αποκάλυψη του Αριστηνού, σχετικά με τη βάση για τη δημιουργία του τελευταίου του μυθιστορήματος «Φλας της Νύχτα» συνιστά το βασικό υλικό, επί του οποίου στηρίζεται η προλεγόμενή μας αυθαιρεσία. Διότι είναι τολμηρή, ειλικρινής και αντιφατική ετούτη η επισήμανση του Γιώργου Αριστηνού, ένα είδος αλήθειας, το οποίο μπορεί και ξεπερνά τις δομές και τις αναλύσεις επί του έργου του. Προτού όμως περάσουμε στην εκτίμησή μας, σκόπιμο είναι να δικαιολογήσουμε την αλήθεια του Αριστηνού, με την ίδια τη βιωματική θέση του συγγραφέα. Η εριστικότητα, η κατά συνείδηση αντιφατικότητα του Κοζανίτη συγγραφέα έρχεται να συναντήσει την αντιστοιχία της σε έργα ανάλογης σκόπευσης και διεισδυτικότητας, όπως τα «Άσματα του Μάλντορορ», του Κόμη Λωτρεαμόν, τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» αλλά και την εξειδικευμένη θέαση του αστικού και επαρχιακού περιβάλλοντος των αρχών του αιώνα, όπως εκφράστηκε μέσα από την εσωτερική διηγηματογραφία του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μιλούμε για έργα αιρετικά, τα οποία, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Δάλλας στη μελέτη του για τον «πολιτικό» Αναγνωστάκη, παρουσιάζουν ένα είδος αισθητικής και ιδεολογικής απόκλισης, ανάμεσα σε πολλαπλούς ορίζοντες προσδοκίας.
Η συγγένεια του Αριστηνού με την περίπτωση του Γιώργου Χειμωνά θα μπορούσε να εκτιμηθεί μεμονωμένα, διαπιστωμένη με ένα άλλο είδος σύνδεσης, περισσότερο γλωσσικό. Μα τούτο διαφοροποιημένα, έξω και πέρα από το σχήμα, το οποίο θα παραθέσουμε.
Οι περιπτώσεις των δημιουργών που αναφέραμε, μαζί με την περίπτωση του Αριστηνού,-ας μας συγχωρεθεί η αναγωγή και ας κατανοηθεί η διάθεσή μας να ταυτιστεί το επίκαιρο με εκείνο, το οποίο αναβλύζει από το σώμα της παράδοσης-,σχηματοποιούν ένα πλαίσιο ιδεολογικό και μια γεωμετρία κοινής προσεγγίσεως, απέναντι στον άνθρωπο και το περιβάλλον του. Ας ακολουθήσουμε μια σειρά αναφοράς, με βάση την ομαδοποίηση των δημιουργών σε εθνικά και μη πρότυπα. Έπειτα ετούτη η κατάταξη θα αναχθεί και σε επίπεδο χρονολογικό. Ο Ισίδωρος Ντικάς, στα «Άσματά» του, υιοθετεί την αισθητική του «τερατώδους», μια πρακτική με συμβολιστικό περιεχόμενο μα και μια παραδοχή της αντίστοιχης, ανθρώπινης όψης.  Η ανθρώπινη, υποσυνείδητη κτηνωδία είναι εκείνη που θα αναδυθεί από τη λυσσώδη γοητεία των ασμάτων του Λωτρεαμόν. Ο δημιουργός, υμνητής του κακού στη σύνθεσή του προσβλέπει στην αποκάλυψη της ηδονής, της κακίας, των μύχιων ενστίκτων του ίδιου του προσώπου. Διαπιστώνεται η τόλμη του ποιητή, η ειλικρίνειά του, εκείνη που μοιάζει με προσβολή, με ένδειξη μιας παραφροσύνης, μια ορμητικής τρέλας να δηλωθεί το ανομολόγητο, το ανείπωτο, εκείνο που παραμένει βυθισμένο στα ανεξερεύνητα εδάφη του υποσυνείδητου και μόνο με ένα κάλεσμα τέτοιο, πληθωρικό και ευθύ, ελεύθερο μπορεί σαφώς να ανασυρθεί και να σταθεί στην επιφάνεια. Στην περίπτωση των «Ασμάτων» του Ντικάς, επαληθεύεται η βασική, φιλοσοφική εκτίμηση του Αριστηνού. Πρόκειται για ένα κοινό σημείο, μια αφετηρία, για τον άνθρωπο που δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι καλός, αφού τέτοια δεν υπήρξε ποτέ η ροπή του, η φυσική του κλίση δεν στάθηκε ποτέ καταφατική, μα εκπορεύτηκε μέσα από τη μοχθηρότητα, την τραχύτητα την εσωτερική, μια σκληρή θεώρηση του κόσμου και των ορίων του. Με όχημα την ιερότητα της απώλειας, τη θρησκευτικότητα του σπαραγμού, ο Ντικάς διατυπώνει έναν ύμνο προς την ενστικτώδη πράξη του φόνου, η οποία και αποτελεί, δίχως αμφιβολία μια κορυφαία πράξη ζωής. Ετούτο το κοινό στοιχείο στη λογοτεχνία του «κακού», όπως θα μπορούσαμε να κατατάξουμε την αισθητική που ολοκληρώνεται στη δημιουργική πρόθεση του Αριστηνού,  με σκηνογραφική μάλιστα αντιστοιχία, εμπλουτίζεται και συγκροτείται με την επισήμανση μιας κτηνωδίας ανθρώπινης, μιας νύκτιας θηριωδίας. Έναν χρόνο, δηλαδή, ακαθόριστο, με ασαφή την ακολουθία των γεγονότων, όπως συμβαίνει στους πεζογράφους της σχολής της Θεσσαλονίκης, όπου η εμπειρία εκτείνεται πλέον σε έναν κάθετο άξονα, συνιστώντας έναν χώρο οδύνης και ανθρώπινης ανάλυσης. Μα με σαφή πάντα τα στοιχεία της τραχύτητας και της αποστροφής, μιας ανερμήνευτης, άλλοτε ολοφάνερης ή σαφούς διαστροφής, φυσικής και επακόλουθης για το ανθρώπινο πρόσωπο. Η αναγωγή των παραπάνω σε σύμβολα, η εκτίμηση της ατμόσφαιρας των «Ασμάτων» και του «Φλας» σε ένα επίπεδο επίκαιρο, φανερώνει μια μυστική επικαιροποίηση, έναν αντίκτυπο συλλογικότερο, ο οποίος αν για τον Λωτρεαμόν παραμένει αμφίβολος ή διερευνητικός, για τον Αριστηνό αποτελεί μια στερεωμένη πραγματικότητα. Το φλας του τίτλου ίσως ετούτο να αποκαλύπτει, μια δηλαδή, απογύμνωση ενός ήδη, σκληρότατα διαμορφωμένου ορίζοντα. Μες στον ανθρώπινο ψυχισμό ο Ντικάς διακρίνει ήδη την ανθρώπινη ροπή της υπεράσπισης και την τήρησης αρχετυπικών, καταγωγικών ενστίκτων, γεγονός το οποίο δικαιολογεί και υποστηρίζει την αισθητική και την ένταση που προτείνει ο σύγχρονος Γιώργος Αριστηνός.
Στην περίπτωση του «εθνικού» ποιητή Διονυσίου Σολωμού, το ζήτημα του κακού φύεται και κυριαρχεί μες στο κείμενο. Πέρα από τις πολιτικές αναγωγές του κειμένου, επίκαιρες για την εποχή του Ζακυνθινού δημιουργού, η έννοια της ανθρώπινης μοχθηρίας λαμβάνει έναν χαρακτήρα περισσότερο εικονοπλαστικό, ένα είδος δηλαδή σκηνοθεσίας, το οποίο προκάλεσε και συντάραξε με την πρωτοποριακή, για την εποχή του αισθητική. Ο αποκαλυπτικός, βιβλικός χαρακτήρας του Σολωμού υποβάλλει τον αναγνώστη σε μία συναίσθηση της έννοιας του «κακού», επιβεβαιώνοντας μια κοινή προσέγγιση περί ανθρώπινης ψυχολογίας. Η γυναίκα που μεταμορφώνεται, ουσιαστικά αποκτά την πιο ειλικρινή και αρχετυπική της έκφανση, η όψη του ανθρώπου λαμβάνει τις αληθείς διαστάσεις της. Η τοποθέτηση του ποιητή Εγγονόπουλου, για μια τέχνη-διαμαρτυρία απέναντι στο θάνατο, μεταβάλλεται σε μια εκφραστική θέση αποκάλυψης της υποσυνείδητης, ανθρώπινης ψυχολογίας, εκείνης δηλαδή που ουσιαστικά διέπει και κατευθύνει το ίδιο το πρόσωπο. Ο λόγος στην περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, δεν παραμένει υπαινικτικός μα βαθιά συμβολικός. Και τούτο είναι ακόμα ένα κοινό στοιχείο του πλαισίου μες στο οποίο συνθέτεται η «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και το «Φλας» του Αριστηνού. Η τερατώδης αισθητική του Λωτρεαμόν επαληθεύεται απερίφραστα και στο έργο του Ζακυνθινού, δίχως συγκαλύψεις ή υποννοούμενα. Η αναγωγή σε επίπεδα ψυχολογικά συνιστά έναν άμεσο αντίκτυπο του ίδιου του έργου, ένα κατόρθωμά του θα λέγαμε να μπορεί να επικαιροποιείται δηλαδή σε κάθε εποχή και σε κάθε χώρο. Πρόκειται για ένα κείμενο σύμβολο στο σύνολό του, η μηνυματική του οποίου εκτείνεται πέρα και έξω από την όποια μυθιστορία του, επιβεβαιώνοντας ένα είδος λειτουργίας της λογοτεχνίας, βασισμένο στα πρότυπα του Μάκριτζ και την επέκταση του τεχνηέντως δηλωθέντος, πέρα και έξω από το όποιο, λογοτεχνικό σύμπλεγμα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης φαίνεται να διαγράφει μια τροχιά περισσότερο διακριτική ως προς την αναφορά του στην έννοια του κακού. Η χριστιανική θεώρηση του κόσμου και των ανθρώπινων επιλογών, η λογοτεχνική, ας πούμε ειδίκευσή του στην απεικόνιση του αστικοποιημένου, επαρχιώτικου περιβάλλοντος, η χρονογραφική ορισμένες φορές  συγγραφική πρόθεση υπερτερούν, πέρα από κάθε απροκάλυπτη περιγραφή του κακού. Σε τούτο το σημείο θα λέγαμε πως διαφοροποιείται αρκετά, σχεδόν απόλυτα από την εσωστρεφή  λογοτεχνία, τόσο του Ντυκάς, όσο και του Σολωμού στην περίπτωση της «Γυναίκας.» Στην περίπτωση της «Φόνισσας», όπου πέρα από τα ψυχολογικά και ηθικά κίνητρα της κεντρικής φιγούρας εκφράζεται το «κακό» ως πράξη και συλλογιστική, η ανθρώπινη τραχύτητα αποκτά σαθρά ερείσματα, καθίσταται μέγεθος συγκρίσιμο με τα ηθικά πρότυπα του χριστιανισμού. Εξακολουθεί όμως και υφίσταται ως κεντρική ιδέα του διηγήματος, διατρέχουσα κάθε πτυχή του η ίδια η πράξη, η εικαστική και ρηματική ταυτόχρονια έκφραση του θανάτου. Συνιστούν έναν παραλογισμό οι επαναλαμβανόμενες πράξεις της «Φραγκογιαννού», ένα οριστικό σημείο του ανθρώπινου ψυχισμού, ένα είδος τόλμης το οποίο μοιάζει να εμπεριέχεται στην ανθρώπινη ψυχολογία. Η διαστροφή της παιδοκτονίας, η δικαιολόγηση των απεχθών πράξεων με μέτρα κοινωνικά και ηθικά, αναπαριστά την κοινωνία της εποχής, αλλά την ίδια στιγμή αποκαλύπτει το μέγεθος της ανθρώπινης διαστροφής, τα απολύτως ελαστικά όρια των άλογων και άνομων, ανθρώπινων πράξεων,πέρα από ηθικές και ορέστειες, καταδιωκτικές εμπειρίες.Η ψυχραιμία του παπαδιαμαντικού λόγου, αν και διαφέρει βαθιά από τη γλώσσα του Αριστηνού, αλλά και των άλλων δημιουργών, εντούτοις εντείνει την αισθητική του κακού με την ψυχραιμία και τη γαλήνη με την οποία εκφέρεται.Η ένταση του κειμένου και όσως υποδηλώνει  βασίζεται κυρίως στην ίδια τη διηγηματογραφία, επιβεβαιώνοντας, δίχως τεχνικά στηρίγματα, τη δυναμική του ίδιου του μύθου, τη φέρουσα έντασή του, τη νοσούσα και νοσηρή συνάμα, ανθρώπινη αντίληψη της πραγματικότητας και των αναγκών της.
Αναφερόμενοι στην παπαδιαμαντική γλώσσα, οφείλουμε, στην αδόκιμη διαμόρφωση του πλαισίου αυτού, να εντάξουμε ως ένα είδος, γλωσσικού μέσου τον αφηγηματικό λόγο του Γιώργου Χειμωνά. Η φαινομενική του σχέση με εκείνον του Αριστηνού δεν συνιστά ένα ασφαλές συμπέρασμα συνκατάταξης του έργου του στη λογοτεχνία του «κακού», όπως την ορίσαμε, ως μεταφυσική στόχευση. Η αναφορά μας στο λόγο και δη σε εκείνον του Χειμωνά, πέρα από τις όποιες διασυνδέσεις της με το σολωμικό λόγο, αρκετές φορές εμφανείς, σύμφωνα με την «Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Γ. Χειμωνά» του Αριστηνού, πραγματοποιείται για να ορισθεί ένα μέτρο έντασης και υποβολής του δέκτη σε μια λογοτεχνική πράξη βαθιά ανθρώπινη. Μια πράξη δηλαδή, η οποία υπερβαίνει τις απαιτήσεις της τέχνης και πραγματοποιεί μια επώδυνη, εγκάρσια τομή στην ανθρώπινη ψυχή. Η γλώσσα, τόσο στον Αριστηνό όσο και στο Χειμωνά συνιστά ένα ενδοσκοπικό μέσο, ένα όργανο τομής, έναν λόγο σωματικό, ικανό να εκτείνεται πέρα και έξω από τα συνήθη όριά του. Στην περίπτωση του Ντικάς, αλλά και σε εκείνη του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη καλείται να εκφράσει ένα α-χώρητο αίσθημα, καθώς επισημαίνει ο Αριστηνός. Και στέκει ο ίδιος συνεπής στην επισήμανσή του μια και ο λόγος στο «Φλας» συντηρείται μες σε ένα δαιμονικό περιβάλλον, όπου η ανθρώπινη ψυχή συστέλεται και διαστέλεται, όπως ακριβώς τα νοήματα των λέξεων, οι φθόγγοι οι ίδιοι. Το περιεχόμενο, το οποίο σε άλλες περιπτώσεις εντείνει την υποβλητικότητα, εδώ υποκαθίσταται, δίχως να χάνει τη σημασία του από τη δυναμική του ίδιου του λόγου. Ενός μέσου, το οποίο συντηρεί τη δυναμική του ακόμα και με σιωπές, χάσματα, σημεία στίξεως, μακροσκελείς περιόδους που δοκιμάζουν το ρυθμό της αναπνοής, με σιωπές και αναγωγές σε διαψεύσεις ή κατακτήσεις. Ο λόγος του Χειμωνά, στον οποίο αναφερόμαστε ως συγγενεύονται με εκείνον του Αριστηνού, αλλά και εξαιτίας της καταλληλότητάς του να εκφράσει το περιεχόμενο μιας ανθρώπινης λογοτεχνίας, ουσιαστικά εξομολογητικής, εκτείνεται πέρα ως πέρα, γίνεται λόγος χώρος και μες σε αυτόν μπορεί να υπάρξουν και άλλες δυνατότητες πέραν της επικοινωνίας. Άλλωστε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως στο λόγο του Χειμωνά εμπεριέχεται όλη η δυναμική και η ένταση του περιεχομένου, μιας αλύτρωτης, λογοτεχνικής έκφρασης, μιας ιδεολογίας τραχύτατης εκ φύσεως, φυσικά και ανθρώπινα επιθετικής.
Η αυτοαναφορικότητα της λογοτεχνικής δημιουργίας, όπως εκπληρώνεται στην περίπτωση του Χειμωνά και του Αριστηνού συνιστά ένα είδος καταγωγικού στοιχείου. Επεκτείνοντας όμως την αναζήτησή μας σε μια λογοτεχνία κοινού περιεχομένου δοκιμάσαμε να αντιπαραβάλουμε δημιουργούς διαφορετικών υφών, οι οποίοι εντούτοις όμως βίωσαν συσχετιζόμενες εκλάμψεις, μια συναίσθηση δηλαδή της ανθρώπινης ροπής, της φυσικής κλίσης ενός καταβεβλημένου πια είδους. Και λέγοντας εκλάμψεις, εννοούμε καθώς σημειώνει ο ζωγράφος Μπουζιάνης μια στιγμιαία λάμψη αλήθειας. Ένα είδος «Φλας», μες στην στέρεη νύχτα των ανθρώπων. Όπως εκείνο του Γιώργου Αριστηνού, που μας υποδεικνύει την πρόθεση μιας μεταμόρφωσης, μας εισάγει στη ζωώδη κατάσταση που βιώνουμε ή σε εκείνη που θα απευχόμαστε, μας επισημαίνει το λόγο και το ον, το νόημα και το μη νόημα. Ένα είδος ασφυκτικής αισθητικής. Για τούτο μιλάμε.