Ο ποιητής Γιώργος Μίχος

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Γιώργος Μίχος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο) διατηρεί ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά ιστολόγια [ http://giorgosmixos.blogspot.com ] και το βιβλίο του Μικροκείμενα (2007, εκδόσεις Ενδυμίων), το οποίο μπορεί κάποιος να το διαβάσει στην ιστοσελίδα http://www.scribd.com/doc/33627362/mikrokeimena-teliko , ένα από τα σημαντικότερα έργα της μετά τη μεταπολίτευση λογοτεχνίας μας.

Αν επρόκειτο να επιλέξω μόνο δυο από τα Μικροκείμενα αυτά θα ήταν τα δυο πρώτα από αυτά που παρουσιάζονται κατωτέρω. Τα υπόλοιπα (με αλφαβητική σειρά) σε άλλη ανάγνωση θα μπορούσε να είναι άλλα. Ειδικότερα στο δεύτερο, ο Γιώργος Μίχος, ως ποιητής, πλάθει (ποιεί) εκ νέου την ιστορία, μας αποκαλύπτει το σημαινόμενο και μας πάει μέχρι την απαρχή του πολιτισμού. Ο πολιτισμός πήρε λάθος δρόμο αλλά, για να υπάρχει, η αιμομιξία δεν επιτρέπεται ακόμα και αν, όπως ο Οιδίποδας ή η πόρνη «Μελισσάνθη» στο Αμβούργο του τέλους της δεκαετίας του 40, αυτό συμβαίνει εν αγνοία (Γιώργος Πρίμπας).

Το άλφα πράο με τα μεγάλα μάτια της αγελάδας του κόσμου που το γέννησε. Από αρχή αστέρι κι αριθμό. Ομορφιά δεν υπήρξε πριν από τη λέξη της. Ούτε αδελφός απόκρυψη κι αλάτι. Περιφέρονταν τα πράγματα λυτά που από το σκαλάκι της γλώσσας είναι αδύνατον να φανταστείς το πριν. Κάπως ν’ αρχίσει κανείς σαν το πρωτάκι που γυρίζει πρώτο μεσημέρι σπίτι του κι έχει ένα άλφα μόνο περιουσία. Άλφα ανάγνωση κι από αγάπη. Από αγάπη μόνο. Από αγάπη.

Όχι πως με ικανοποιεί αλλά να δω τη φόρμα. Βαδίζει σαν πεζό έλκεται λίγο από το θεμελιακό ρυθμό που φτιάχνει τον απηρτησμένο στίχο μου. Φράση μετρική και νόημα να συμπίπτουν αλλά εδώ έχει και μερικές ακόμη συλλαβές κάποιες φορές. Το βασικό είναι να ψαρεύεις στο μυστικό βηματισμό του αναγνώστη. Κι αυτός είναι γνωστός και πιο δραστικά επεμβαίνεις για τι είναι ασυνείδητος. Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι. Σπασμένα οχταράκια και εφταράκια συλλαβών. Πάρε για παράδειγμα αυτό: Το έναυσμα παράλλασε μα ο κύκλος ήταν πάντα… καθαρό δεκαπέντε που αναδιατάσσεται από την ανάγνωση των υπολοίπων συλλαβών και παρατονίζεται. Το λέω στα νέα παιδιά. Ο αναγνώστης είναι ευτυχώς πολύ εγωιστής. Καταθέτεις το αίμα της καρδιάς σου και σου λέει ωραία φόρμα. Ήταν όπως τότε στις παραλίες της Κρήτης που τις μάθαινες γυμνός. Ήταν οι ντυμένοι που ντρέπονταν να σε κοιτάξουν. Σε πλαγιοκοπούσαν. Το γραπτό έχει μηχανισμό αυτοπροστασίας από το βάρβαρο. Κι έτσι γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως το πρόβλημα βρίσκεται αλλού… Που; Κανείς δεν ξέρει. Γράφουμε πάντα για δυο λόγους εκ των οποίων ο ένας πάντα αγνοείται. Ο Τζίμ Μόρισον ποτέ δεν τραγούδησε : Mother i want to f… όπως νόμιζαν οι χυδαίοι οπαδοί του. Άφησε μια κραυγή στα όρια του πολιτισμού που αρχίζει με την απαγόρευση της αιμομιξίας γιατί του έκαιγε το στόμα… Γιατί ήταν ο Μόρισον κι όχι το τσογλανάκι με το δίσκο του και το fuck του που στριβεί στη γωνία…

Ακόμη και ως ηθοποιός που αλλάζει κοστούμι και απέρχεται, είναι μια τέχνη το να αποχωρείς στην ώρα σου, παναπεί πριν οι άλλοι καταλάβουνε κι ακόμα εσύ πως το σκουλήκι είναι πάντα μες στο μήλο όταν μιλάμε για έργα που ’ναι ανθρώπινα… Δεν έχει θλίψη, μόνο αγάπη, δεν έχει τέλος μόνο αρχή γιατί η γραφή περνάει πάντοτε αφήνοντας μονάχα ουλές στο μάγουλο κάθε επιθυμίας. Κι ότι τελειώνει ξαναρχίζει ως την ημέρα του θανάτου σου που θα τελειωθεί, κι ίσως πιο πέρα ακόμα σε δυο χέρια άγνωστα… Σβήσαν ακόμα και τα ουρλιαχτά του Μιμητή και η διεφθαρμένη από την ομορφιά πρόθεση της Θιγμένης. Σωρεύουν τώρα κόπρο απ’ τις προθέσεις τους καθώς αργά τα δικαιώνει όλα ο χρόνος. Περνάνε οι άνθρωποι και φεύγουνε, άλλους σε ήττα τους εγείρει η γραφή και άλλοι έρχονται φύλλα χλωρά καινούριας άνοιξης. Στο αφρώδες του ωκεανού των λόγων η βεβαιότητα παίρνεται πάντοτε από χαμηλά όπου ο λόγος ξεγελάει τ’ όνομα και η σιωπή στο εύγε είναι η μοναδική απάντηση. Και προ παντός όχι αυταπάτες για τα τελικά ζητούμενα: Διότι glorioso παναπεί ο ένδοξος, κι όχι της γνώμης ο ζητιάνος.

Άλλαξα χρόνο όπως αλλάζει κανείς τρένο. Κάποτε ο χρόνος βρίσκονταν εκεί, δοσμένος, κι έφτανε μοναχά γράφοντας να του δώσεις νέα εκτροπή. Να τον διαμορφώσεις σαν γλυπτό, να φέρεις γεγονότα για να του φτιάξεις μια διαδρομή που να περνάει από σημεία κόμβους της συγκίνησης… Μετά όλα άλλαξαν. Είπες: πρέπει να ζήσουν τα παιδιά ακόμη κι ας μην ξαναγράψω. Γιατί το μήνυμα που πήρες από τους μαφιόζους με τη ψήφο του λαού σε έλεγε άχρηστο… γεμάτος έμεινες μια ανώφελη οργή… Τώρα ανοίγεις χρόνο γράφοντας… Χρόνος για διαμόρφωση πια δεν υπάρχει, χάθηκε κάπου ανάμεσα χρηματιστήριο Νέας Υόρκης και χρηματιστήριο Τόκυο… έγινε κάτι που χρεώνεται ακριβά σκουπίδια, ερείπια σκουπίδια, πληροφορίες σκουπίδια, κι εσύ ξεπερασμένος σαν το βίωμα, ανοίγεις χρόνο, ελπίζεις μια του χρόνου συστροφή που να χωράει τα λόγια σου, μια λησμονιά της απεραντοσύνης του γραμμένου, ορμώντας, κι ας το ξέρεις, πως ζητάς το έργο και θα έχεις άλλο ένα ποίημα, που θα σε διώχνει, θα σε κάνει απόρριμμα… Η μόνη γενναιότητά σου είναι αυτή. Το να προβλέπεις και πολλοί προβλέπουν, πως θα σου νεύσει ο χρόνος στο ξεγέλασμα του, θα σου πάρει τα λόγια σ’ αυτή την πάλη του γραμμένου με το άπαιχτο, και θα σ’ αφήσει τελικά νύχτα, μονάχο, μοναχικό διαβατή στη νυχτερινή εθνική οδό.

Απόψε θέλω να υπάρξεις. Έχω να σε καλέσω χρόνια. Ακούω ανθρώπους παραπονεμένους κι είμαι ο τελευταίος. Μου έχει σβήσει το κομμάτι αυτό. Έχει συσκοτιστεί η χρονιά που έφυγες. Μόνο το έφυγες καλύπτει αυτή την τρύπα που έχει κλείσει την πολυτέλεια του παράπονου. Κανείς δεν πήρε αυτό το στρογγυλό πράγμα κι έμεινε σαν πηγάδι τσιμεντωμένο και δεν έχω πια που να πάω να πω… Απόψε όμως σε θέλω σαν μια κόρη που θα έβλεπα τα μάτια σου. Ποτέ δεν θα υπάρξει ίσως μια Σοφία από ζωή όχι όπως εσύ που σε γεννήσαν τη μισή χωμένη μες στο θάνατο… Ο Κουασιμόδος και ο Χήθκλιφ πάλιωσαν και θα σου έλεγα για τον Στήβεν Δαίδαλο: Τη μάννα μου τη σκότωσε ο καρκίνος κι όχι εγώ που αρνήθηκα να προσευχηθώ… Εσύ την έστειλες έτσι; Για να μου ρευστοποιήσει το παράπονο έτσι; Είμαι γεμάτος δάκρυα μητέρα γιατί μαθαίνω αργά πολύ αργά γιατί ο χρόνος τα ’χει πάρει όλα και θα πρέπει να βάλω όλη μου την τέχνη για να φτιάξω μια συνάντηση. Ο παράδεισος μάννα είναι το ποίημα σε δυο χέρια άγνωστα εκεί θα υπάρχουμε κι εσύ κι εγώ όταν το ασβέστιο των οστών μας θα ξαναγίνεται ανώνυμο… Υπάρχει πια κι ένα παιδί μικρό που δεν το γνώρισες. Διάβηκε τον αιώνα μάννα σαν ήλιος πρωινός αφήνοντάς μας πίσω σαν χαστούκι στο καθρέφτη μας. Δεν ζω για μένα πια κι αυτό το ξέρεις. Γι αυτό δεν έχω πια καθόλου και παράπονα… Φύγε τώρα. Αλλού. Άλλη φορά. Σε άλλες ώρες. Τι κρίμα τόσα χρόνια πέρασαν μέχρι ν’ αγγίξω τα ωραία μυγδαλωτά σου νύχια των χεριών σχεδόν λίγο πριν φύγεις…

Εάν δεν είναι αυτό υπακοή γέροντα δια ποίησιν, τότε τι είναι; Να σε ονειδίζει η Καύκα με τον Κιβδηλοποιό κι από κοντά το Απόπλυμα κάτι ζαγάρια της σαπίλας που γέμισε ο τόπος τόσο που να λες πως είμαστε επί καιροίς εσχάτοις. Αποπατούν στην ποίηση γέροντα γιατί η ποίηση είναι σαν Χριστός έχει μονάχα διάφωτο σαν το λευκό χαρτί, δεν έχει όχι και η λήθη είναι ο δικαιοκρίτης ο απαλός της. Φτάνει αυτή η δοκιμασία της ψυχής μου γέροντα, το σκουπίδι που γεννάει ο δαίμονας των αριθμών, το σαπισμένο ανθρώπινο χαμόγελο, το δάκρυ το αληθινό που το γεννάει ένα καθρεφτισμένο στο εγώ μάταιο πάθος, τα λόγια με την αφθονία της ευκοίλιας, αυτή η περιδιάβαση στην κόλαση της πλήξης… Δώσε μου πάλι ένα επίτιμο σιωπής άλλαξε δαίμονα για μένα κι όχι αυτές τις λεπτές κλωστές ολημερίς να κόβω μέσα μου με υπομονή την αθλιότητα ετούτη της αυθάδειας τα ξοδεμένα λόγια τα χρεωμένα στους θεραπευτές όσο να άρει ο καθείς το δρόμο του. Ξεχνούν γέροντα οι άνθρωποι ξεχνούν και πάνε σ’ έναν κόσμο που μπορείς να χάσεις οτιδήποτε σαν τον φιλάργυρο, στάχυα ψηλά στις ώρες της αιχμής κι ύστερα κλαίουσες ιτιές παιδιών στη δυστυχία. Και δε νογάνε γέροντα. Δεν έχουνε Θεό και τους βουλιάζουν τα ονόματα κι είναι πνιγμένοι μες στη λήθη κιόλας πριν να βυθιστούν. Γιατί δεν έχουνε Θεό κι αυτό το βλέπουν μόνο σαν τους κινδυνεύουν τα ονόματα και τους κάνει ζώα ανήμερα κάτι να κάμουν να τα σώσουν με δεν σώζονται. Τ’ αφήνουν δαγκωνιές πάνω στο δέρμα το λευκό των άλλων κι έτσι τραβάνε μέσα από πληγές… Δώσε ένα τέλος στην υπακοή μου γέροντα

Είδος αήττητου η ποίηση και η αγάπη της μητέρας. Να το συνάγεις όμως σαν ανάπτυγμα πτερύγων στις κάτω κάτω σου στιγμές αυτό παράγει βεβαιότητα ακατάλυτη. Σαν έφυγα από το σπίτι για δύο χρόνια κάθε απόγευμα έψαχνε γειτονιά τη γειτονιά, από τη μια άκρη της πόλης ως την άλλη. Με βρήκε τελικά ένα Σάββατο για ν’ ανταλλάξουμε ανεστραμμένα λόγια αγάπης πίσω από μια κλεισμένη πόρτα. Έτσι σερνόμουν από την επιθυμία της, σαν άνθρωπος του αστυνομικού δελτίου και σκουπιδιών της τηλεόρασης, εγώ που χρόνια άργησα να φτάσω το ύψος σαν παιδί της ντροπής μου. Χρόνια μέσα στον πόνο ως να βγάλω νόημα κι ο νόμος τελικά να επέλθει. Γιατί ο νόμος τελικά επέρχεται, και μας αφήνει μοναχά μια γεύση ξοδεμένου χρόνου, κι αυτή η αντίθετη αίσθηση πως τελικά είμαστε δέκα χρόνια πιο μικροί, παράξενα να τη διαθέτουμε και να τη μοιραζόμαστε με όλους εκείνους που στο σπίτι τους φύσηξε κάποτε ένας αέρας ψυχασθένειας… Έτσι βαδίζοντας στις ηλικίες, ισορροπώντας στο αήττητο από ποίηση κι από αγάπη της μητέρας.

Ένας ποτέ δεν είναι μόνος του. Πάντα μαζεύονται δυο τρεις. Ανάπηροι κρυφοί βοσκούν το μίσος που για λίγο τους ενώνει. Της νύχτας πρόσωπα και του μυστικού ζαρώνουνε στο φως της μέρας, κοιτούν λοξά, φιλάνε χέρια που θα δάγκωναν, καχύποπτοι, οπισθόβουλοι και τελικά πάντοτε χαμένοι. Τρελός, τρελός ουρλιάζουνε σ’ αυτόν που έχει σθένος για να τους αντισταθεί, ελπίζοντας πως είναι πειστικοί στον αφελή άλλο. Άνθρωποι ευανάγνωστοι. Μ’ ένα ίζημα θλίψης η χαρά τους κι η λύπη τους γεμάτη ουρλιαχτά. Μα πάντα, πάντα τους χαμένοι. Του κόσμου η ομορφιά δεν γράφει πάνω τους. Μονάχα περιπλάνηση ζητούν να διασπείρουνε τη λώβα τους. Ο ερωτάς τους πόθος εξουσίας και η φιλία τους εξάσκηση στο μίσος… Θέλεις περίσσευμα από λύπη για να συνεχίσεις να μιλάς γι αυτούς. Καλό είναι να τους θάβεις στη σιωπή εκεί που ανήκουν… Ακούω τη νύχτα να ουρλιάζουνε σκυλιά. Εκείνοι θα ’ναι και τα σαπισμένα λόγια τους..

Η έξω βροχή είναι πάντα δεύτερη. Υπάρχει μια πρωταρχική κι αυτή είναι μόνη και αληθινή και είναι μέσα μου. Με συνοδεύει από παιδί κι ακόμα θα πέφτει ως και τη μέρα του θανάτου μου. Ξυπνάει κάθε φορά που συναντάει την ανύπαρκτη την έξω αυτή βροχή και πέφτει πέφτει αδιάκοπα μέσα στα σπλάχνα μου. Μυρίζει μάλλινο βρεγμένο και φέρνει βλέμματα παιδιών ανυπεράσπιστων. Ρίχνει ένα γκρίζο οθόνης μ’ ένα φως μυστικό και παίζει ασπρόμαυρη ταινία φθαρμένη και παλιά. Και πρωταγωνιστής πάντα και πάντα είναι τα παιδικά μου χρόνια. Ξόδεψα πολλή βροχή να μεγαλώσω, που θα ’λεγε κι ο ποιητής. Μετρώντας στάλες έμαθα το χρόνο και το θάνατο. Ψέματα λέω, μια νοσταλγία του αιώνιου μου έμεινε μονάχα. Ότι θυμάμαι πρώτο είναι αυτή η βροχή. Κάτω από στέγαστρο, τον υπόλοιπο χώρο τον έφαγε ο χρόνος, είμαι μ’ ένα κορίτσι δίπλα μου και τουρτουρίζοντας. Μακριά απ’ το σπίτι σε φυγή. Μυρίζει μάλλινο, σταφίδα που σαπίζει και σώμα κοριτσιού. Η μόνη αληθινή βροχή είναι αυτή μέσα μου. Η έξω είναι μόνο χρήσιμη να κρύβει κάποτε τα δάκρυα μου και φέρνει παιδιών που τα δέρνει κραυγές ανυπεράσπιστων.

Η σκληρότητα του Απρίλη κι από τα μάρμαρα που τινάζονται στα μάτια σου και υγροποιούνται δάκρυα. Οι πασχαλιές στο ποτήρι γυρίζουν την ταινία ανάποδα μέχρι το σπίτι εκείνο των παιδικών χρόνων με τις ζαλιστικές οσμές. Και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι έχουμε αθελά μας συγκεντρώσει τα υλικά ενός άλλου ποιήματος και ξαφνικά ανακαλώ τα λόγια του να έρπουν στα δικά μας ψελλίσματα. Οι πασχαλιές στο ποτήρι ενός φτηνού ξενοδοχείου ζωγραφισμένες τώρα σ’ έναν τοίχο και μουσική ώ μουσική συννεφιασμένη… Με κλειστά μάτια συλλαβίζεις πιο καλά φωνήεντα της άνοιξης… Και τα κορμιά αξιώνουν θυρανοίξια όπως όλοι από ανέκαθεν οι ναίσκοι του έρωτα. Αμφιπρόστυλοι, αμφιδέξιοι, αμφιβραχείς. Με λίγο απόκρημνο αποκάτω που να βλέπει πέλαγος… Και δελφίνια που διασώζουν κάτι από κινησεολογία χεριών που πάλεψαν γλυκά ως να λυθούν μέσα στον ύπνο. Πιάνω τον αέρα και του γυρίζω τα γράμματα ανάποδα με τέτοια λύσσα που φωνάζοντας έαρ του έαρος τον κοιμάμαι σχεδόν ως την εξάντληση… Με μια πατούσα Απρίλη που εκθλίβει ένα όλο μωβ αίμα από τις πασχαλιές…

Κακοί μάρτυρες, είπε ο Ηράκλειτος, τα μάτια και τ’ αυτιά σ’ ανθρώπους που έχουν βάρβαρες ψυχές. Πάρε για παράδειγμα το χτεσινό κορίτσι. Πως παρεμβάλλονταν σαν τσόντα εκείνα που ανέβαζε η ψυχή τα μαθημένα κι άκριτα. Με λόγια κλείνουν και τα τραύματα κι ωστόσο ως να κλείσουν ανεβάζουν λόγια. Δε γίνεται δε γίνεται. Το πλήρωμα του επιθυμώ μονάχα κλείνει κάποτε από σπόντα. Μια εξάντληση είναι να φέρεις αλφαδιά το κακοχωνεμένο μέσα σου. Κι ωστόσο προχωράμε. Δς τη μέρα που η ανάσα μας θα μείνει πίσω αφήνοντας σ’ άλλες ανάσες τη συνέχεια του κόσμου. Κι έπειτα πως αποβαρβαρώνεις μια ψυχή; Πόσο σκουπίδι πληροφόρηση πρέπει κάθε φορά να εκχερσώσεις για να βρεις σε στιγμές οριακές αυτό το τίποτα ψυχή που είναι απαλό φτερό της πεταλούδας. Με δάκρυα ξεπλένονται οι ψυχές κι οι μοναχοί κι εραστές το ξέρουν. Μόνο που πια είναι σπάνιες. Γιατί διαλέγουν το άμαθο και το άγραφο και το άμορφο και περιφέρονται εκεί. Κι ο δρόμος ο απλός κομμένος. Και γιατί χάρτης δεν υπάρχει έξω από το αίμα σου. Πως αποβάρβαρώνονται οι ψυχές;

Λιώνανε τα σπλάχνα κι καρδιά ένα τύμπανο, γινόσουν σοβαρός, βαρύς, ανέγγιχτος… ακροβολισμένος στη γιορτή στόμα δηλητήριο, κι αυτή αδιάφορη δεν καταλάβαινε, και πως να καταλάβει, από τη δεμένη γλώσσα σου… Πέρασαν τα χρόνια, κανείς δεν ήρθε για να πει τα λόγια που σου πάταγε η ντροπή… γίναμε επιδέξιοι βρήκαμε τον τρόπο να διαβάζουμε κι αυτά που μόνο σαν επιθυμίες ανεβάζουνε τα μάτια, δεν γίναμε επιδέξιοι γίναμε σκληροί στο κέλευσμα απασχολημένοι άνετοι, έγινε κρύσταλλο αυτό το μαλακό και κόβει… πονάει το τζάμι κύριε σαν το τετραγωνίζεις, γίναμε διαθέσιμοι μια σταγόνα θλιμμένοι στην ανθρώπινη κατάσταση, κάτι λογάκια πληρωμένα χρυσάφι να μας τα τσαλακώνουνε στις αγορές, γιατί κανένας δεν ακούει πριν την ώρα του, γιατί θέλει ματαιότητα να σπάσει το ατσάλι του, έτσι δεν το είπες;, γιατί πάντοτε θα ’ναι αργά κι εσύ μια μηχανή πένθους, “χέρια μου αδειανά, άδεια μου αγκαλιά”, και να πονάς ακόμα και στην παρουσία γιατί τι είσαι; Ένας επιζών της πρώτης σου αγάπης είσαι…

Λύπη μου, λύπη μου, ακόμα να δεχτείς με τι υλικό γίνεται αυτό που δεν υπάρχει: ο άνθρωπος. Λέξεις τον διασχίζουν, των πραγμάτων πτώματα. Η λέξη χέρι δάχτυλα δεν έχει, ούτε η λέξη χάδι έχει αφή. Κι άλλο δεν έχουμε διασχισμένοι από λέξεις, σωματωμένοι από λέξεις, και το εγώ μονάχα τρία γράμματα… Εχτές χτυπιόμουνα όλο λέξεις, πλήγωνα όλο λέξεις, με τρόμο ανοίγοντας, ποιός είμαι εγώ;, τη μολυσμένη ψυχή λέξη του άλλου. Μιά σκιά λέξη αφήνει μια λέξη γκρίζο μες στη μέρα. Μιά γεύση λέξη μου αφήνει ένα πικρό κάπα και ρω στην επιφάνεια της γλώσσας. Μικρό κορίτσι, φίλη της δόξας, πως ξέπεσες σ’ αυτό τον κόσμο που συγκολλάει ανθρώπους με του ζώου την κραυγή; Εσένα είπανε οι ποιητές πως είσαι πύλη ωραία τ’ ουρανού. Ακούω τα κρύσταλλα φτερά σου θραύση στο τσιμέντο. Δεν ανεβαίνει λέξη από το σώμα σου. Πέρα μακριά βλέπω τη θάλασσα να καίει πίσσα και του καλοκαιριού το χέρι σβήνοντας ένα προς ένα γυναικών ονόματα. Μένουν μονάχα κάτι τω και κάτι ίτη, πιο πέρα ις, ένη και ία. Αδύνατον εστί το να μετασχηματιστείς. Ανάξιον εστί να σου χαρίζω λέξεις. Με ουρλιαχτά βαρύτητας ή καλύτερα βαρύτητα ουρλιαχτών σε περιμένει κλαίγοντας το καλοκαίρι αυτό γωνία Σαντορίνης και Μυκόνου.

Μην πιάσεις το κλαρίνο φαρμακώνομαι. Ρίξε σταγόνες αίμα με το μπαγλαμά. Περνάει ο χρόνος σαν ποτάμι και όλοι βρίσκουν μια παρηγοριά… Μα εκείνος που ένα όνομα καμένο έχει στην καρδιά στη μέση από το γέλιο βρίσκει κλάματα, σαν πέτρα τον κυλάνε τα ρέματα. Εδώ θέλει τα λόγια τα προσεκτικά. Λέξεις σαν πεταλούδες και πρόσωπο παιδιού που είναι φωτιά στη μνήμη του πατέρα του. Θέλει φωνή από χέρι που σ’ ώμο ακουμπά γιατί άγγιξε τα λόγια που είναι ανείπωτα. Ακούω ακούω το ξύλο πως παίρνει το καρφί. Κοιμάται, ναι κοιμάται και κάποτε θα ’ρθεί για να μας ξεδιψάσει να μας υποδεχτεί σε κήπους που η λύπη δεν έχει μερτικό κι ο στεναγμός αέρα κι η οδύνη βρίσκει γιατρικό. Κοιμάται σαν παιδάκι και σαν άγγελος σε πάχνης μαξιλάρι που ’ναι μαλακό. Να κοιμηθεί κι ό πόνος κάνε μια ευχή να πάρεις στη θύμησή του πιο βαθιά τη ζωή…

Ρωγμή στο φως. Και μέσα απ’ τα νερά αναδύθηκαν οι λέξεις. Αράγιστες σαν μόλις από το νομισματοκοπείο της σιωπής. Με το χνούδι ακόμα από αγγίγματα χεριών τυφλού που δοκίμαζε αγάλματα σε σώμα. Κάτι μικρά φωνήεντα από διείσδυση κορμιών και σύμφωνα που αρμολογούσαν προφορές ιερογλυφικών κι ακόμα… Από το μη χαλώντας το κομμάτι που το ζεις να γίνει ποιήματα θρασεύουν οι στεγνοί σαν τ’ αγριόχορτα. Πόσο πεινάει είδηση αθωότητας να φάει αυτό που ό,τι αγγίζει γίνεται από λάσπη. Με το που ξανασκέφτομαι πως το περάσαμε, μέρες ώρες στιγμές συνάντησης που καθιέρωσαν ένα καινούριο χρόνο τους ξαναβλέπω έναν έναν εκεί ακριβώς όπου ήταν ταγμένος να σταθεί σ’ αυτό το νόμο. Ο αποκλεισμένος από φυσικά φαινόμενα που πανωραίος σκηνοθέτησε ο Έρωτας πάει σκυφτός, φτύνει τη μέρα του στον πετρωμένο χρόνο. Θέλει να σπείρει μόλυνση το αόρατό του σάγριο που βρίσκει αλάθητα στον πρωινό του τον καθρέφτη. Συναυτουργός αθέλητος στην ευτυχία των άλλων το μυρίζεται όπως ο κόρακας το πτώμα. Γι αυτό της είπα: Έλα πιο κοντά και φύσηξε. Φι κι άλλο φι και φεύγοντας της μέρας ελαφρό το γκρίζο σύννεφο, κι από κοντά εκείνος με την Αφροδίτη αντίδρομη. Καιρός για μας να ξαναπάμε ταπεινοί στο κήπο εκείνο όπου οι αγκαλιές ξαναγεννούν τα ρόδα… Όχι, πρώτη εσύ, κορίτσι, έφυγες…

Σήμερα πέρασα από την αγορά των κλουβιών κι όπως κάναν οι παλαιοί αγόρασα δυο περιστέρια και τα ελευθέρωσα για να δω στο πέταγμα τους τις ψυχές μας. Το ένα γύρισε και τσιμπολογούσε τα ψίχουλα στο χέρι μου σημάδι ότι η ευχή είχε εκπληρωθεί. Έτσι το θέλω, όχι να μιλώ, μα ένα ψιθύρισμα από χόρτο στο αυτί σου δίπλα σαν σπάει η άπνοια ξαφνικά και βλέπεις του μεσημεριού το πνεύμα πάνω σ’ άλογο μ’ ένα δρεπάνι να κόβει δάκρυα από το μέρος της ανάμνησης. Για ψίχουλα από χρόνο κάνω λόγο για ένα γεια τι κάνεις πως τα πέρασες ενώ στο βάθος θέλουμε να πούμε σ’ αγαπώ και πως μου λείπεις κι αυτό να βγαίνει τώρα από σιωπές από τις άκρες ένα δευτερόλεπτο των λέξεων να το τραβάς να το πλαγιάζεις να μην ακουστεί και να περνάει όλο στη χροιά να σφίγγει το λαρύγγι σαν γυαλόχαρτο κι εσύ να το κρατάς μ’ ένα σφιγμένο χέρι εσωτερικό σαν πάγος. Τα περιστέρια φύγανε ψηλά… Ακολουθώντας τα μου τύφλωσε ο ήλιος τα μάτια κι έπαψα να σε βλέπω πια. Πήρα το δρόμο που οδηγούσε για το σπίτι.

Το ξέρεις από τους καιρούς της ήττας σου. Να ονειρεύεσαι διαλόγους εκεί που όντως δεν υπάρχει τίποτα… Τώρα το βλέπεις από την απέναντι μεριά. Τόποι της τρέλας του άλλου απ΄ όπου δεν περνάς κι αυτός πιστεύει πως σ’ απασχολούν τα λόγια του. Καίει τις νύχτες του, ονειρεύεται ρεβάνς, τρέχει όσο δύναται από το αναπόφευκτο της θλίψης. Εκείνο το όχι σου, ανίκανος να το επεξεργαστεί, του φέρνει μια μανία που γεννάει λόγια που αλλάζουν πρόσημο… Γιατί να επεξεργαστείς το χωρισμό είναι να φτύσεις της μάννας σου το γάλα. Θέλει ευθεία πένθους κι όχι συστροφές αποφυγής. Πως να σταθεί σ’ αυτό ένας άνθρωπος που στη στιγμή στέλνει στα ουράνια η στα τάρταρα τον άλλον; Όταν κοιτάει το πρόσωπό του σε καθρέφτες ψέματος; Μονάχα τον αφήνεις στη προδιαγεγραμμένη του τροχιά, όσο να φτάσει στη σοφία του να βόσκει χόρτα των κοιμητηρίων… Γιατί η πληγή που λένε της ψυχής δεν κλείνει αν προς στιγμήν δεν την ανοίξεις… Και πλέον τέλος. Δραία μου το θύμισε ο φίλος και γι’ αυτό τον ευχαριστώ: Βη δε μετ’ άλλας ψυχάς εις έρεβος νεκύων καταθνηότων…

Τρέχοντας, τρέχοντας ο νέος άντρας ολομόναχος, κυνηγημένος από δελτία των ειδήσεων, ιζήματα του διαβασμένου, βλέμματα που μοιάζουν με σκουπίδια, αφίσες ξεσκισμένες, τη φωνή της μάννας του, τετράγωνα που αφήνει πίσω του, τον πυρετό που του σκίζει το κρανίο, τα λόγια τα λόγια που τον κόβουν σαν χασέ, πινακίδες νέον, φασφουντάδικα, τον εμποράκο με το γκρέκο και το σκανγκ στα χέρια του… εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα. Γιατί η πόλη είναι εστία θανάτου με πολύ σεξ στο κέντρο, πόρτες πορτούλες πορτάκια, και πρόσωπα, εισόδους και εξόδους και πρόσωπα, λεωφορεία ταξί, πουτάνες τραβεστί και τραπεζιτικούς και πρόσωπα, τρέχοντας τρέχοντας μες στη κοιλιά της νύχτας, καντίνες και κίτρινο από δέρμα και καφές και πρόσωπα, αγιάζοντας με το πέρασμα της ώρας πάνω από ένα πιάτο σούπα πρόσωπα… εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα. Τρέχοντας τρέχοντας στο ανύπαρκτο κέντρο ο νέος άντρας ολομόναχος, το λάστιχο που εμφανίζει φλέβα, η ατσαλένια μύτη της βελόνας, ο μετανάστης με περισευάμενο το σπέρμα, ο πωλητής της μουσικής παράνομος, ένας Αχμέτ και μία Νάντια που θα γνωρίσουμε αύριο από το αστυνομικό δελτίο… τρέχοντας τρέχοντας, όλα όλα όλα, εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα. Τρέχοντας τρέχοντας κατά μήκος του τοίχου… εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα… Εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα… Καταναλώνοντας τον έρωτα εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα. Να οξειδώνεται ο έρωτας εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα… Θα έρθω μαζί σου. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν όνομα…