Ο Πέτρος Τατσόπουλος “στα νύχια” της Πιτούλη

24grammata.com/ βιβλιοπαρουσίαση/ ευθυμογράφημα

Βιβλιοπαρουσίαση με την καυστική και εύθυμη διάθεση της Βασιλικής Πιτούλη

Πολύ πριν τα άστοχα “αστειάκια” του Τατσόπουλου για τον Κολοκοτρώνη, η Βασιλική Πιτούλη είχε ασχοληθεί με την περίπτωση του. Ας την παρακολουθήσουμε:

παρουσίαση του βιβλίου «Κομεντί», διηγήματα, Πέτρος Τατσόπουλος, Εκδ. Καστανιώτη

Όπα, μάνα μου, τι ‘ναι τούτο, πάλι;  Κοιτάζω το ξώφυλλο, λέω  θα με γελάν τα ματάκια μου. Τι μούρη τρομαχτικιά, πολύχρωμη, με κάτι οφθαλμούς που το σχήμα τους στις άκρες τραβάει τον κατήφορο και το βλέμμα τους σε κάνει να θέλεις να κρυφτείς κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Το φρικιό – με συγχωρείτε, ο τύπος ήθελα να πω, φοράει και λευκό πουκάμισο με γραβάτα. Θέλω να βρω το ζωγράφο που φιλοτέχνησε το συγκεκριμένο πίνακα να παραγγείλω και για μένα ένα, να τον κρεμάσω στο σαλόνι, να τονε βλέπουν οι υποψήφιοι γαμπροί και να φεύγουν. Μ’ έχουνε φάει οι κόρες μου, παντρέψου και παντρέψου. Προχτές, μου κουβάλησαν ένα ραμολί, πάρ’ τον, έχει λεφτά, μου λένε.
«Βρε, αυτουνού του τρέχουνε τα σάλια» τους λέω.
«Δεν πειράζει, θα του τα σκουπίζεις» μου απάντησαν.
Κοίτα τι σου είναι οι άκαρδες κόρες – προκειμένου να φορτώσουν τη μάνα τους σε κάποιον παραλή, δεν ορρωδούν προ ουδενός. Όσο πιο γέρος κι όσο πιο λεφτάς, τόσο το καλύτερο, μπορεί να σκέφτονται. Φταίω εγώ τώρα, αν τους τη βγω με κανένα τεκνό, να το δουν και να παραμιλάνε;
Επιστρέφω στην Κομεντί του κυρίου Τατσόπουλου, ο οποίος από το αυτί του βιβλίου του μας πληροφορεί ότι γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το ’59. Εντάξει, κι εγώ κάπου εκείνα τα χρόνια γεννήθηκα, αλλά δεν το έκανα θέμα, κύριε Πέτρο μας. Ο συγγραφέας μεγάλωσε στην Αθήνα, φοίτησε στη Βιομηχανική και στην Πάντειο, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Γιατί, κύριε Τατσόπουλέ μας; Πώς μας το κάνατε αυτό; Κι εμείς, που σας είχαμε για επιμελή, φιλομαθή και πτυχιούχο… μας απογοητεύετε οικτρά, αλλά εν πάση περιπτώσει, θα το αντέξουμε.
Φοράω το σοβαρό μου και συνεχίζω: Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, δημοσιογράφος, σύμβουλος σεναρίων στη δημόσια τηλεόραση, σύμβουλος εκδόσεων στους εκδοτικούς οίκους Λιβάνη και Καστανιώτη. (Πω πω, προκοπή, εσείς κύριε Πέτρο μας, δεν είστε παιδί, είστε σίφουνας! Χώρια που με τόσες θέσεις δεν ξέρω τι να υποθέσω. Θα μου επιτρέψετε μια αδιάκριτη ερώτηση: μέσο είχατε; Αλλά και να είχατε, σε μένα θα το πείτε; Χα, χα, ούτε λόγος!) Έχουν εκδοθεί τα βιβλία του: «Οι ανήλικοι», «Το παυσίπονο», «Η καρδιά του κτήνους» κ.λ.π. Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, το Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο «Παιχνίδι των τεσσάρων» (1998).
Ε λοιπόν τώρα, μπορώ να μην το πω; Πού είστε Μυριβήλη, Βενέζη, Τερζάκη, Καραγάτση, εσείς η ένδοξη γενιά του ’30; Θα τρίζουν τα κοκαλάκια σας με τις απόπειρες απομίμησης του «Μυθιστορήματος των τεσσάρων». Σα να τους ακούω, αυτούς τους μεγάλους της λογοτεχνίας μας, να μου απαντάνε απ’ τον ουρανό:
«Δεν πειράζει, παιδί μου. Έτσι κι αλλιώς, απομιμήσεις είναι. Άσ’ τους να κάνουν ό,τι μπορούν».
Να αγιάσει η ψυχούλα σας.
Επιστρέφω στο βιβλίο του κυρίου Τατσόπουλου – για τελευταία φορά ελπίζω. Έχω και με άλλα, πιο ευχάριστα πράγματα να ασχοληθώ. Με περιμένει ένας υποψήφιος να με βγάλει έξω. Θα του ζητήσω να με πάει στο πιο ακριβό εστιατόριο που ξέρω, θα παραγγείλω ένα σκασμό φαγητά, και ύστερα θα τον καληνυχτίσω με ένα νεύμα του κεφαλιού, άντε κι ένα χαμόγελο. Στους άντρες δεν είναι να δίνεις και πολύ θάρρος. Αν επιθυμείτε να πάρετε μια ιδέα για το τι παλιοτόμαρα είναι αρκετοί από αυτούς, διαβάστε το διήγημα με τίτλο «Η ανάπαυση του πολεμιστή» στη σελίδα 47 του εν λόγω βιβλίου. Ο αφηγητής μιλάει για τις 250 γυναίκες που …κρεβάτωσε στη 47χρονη ζωή του. Αποκαλεί το πετεινάρι του «Ιορδάνη», γιατί έτσι του το βάφτισε η τριαντάρα, περπατημένη Νατάσα, η αλησμόνητη πρώτη του ερωμένη. Ο Ιορδάνης του αφηγητή – βλέπε γεννητικό όργανο του κυρίου Τατσόπουλου – εισχώρησε στο μέγα σπήλαιο της Νατάσας, πλατσούρισε αρχικά στα ρηχά κι έπειτα ξανοίχτηκε στα βαθύτερα, αρμένισε ανάμεσα στους σταλαγμίτες και στους σταλακτίτες. Κάποια φορά, στην παρθενική του προσπάθεια, κουτσούλισε τα τσίνορά της! Κατά τη διάρκεια του εννεάμηνου ειδυλλίου τους, η Νατάσα του επέτρεψε να διαβεί και από την πισινή της στενωπό. Θού Κύριε φυλακήν τω στόματί μου!
Ο αφηγητής εξομολογείται ότι μετά τη Νατάσα, η οποία τον μύησε στη φιληδονία, πετσόκοβε οποιαδήποτε γυναίκα έφερνε η τύχη στο δρόμο του. Αλώνιζε σα μακελάρης και χάριζε τα προσόντα του σε όλες, στραβοκάνες, φαρδοκάπουλες ή μη. Ανίκανος να αντισταθεί σε όποιο πλάσμα φοράει κιλότα ή ζαρτιέρα – θηλυκό να ‘ναι κι ό,τι να ΄ναι – προχωράει σε απίθανες λεπτομέρειες. Κι εγώ που νόμιζα, η μουρλή, ότι χρησιμοποίησα τολμηρή γλώσσα στο «Δείπνο εκ προμελέτης», ειδικά σ’ εκείνη τη σκηνή με το Μαυράκη και τη Νίνα (καλή τους ώρα), κι είχα τύψεις η γυναίκα… Ααααχ Πέτρο, πολύ το ‘φχαριστήθηκα. Να ‘σαι καλά και πάντα τέτοια.
www. bibliofagos.vasilikipitouli.gr
Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αμαρυσία στις 15 Ιανουαρίου 2009