Οι υπέροχοι κύριοι Charles Mingus

24grammata.com/ μουσική

Γράφει η Ντόρα Βλάσση.

Ο Mingus έχει το δικαίωμα να είναι παραπάνω από ένας. Έχει το δικαίωμα γιατί το ξέρει από μπόμπιρας. Όταν η πιτσιρικαρία ιδρώνει για να κατακτήσει το κουμάντο στον κεντρικό δρόμο μίας καθόλα τυπικής καλιφορνέζικης συνοικίας, ο Mingus παλεύει για να ελευθερώσει την πλειάδα μέσα του που διαμαρτύρεται πάντα ξεσπώντας ήχους. Είναι βέβαιο πώς ο Mingus είναι κάτι πιο πολύ από μονάδα. Η ταλαιπωρία του στις εσωτερικές διενέξεις τον βγάζει στην ήπειρο εκείνη που δεν χρειάζονται πολλές πολλές διευκρινήσεις πάρα το έναυσμα για να ξαμοληθούν οι συμμορίες των ήχων μέσα στο πανδαιμόνιο των αντεγκλήσεων μίας σύνθεσης. Οι μπάντες των εαυτών του Mingus, έχουν βρει σκηνή για να υπάρξουν, να ενηλικιωθούν, να ερωτευθούν πάνω σε αμφίβολο έδαφος, να πιστέψουν βαθιά ή να απιστήσουν σε βάρος του ίδιου του έρωτα, να φαγωθούν με το ασύλληπτο ξωτικό της μουσικής τους, να δοκιμάσουν φιλία και άνθρωπο από ποιοτικά και ευτελή υλικά, να δοκιμάσουν την ίδια την φτιαξιά τους περιφρονώντας την τη μία και αποθεώνοντας την την άλλη.
Λοιπόν κάποτε σκέφτεσαι διαβάζοντας τον : “‘Ελα Mingus!Τα παραλές!” κι απ’ την άλλη ξέρεις πώς ακόμα κι αν τα παραλέει δεν έχει καμία σημασία. Ο Mingus νιώθει καλά, θέλοντας να θεωρεί τον εαυτό του χειρότερο κι από σκυλί. Η τραγωδία του ταιριάζει, όπως τα οχυρά που δεν πέφτουν, όπως η αποθέωση του ανδρισμού του. Αυτά τα αγόρια ο Charles, είναι πάντα ένας μικρός ερωδιός που θέλει κανάκεμα. Κι όταν δεν βρίσκεται ο κατάλληλος άνθρωπος, ο Mingus κανακεύει τον εαυτό του μόνος του, χωρίς να του στερεί τίποτα απ’ την επιβράβευση που έχει ανάγκη ως άνθρωπος, ως άντρας, ως μουσικός.
Εν τω μεταξύ ο μουσικός Mingus δεν χαρίζεται. Η μουσική αρχιτεκτονική σύμφωνα με την οποία οικοδομεί το προσωπικό του ύφος, είναι ένας ευτυχής διάλογος παραδοσιακών στοιχείων από την jazz της Νέας Ορλεάνης (Dixieland), από στοιχεία της bebop καθώς κι απ’ τον ευρύτερο χώρο της avantgarde. O Mingus δεν σηκώνει μουσικά όρια και περιχαρακώσεις. Δεν αποδέχεται κατηγοριοποιήσεις. Οι μπάντες του δεν είναι μεγάλες, ούτε όμως περιορίζοντα σε μικρά σχήματα trio ή quarteto. Είναι συνήθως μεσαίου μεγέθους και οι μουσικοί εναλλάσσονται (workshops). Μέσα του όμως ο Elligton δεν ησυχάζει. Στολίζει τον βασικό πυρήνα της μπάντας του με πνευστά. Ο Elligton είναι εκεί και η Dixieland μέσα απ’ τα κόλπα του Mingus αποκτά ένα ακόμα πρόσωπο. Επιλέγει τους μουσικούς του με βάση τις ικανότητες τους αλλά και τον χαρακτήρα τους. Δεν ζητά παρά τα πάντα. Να παίξουν ελεύθεροι κι απολυμένοι, να ξεσπάσουν σαν φυσικά φαινόμενα εν αιθρία, να αναπτύξουν το προσωπικό τους ύφος, να φωνάξουν τον εαυτό τους, να συνδιαλλαγούν, να αντιπαρατεθούν κι όλα αυτά μέσα σε μία πίστα από μουσική για την μουσική. Ο Mingus γίνεται δάσκαλος.Πυγμαλίων. Ένας αληθινός πατέρας και σηματωρός για νέους μουσικούς.
Ποιος είπε πώς όλα αυτά είναι αρκετά; Ούτε καν οι αμέτρητες συνθέσεις (μετά θάνατον οι γυναίκα του Sue Mingus έφερε στο φως έναν μεγάλο αριθμό συνθέσεων του Μίνγκους) και πάνω απο χίλιες συμμετοχές σε δίσκους δεν είναι αρκετές. Αρκετή δεν είναι η αποθέωση, δεν είναι η φήμη, δεν είναι η ασυδοσία στις παραδοξότητες και στις αποκοτιές. Ο Mingus έχει αιτήματα που ο κόσμος των “σκυλιών” δεν μπορεί να αντιληφθεί. Έναν κολοσσό αιτημάτων που έχει να κάνει με την ίδια την μουσική και που τράφηκε από τις μικρές παιδικές απόπειρες, την παιδεία που λαμβάνει καθώς τρώγεται με την ψυχή και τα μουσικά του εργαλεία και την ακατασίγαστη οργή του. Οι κύριοι Mingus όλοι ανεξαιρέτως δεν αξίζουν να υφίστανται διακρίσεις, ρατσισμό. Οι κύριοι Mingus είναι πλασμένοι για μεγάλα πράγματα. Με το “Epitaph” -το μεγαλύτερο ως προς τον χρόνο διάρκειας jazz κομμάτι που γράφτηκε ποτέ – ο Mingus μοιάζει να θέλει να δοκιμάσει μια ιδέα από την μεγαλοπρέπεια της δυτικής κλασικής μουσικής με άρμα την jazz. Ξέρει την μουσική του καταγωγή. Γνωρίζει από που κρατάει η σκούφια του και οι ρίζες του. Ακούει την καρδιά του. Αλλά στο μεταξύ τα ύψη μέσα του γίνονται απόκρημνα και η αμύθητη μουσική διεκδικεί το δικαίωμα της να είναι άπατρις. Ντυμένη την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της και χωρίς καθόλου να την απαρνείται, η jazz στην επικράτεια του Mingus γνωρίζει ένα μέρος του λόγιου εαυτού της.
Ακολουθούν ηχογραφήσεις, δίσκοι, ζωντανές εμφανίσεις, ταξίδια και ανήκουστες περιπέτειες.

Όλα τα χατίρια γίνονται στον Mingus!Ακόμα κι αυτά τα παράδοξα χατίρια που έχουν να κάνουν με την επιμονή του στην καταβύθιση. Ο Mingus είναι ήρωας μίας τραγωδίας αρχαίας, από γεννησιμιού του. Ο Mingus θέλει να είναι ο ήρωας των αδικημένων συναδέλφων, των εξαθλιωμένων κοριτσιών, των αμφιλεγόμενων γονιών, των αδέσποτων αδελφών, των ζόρικων φίλων, της αυστηρής δασκάλας, της μικρής ερωμένης, της παραδομένης δούλας, της απελεύθερης μουσικής.

Ξέρει αυτός να φτιάχνει μία σουίτα βιογραφικών ιστοριών του με το ένα πόδι στην αλήθεια και με το άλλο στην υπερβολή. Όπως και να ‘χει, αν έχεις την παραμικρή ιδέα, είσαι εκ των προτέρων βέβαιη για τις ιστορίες του Mingus. Είναι αναμενόμενες. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που δεν είναι καθόλου αναμενόμενο. Ο Mingus είναι πολλοί και αυτοί οι πολλοί, αρνούνται να σταθούν σ’ ένα σημείο. Κάποιοι τρελαίνονται από μπάσο, κάποιοι πεινάνε για ερωτοτροπίες, κάποιοι παθιάζονται για μπελάδες, άλλοι απολαμβάνουν την ηδύτητα της παρακμής, άλλοι ξεκουράζονται στην παραίτηση, άλλοι κατανθίζουν απο δημιουργία γλεντώντας το σφρίγος τους, αλλά όλοι έχουν την ίδια θρησκεία. Ως άλλοι Juan Ponce de León γυρεύουν το Κρίνο της νεότητας σαρώνοντας τις πολιτείες, τους ανθρώπους, την οπτασία μιας αγάπης ανίκητης, τους κόπους και τις ώρες του φευγιού. Μα αυτοί οι υπέροχοι κύριοι Charles Mingus αναμφισβήτητα σε αντίθεση με τον Ponce de León, όχι απλώς ανακάλυψαν το Κρίνο αλλά το απόσταξαν κιόλας. Δεν είναι άλλο απ’ την Μουσική. Και πρόκειται για την μοναδική ερωμένη που κατάφερε να βάλει κάτω οριστικά κι αμετάκλητα τον Mingus.

 

(Απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του C.Mingus “Χειρότερα κι από σκυλιά”)

“Με άλλα λόγια χωριζόμαστε σε τρεις ανθρώπους. Ο πρώτος στέκεται αιώνια στη μέση, αδιάφορος, ασυγκίνητος, παρακολουθώντας, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να πει στους άλλους δύο τί βλέπει. Ο δεύτερος είναι σαν τρομαγμένο ζώο που επιτίθεται γιατί τρέμει μήπως προλάβουν να του επιτεθούν οι άλλοι. Και, τέλος, έχουμε τον τρίτο, έναν άντρα τρυφερό και υπερευαίσθητο, που επιτρέπει στους ανθρώπους να πατήσουν το ιερό της ύπαρξης του, τον άντρα που ανέχεται τις προσβολές, που εμπιστεύεται τον κόσμο, που υπογράφει συμβόλαια χωρίς να τα διαβάζει, που πείθεται να δουλέψει φτηνά ή και τζάμπα ακόμα, και που, όταν διαπιστώνει τί του έχουν κάνει, εξαγριώνεται και θέλει να σκοτώσει, να καταστρέψει τα πάντα, ακόμη και τον εαυτό του, γιατί φέρθηκε τόσο ηλίθια. Αλλά δεν μπορεί- ξανακλείνεται στο καβούκι του”.
“Ποιος απ’ όλους είναι ο πραγματικός;”
“Όλοι τους είναι πραγματικοί.”
“Ο άνθρωπος που παρατηρεί και περιμένει, ο άνθρωπος που επιτίθεται γιατί φοβάται, ο άνθρωπος που θέλει ν’ αγαπά και να εμπιστεύεται, αλλά που αποτραβιέται κάθε φορά που νιώθει οτι τον έχουν προδώσει. Μίνγκους 1,2,3. Ποιο είναι το είδωλο που θέλεις να βλέπει ο κόσμος;”
“Τι διάολο με νοιάζει τί βλέπει ο κόσμος, εγώ πασχίζω να βρώ πώς θα ‘πρεπε να αισθάνομαι ο ίδιος για τον εαυτό μου. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ ν’ αλλάξω τα πράγματα, όλοι είναι εναντίον μου, δε θέλουν να με δουν να προκόβω.”
“Ποιος δεν θέλει;”
“Οι πράκτορες και οι επιχειρηματίες με τα λουξ γραφεία που μου λένε -σ’ εμένα, έναν μαύρο- ότι είμαι ανώμαλος, επειδή απαιτώ το μερίδιο μας σε ο,τι παράγουμε. Οι μουσικοί είναι πιο ξεκρέμαστοι κι απ’ την τσογλαναρία των δρόμων και οι…οι… τέλος πάντων, αυτοί θέλουν να παραμείνουν έτσι τα πράγματα.”
“Τσάρλς ξέρω ποιους εννοείς με το αυτοί και είναι κωμικοτραγικό. Θυμάσαι που μου είχες πει ότι ήρθες σ’ εμένα όχι μόνο γιατί είμαι ψυχαναλυτής αλλά και Εβραίος; Κι έτσι θα μπορούσα να συμμετέχω κατά κάποιον τρόπο στα προβλήματα σου;”
“Χα χα!Έχεις πλάκα , γιατρέ.”
“Να το, πάλι κλαις. Έλα, Μίνγκους, πάρε ένα μαντίλι και κόψε τις μαλακίες”
“Χα!Τώρα βρίζεις εσύ!”
“Δεν έχεις αποκλειστικότητα στο βρίσιμο. Μη μου λες μαλακίες εμένα. Είσαι ωραίος άνθρωπος Τσάρλς, αλλά κάμποσες ιστορίες τις βγάζεις απ’ το μυαλό σου. […] ”
***